Μια επιστημολογική ανάλυση των σύγχρονων παγκόσμιων κρίσεων
Γράφει ο δρ Δημήτρης Γκίκας
Πολλές από τις δυσκολίες στη σύγχρονη Επιστήμη προκύπτουν από το γεγονός ότι, ακόμα και εντός ενός κλάδου, οι επιστήμονες δεν μπορούν να διευκρινίσουν αν μιλούν για το ίδιο πρόβλημα ή αν εξηγούν την ίδια γνώμη (Νόιρατ). Παρότι αυτό είχε εντοπιστεί ως πρόβλημα μη ενοποιημένης «επιστημονικής γλώσσας», στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα έγκειται στα όρια της γνώσης μας. Είναι αδύνατο να γνωρίσουμε τα πάντα, τουλάχιστον στην εποχή που ζούμε.
Η επίγνωση αυτή αναγνωρίστηκε από πολλούς φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με την επιστημολογία. Ο Καρλ Πόπερ χαρακτήρισε την ιστορία της επιστήμης μια ατελείωτη αλληλουχία εικασιών, θέση που αναδεικνύει το μείζον πρόβλημα της επιστημονικής γνώσης και της επίκλησης της αυθεντίας που εδράζεται σ’ αυτήν. Παρά την εξέλιξη της επιστήμης στην εποχή μας, στην πραγματικότητα τα θεμελιώδη ερωτήματα που την αφορούν, δεν έχουν ακόμα λυθεί. Ως εκ τούτου, η μεγάλη ιδέα που διαθέτουν πολλοί επιστήμονες για την επιστήμη τους και τον εαυτό τους πηγάζει κυρίως από το γεγονός της ημιμάθειάς τους ως προς τις θεμελιώδεις αρχές της. Όσο μεγαλύτερη αυθεντία «πουλάνε», τόσο τραγικά περισσότερο απέχουν από την αλήθεια.
Η επιστημονική αυθεντία, άρα διαμόρφωσε ένα σημαντικό πρόβλημα: κατέστησε τον επιστήμονα αλαζόνα της γνώσης. Παρά, δε τα πολλαπλά επίπεδα εξειδικεύσεων που επικρατούν πλέον σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους, οι περισσότεροι επιστήμονες αντιλαμβάνονται, ψευδώς, ότι δικαιούνται να εκφέρουν θέση ακόμα και για θέματα εκτός του δικού τους επιστημονικού κλάδου. Συγχέουν, δηλαδή την άποψη για ένα ζήτημα που όλοι δικαιούνται να έχουν, πολύ περισσότερο αυτοί που είναι καλλιεργημένοι και έχουν σφαιρική ενημέρωση για τα καθημερινά θέματα, με την επιστημονική θέση για ένα ζήτημα που μόνο λίγοι μπορούν να διαθέτουν. Έτσι, βλέπουμε επιστήμονες να εισχωρούν και σ’ άλλους κλάδους ή να ερμηνεύουν άλλους κλάδους με κριτήρια της δικής τους επιστημονικής «γλώσσας» και αντίληψης. Πρόκειται για μια ψευδή αίσθηση ενοποίησης της επιστημονικής γλώσσας, η οποία, ως ζήτημα ανακινήθηκε από τον Κύκλο της Βιέννης στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ποτέ δεν επιτεύχθηκε. Όμως, φαίνεται ότι η επίδραση των ιδεών του Κύκλου της Βιέννης οδήγησε σ’ αυτή την αντίληψη, υπό την έννοια ότι θεωρείται ως πιθανή ή ως επισυμβαίνουσα μια δυνατότητα «πανεπιστημονικής» γνώσης, η οποία όμως, πέρα από το ότι δεν είναι αλήθεια, οδήγησε και στην αίσθηση μιας ψευδούς ανωτερότητας, ενός συχνά επιδεικνυόμενου επιστημονικού «ρατσισμού» και μιας αλαζονικής στάσης που συμπυκνώνεται στη φράση: Ξέρουμε πολύ καλά ένα πράγμα, άρα ξέρουμε τα πάντα.
Αυτή η ψευδεπίγραφη πανεπιστημοσύνη μπορεί να φτάσει να έχει πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Αυτό είναι ξεκάθαρο σε κρίσεις που, ενώ είναι εστιασμένες σε ένα πεδίο (π.χ. οικονομική ή υγειονομική κρίση), εύλογα επηρεάζουν και άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου καθώς κανένα επιστημονικό πεδίο δεν είναι στεγανοποιημένο. Ενώ, όμως θα περίμενε κάποιος να αντιμετωπίζονται οι κρίσεις σε ένα πολύ γενικό πλαίσιο και με την ουσιαστική συνδρομή πολλών επιστημόνων από διαφορετικά πεδία, αντιθέτως οι επιστήμονες που ασχολούνται συγκεκριμένα με το πεδίο στο οποίο αναφέρεται πρωτίστως η κρίση, θεωρούν εαυτούς ικανούς να διαχειριστούν το σύνολο της κρίσης. Το είδαμε αυτό στην περίοδο της οικονομικής κρίσης όπου οι οικονομολόγοι πρότειναν μέτρα που αφορούσαν σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ζωής, αντιμετωπίζοντας έτσι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ως οικονομικοκεντρική. Το βλέπουμε και στην περίπτωση της παρούσας υγειονομικής κρίσης του COVID – 19 όπου όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα εργαστηριακής εξέτασης και πειραμάτων. Το λάθος είναι ακριβώς το ίδιο θεμελιώδες.
Φιλόλογος, Μ.Α.,
Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας & Φιλοσοφίας της Τέχνης
Ακαδημαϊκός Διευθυντής στο “Ελληνικό Ίδρυμα Γνώσης και Πολιτισμού”
Σύμβουλος 1ης Κοινότητας Δήμου Καλλιθέας