Γενοκτονία των Ποντίων: Έκαψαν τα γυναικόπαιδα μέσα στην εκκλησία
Γράφει ο Παναγιώτης Σαββίδης
Ένα από τα δεκάδες ελληνικά χωριά του Πόντου που αφανίστηκαν από τη μανία των Τούρκων στην τελική φάση της Γενοκτονίας, είναι το Μπεϊαλάν (Beyalan) των Κοτυώρων, που μπήκε στο στόχαστρο του διαβόητου Τοπάλ Οσμάν στις αρχές του 1922.Από το 1919 ο Τοπάλ Οσμάν, που θεωρείται ο μεγαλύτερος δήμιος των Ελλήνων του Πόντου, είχε οριστεί από τον Μουσταφά Κεμάλ γενικός του αντιπρόσωπος στην περιοχή του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον ελληνικό πληθυσμό.
Στο έργο του «Νίκη χωρίς ρομφαία» (1975), ο αείμνηστος δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάββας Κανταρτζής, υπήρξε αδιάψευστος μάρτυρας της τραγωδίας του ποντιακού Ελληνισμού την περίοδο 1914 – 1921. Ο ίδιος μάλιστα, ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα, που χρησιμοποίησε στο έργο του τον χαρακτηρισμό «γενοκτονία» για τα εγκλήματα των Τούρκων στον Πόντο.
Ο Κανταρτζής, περιγράφει με τρόπο που συγκλονίζει το ολοκαύτωμα του χωριού Μπεϊαλάν, 50 χλμ Ν.Α. των Κοτυώρων, απ’ τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, που -κατά τη προσφιλή τακτική τους- έκαψαν τα γυναικόπαιδα μέσα στην εκκλησία ή σε σπίτια του χωριού. Μάρτυρες της τραγωδίας ήταν οι άνδρες του Μπεϊαλάν, που είχαν καταφύγει νωρίτερα και κρυφτεί σε γειτονικό δάσος, παρακολουθώντας από εκεί τη φρίκη και τον χαμό των αγαπημένων τους προσώπων.
16 Φεβρουαρίου 1922
Χαράματα, 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη. Μια εφιαλτική είδηση ότι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο Μπεϊαλάν, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα. Καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία. Αλλιώς απειλούσαν ότι θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους. Έτσι δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι Τσέτες όμως πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ΄ όπου μπορούσε να φύγει κανείς.
Μόλις έφτασαν τρέχοντας οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν πυροβολισμούς στο ψαχνό, από Τσέτες που παραμόνευαν. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Η πυρπόληση
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, έτρεμαν με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες, άλλες με τους γέρους γονείς κι άλλες με γριές ή άρρωστους, αγκαλιασμένες. Στοιβάχτηκαν με κτηνώδη τρόπο σαν πρόβατα σε σφαγή, μέσα σε δυο σπίτια. Μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές, θρήνους και κοπετούς.
Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς «ήρωες» του νεοτουρκικού εγκλήματος της Γενοκτονίας…
Και όταν ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες! Ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα και οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μιαν άγριας τραγικότητας «μουσική συναυλία». Που ξέσκιζε τον ουρανό κι αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της επιχείρησης των θλιβερών συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέτουρα (χαρτώματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια έγιναν πυροτέχνημα.
Ζώστηκαν, από μέσα και απ΄ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαύρο-κόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται …
Οι Πόντιες μητέρες, ξετρελαμένες, έσφιγγαν – αλαλάζοντας και τσιρίζοντας, με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους. Που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!».
Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους κραύγαζαν. Αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια. Καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους και άρχισαν να γλείφουν το κορμί οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες, πάνω στον πόνο, τη φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα. Προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στη φωτιά. Οι Τσέτες, που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους…
Τις πυροβόλησαν και τις σκότωσαν
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ώσπου μπορούν να φτάνουν κραυγές. Ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ώσπου μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα…
Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά. Οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά. Τα οποία κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν.
Συνολικά από 13 τόμους αποτελούνται τ’ απομνημονεύματα του αείμνηστου Σάββα Κανταρτζή, που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών (1923) εγκαταστάθηκε στην Πιερία.
Τρεις από τους τόμους είναι αφιερωμένοι στη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Ο Κανταρτζής περιγράφει με ζωντάνια τα πρώτα του γράμματα στο ελληνικό σχολείο των Κοτυώρων, στην Ψωμιάδειο Σχολή, τα πρώτα μηνύματα αλλαγής της οθωμανικής πολιτικής, την εξορία στον Καύκασο για να να αποφύγει τα αντίποινα των Τούρκων, τις θηριωδίες του Τοπάλ Οσμάν και του Μουσταφά Κεμάλ.
πηγή: Πρώτο Θέμα