Bloomberg: Εν μέσω κρίσης κορονοϊού, η Λιβύη βαδίζει προς τη διχοτόμηση
Του Hussein Ibish
Bloomberg Opinion
Έχει περάσει ένας χρόνος από την έναρξη της τρέχουσας φάσης του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη μεταξύ των ανατολικών δυνάμεων με επικεφαλής τον Χαλίφα Χαφτάρ, επικεφαλής του αντάρτικου Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA) και των δυτικών δυνάμεων που παραμένουν πιστές στην Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) της Τρίπολης.
Κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν φαίνεται ικανό για μια αποφασιστική νίκη – και με μικρή μια προοπτική ειρηνικής συμφιλίωσης, η πιθανότητα διχοτόμησης – επίσημης ή άτυπης – μοιάζει πολύ ισχυρότερη.
Αμφότερες οι πλευρές λαμβάνουν υποστήριξη από εξωτερικές δυνάμεις, για τις οποίες ο ανταγωνισμός για τη Λιβύη αποτελεί μέρος της πάλης για περιφερειακούς φυσικούς πόρους και για το μέλλον των ισλαμιστικών δυνάμεων στον αραβικό κόσμο.
Το αδιέξοδο μιας στρατιωτικής λύσης
Η επίθεση του LNA, η οποία ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο, ονομάστηκε Operation Dignity (“Επιχείρηση Αξιοπρέπεια”). Αποτελούσε μια προσπάθεια επέκτασης του ελέγχου του Χαφτάρ από τις βασικές ανατολικές πόλεις, Τομπρούκ και Βεγγάζη, στις δυτικές παράκτιες περιοχές και ιδίως στην πρωτεύουσα Τρίπολη.
Επειδή οι δυνάμεις που μάχονται για λογαριασμό της GNA περιλαμβάνουν και ισλαμιστικές πολιτοφυλακές, ο Χατάρ έδωσε στην εκστρατεία του τον χαρακτήρα προσπάθειας να “καθαριστεί” η Λιβύη από θρησκευτικούς εξτρεμιστές και τρομοκράτες.
Η Τρίπολη έχει αποδειχθεί ένα δύσκολο τρόπαιο προς κατάκτηση για τις ανατολικές δυνάμεις. Ενώ η GNA, υποστηριζόμενη από την Τουρκία, γενικά βρίσκεται σε άμυνα, ο Χαφτάρ έχει υπερεκτείνει τις δυνάμεις του μακριά από τα κέντρα εφοδιασμού τους και ποτέ δεν φάνηκε αρκετά ισχυρός για την κατάληψη της πρωτεύουσας ή οποιασδήποτε άλλης εκ των μεγάλων δυτικών παράκτιων πόλεων.
Η αντεπίθεση Σάρατζ – Τουρκίας και η Μεσόγειος
Αντ’ αυτού, καθώς οι μάχες έχουν ενταθεί τις τελευταίες εβδομάδες, η GNA έχει ανακαταλάβει τρεις στρατηγικές πόλεις κοντά στην Τρίπολη από τις δυνάμεις του Χαφτάρ.
Ο Φαγέζ Αλ Σάρατζ, πρωθυπουργός της GNA, έχει επίσης εντείνει τις ρητορικές επιθέσεις εναντίον του Χαφτάρ, αποκλείοντας κάθε συμβιβασμό με τον ηγέτη των ανταρτών.
Η θέση του Σάρατζ έχει ενισχυθεί σημαντικά λόγω της μεγάλης παρέμβασης της Τουρκίας, η οποία έχει αναπτύξει τα δικά της στρατεύματα στη σύγκρουση, μαζί με αεροσκάφη και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Άγκυρα έχει στείλει χιλιάδες Σύρους ισλαμιστές μαχητές προκειμένου να υποστηρίξουν την GNA και τις συμμαχικές προς αυτήν λιβυκές ισλαμιστικές πολιτοφυλακές.
Το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τη Λιβύη έχει εν μέρει ιδεολογική διάσταση. Οι ισλαμιστές που συνδέονται με την GNA συγκαταλέγονται μεταξύ των τελευταίων συμμάχων του στον αραβικό κόσμο, μαζί με το Κατάρ, την παλαιστινιακή Χαμάς και διάφορα κόμματα που συνδέονται με την Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει καμία διάθεση να αφήσει άλλη μια σουνιτική ισλαμιστική δύναμη στον αραβικό κόσμο να καταρρεύσει χωρίς να δώσει μάχη.
Η εξουσία του GNA είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τις τουρκικές φιλοδοξίες στην ανατολική Μεσόγειο Θάλασσα: η Άγκυρα προσπαθεί να ελέγξει την εκμετάλλευση, και ιδίως τη διανομή, μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Έχοντας σχεδιάσει μια φανταστική γραμμή από τα τουρκικά παράλια μέχρι την ακτή της Τρίπολης, διεκδικεί έναν από κοινού έλεγχο με την κυβέρνηση Σάρατζ – ενάντια στα συμφέροντα και τις αντιρρήσεις της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου – σχεδόν του ενός τρίτου των υδάτων της Μεσογείου.
Ακόμη ωστόσο και με την τουρκική υποστήριξη, η GNA είναι απίθανο να καταφέρει κάτι παραπάνω από το να διασφαλίσει τον έλεγχο των δυτικών προπυργίων της. Ο Χαφτάρ, όπως και ο Σάρατζ, είναι αποδέκτης σημαντικής ξένης υποστήριξης και προμηθειών, αν και ίσως όχι τόσο εντατικής ή άμεσης.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία υποστηρίζουν από κοινού τις προσπάθειές του, με περιστασιακές αεροπορικές επιθέσεις από πλευράς Εμιράτων και Αιγύπτου εναντίον των εχθρών του, ενώ μερικοί Ρώσοι μισθοφόροι πολεμούν μαζί με τις δυνάμεις του.
Το αδιέξοδο όλου του τελευταίου έτους υποδηλώνει ότι μια ντε φάκτο διχοτόμηση μπορεί να βρίσκεται στα σκαριά, μεταξύ μιας δυτικής Λιβύης με πολιτική κυριαρχία των ισλαμιστών, με την υποστήριξη της Τουρκίας και του Κατάρ, και μιας ανατολικής Λιβύης ελεγχόμενης από τον Χαφτάρ, με την υποστήριξη της Αιγύπτου και των υπόλοιπων – πλην Κατάρ – χωρών του Κόλπου.
Γιατί θα ήταν αναγκαίος ένας Τζιμπρίλ
Ένας άνθρωπος ο οποίος ίσως είχε την δυνατότητα να ενώσει τις δύο πλευρές έχασε τη δική του, προσωπική μάχη κατά του κορονοϊού στις 5 Απριλίου, στο Κάιρο: ήταν ο Μαχμούντ Τζιμπρίλ, ο πρώτος πρωθυπουργός της μετα-Καντάφι Λιβύης.
Η πιο εντυπωσιακή κληρονομιά του Τζιμπρίλ πιθανότατα ήταν η εκλογική του νίκη τον Ιούλιο του 2012, στην οποία ο συνασπισμός του, που κατά βάση συμπεριελάμβανε κοσμικές πολιτικές δυνάμεις, νίκησε εύκολα τα ισλαμιστικά κόμματα, δίνοντας έμφαση στον πατριωτισμό έναντι του θρησκευτικού φανατισμού.
Η πολιτική ιδιοφυΐα του Jibril έγκειτο στην ικανότητά του να κραδαίνει τη σημαία του Ισλάμ ενάντια στους ισλαμιστές, χωρίς να τους επιτρέπει να κραδαίνουν με τη σειρά τους το Κοράνι εναντίον του.
Μπορούσε δηλαδή να χρησιμοποιεί το ίδιο το Ισλάμ για να επιτεθεί στους ισλαμιστές, ισχυριζόμενος: “Ο λιβυκός λαός δεν έχει ανάγκη ούτε φιλελευθερισμό ούτε κοσμικότητα, ούτε προσποιήσεις στο όνομα του Ισλάμ, γιατί το Ισλάμ, αυτή η μεγάλη θρησκεία, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς. Το Ισλάμ είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτά τα πράγματα”.
Παρ’ όλες ωστόσο τις δεξιότητές του, ο Τζιμπρίλ δεν μπόρεσε να αποτρέψει το κατρακύλισμα της χώρας του προς νέες εμφύλιες συγκρούσεις. Δεν μπορούσε να πολεμήσει την αυξανόμενη δύναμη ανεξάρτητων πολιτοφυλακών και προσπάθησε απλώς να τις συγκρατήσει.
Ορισμένοι καταδίκασαν αυτή τη στρατηγική ως “πολιτική κατευνασμού”, ίσως όμως ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μηχανευτεί ένας ηγέτης, ειδικά καθώς η διεθνής κοινότητα, αφού έστρεψε τα μάτια της μακριά από τη Λιβύη μετά τον θάνατο του Καντάφι, απέτυχε να υποστηρίξει τον Τζιμπρίλ ακριβώς τη στιγμή που τη χρειαζόταν περισσότερο.
Καθώς η χώρα του κατέρρεε προς μια γενικευμένη εσωτερική σύρραξη, ο Τζιμπρίλ, ο οποίος δεν ήταν πολέμαρχος, εκδιώχθηκε από την πολιτική σκηνή και εξορίστηκε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο.
Η Λιβύη, διολισθαίνοντας προς μια διχοτόμηση μεταξύ Χαφτάρ και Σάρατζ, θα είχε σήμερα πραγματική ανάγκη ενός Τζιμπρίλ. Μόνο που κανένας τέτοιος άνθρωπος δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
πηγή:Capital.gr