Ο πόλεμος του 5G: Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει
Το ξέσπασμα και η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού πυροδότησαν ανησυχίες ανά τον κόσμο σχετικά με την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη που εμπνέει η κινεζική κυβέρνηση – και αυτό είναι κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη. Όπως υποδηλώνουν εξάλλου και τα αποδεικτικά στοιχεία που συνεχώς αυξάνονται, ακόμη κι όταν το Πεκίνο και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έμαθαν πόσο θανατηφόρα ήταν η αρχική επιδημία, επέτρεψαν στους Κινέζους πολίτες να ταξιδέψουν και να μεταδώσουν τον ιό σε άλλες χώρες. Δεδομένου αυτού όλοι θα πρέπει να εξετάσουν πλέον τους κινδύνους που απορρέουν από τη συνεργασία τους με την Κίνα – καθώς και με τις εταιρείας που αποτελούν “εργαλεία” για την υλοποίηση των επιδιώξεων του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας.
Σε αυτές περιλαμβάνεται και ο γίγαντας των τηλεπικοινωνιών Huawei. Εν μέσω, λοιπόν, της προσπάθειας που καταβάλλει η Huawei για να κυριαρχήσει στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών με το 5G -έχοντας ήδη συνάψει συνεργασίες με 90 και πλέον χώρες- το ξέσπασμα της πανδημίας απειλεί να καταστρέψει τις δημόσιες σχέσεις του κινεζικού κολοσσού.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Huawei, Ρεν Ζενγκφέι, ωστόσο, δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους. Συνειδητοποιώντας ότι το μέλλον της 5G αυτοκρατορίας της Huawei διακυβεύεται, επιδόθηκε σε μια επιθετική εκστρατεία “γοητείας” για να καθησυχάσει τους δυτικούς συνεργάτες του. Η Huawei δώρισε μεγάλες ποσότητες ιατρικού εξοπλισμού σε χώρες που είναι κρίσιμες για την 5G στρατηγική της, συμπεριλαμβανομένων 6 εκατ. μασκών στον Καναδά (αν και η Ισπανία, η Τουρκία και η Ολλανδία -με την τελευταία να αποτελεί μία από τις χώρες-παραλήπτες της γενναιοδωρίας του Ρεν- παραπονέθηκαν ότι ο ιατρικός εξοπλισμός που έλαβαν από την Κίνα ήταν ελαττωματικός).
Πλέον, όμως, η επιθετική εκστρατεία “γοητείας” έχει τελειώσει. Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, ήδη από τον Φεβρουάριο ο Ρεν είχε ενημερώσει τους υπαλλήλους του ότι “η εταιρεία έχει εισέλθει σε περίοδο πολέμου”. Τους παρότρυνε “να σαρώσουν τα πάντα στο διάβα τους, σκοτώνοντας και αφήνοντας πίσω τους ένα ποτάμι αίματος” (αυτή τη γλώσσα φέρεται να χρησιμοποίησε ο Ρεν σύμφωνα με δύο υπαλλήλους της Huawei).
Με ποιον βρίσκεται σε “πόλεμο” η Huawei; Μα φυσικά με την κυβέρνηση των ΗΠΑ και τον ίδιο τον Τραμπ, που προσπαθεί να προειδοποιήσει τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, και όχι μόνο, για τους κινδύνους που ενέχει η επίδειξη εμπιστοσύνης στην Huawei για τη διαμόρφωση των μελλοντικών τους δικτύων 5G, δεδομένων των ισχυρισμών για εμπλοκή της εταιρείας σε κυβερνοκλοπές αλλά και των υποτιθέμενων ισχυρών δεσμών της με τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες της Κίνας.
Αφού, λοιπόν, η Huawei “βλέπει” τον αγώνα για επικράτηση στο 5G ως πόλεμο, πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε το ίδιο. Διότι, όποιος κυριαρχήσει στο 5G, θα κυριαρχήσει και στον κόσμο.
Επί του παρόντος, το κύριο πεδίο μάχης είναι η Ευρώπη. Όπως περιέγραψα σε προηγούμενο άρθρο μου, η “μάχη” των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών είναι πιο έντονη στη Βρετανία, όπου η προσωπική εμπειρία του Μπόρις Τζόνσον από τη νόσο την οποία απέκρυψε το Πεκίνο από τον υπόλοιπο πλανήτη, έχει κάνει τον Βρετανό πρωθυπουργό επιφυλακτικό στο ενδεχόμενο να εναποθέσει το μέλλον της χώρας του και τα δίκτυα 5G σε μία από τις αγαπημένες εταιρείες του Κινέζου προέδρου Σι.
Ωστόσο, η επιδίωξη της κυβέρνησης Τραμπ να συνταχθούν στο πλάι της οι άλλες δυτικές χώρες όσον αφορά την απαγόρευση χρήσης τεχνολογίας της Huawei, για ένα απεξαρτημένο από τη Huawei 5G, αποδυναμώνεται. Φυσικά, ο κορονοϊός έχει βλάψει τη φήμη της Κίνας, ταυτόχρονα κι αυτήν της Huawei. Όμως, το Πεκίνο και ο Ρεν ελπίζουν ότι η πανδημία έχει προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στη φήμη των ΗΠΑ. Το παρατεταμένο οικονομικό lockdown στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε συνδυασμό με τις διαδηλώσεις και τις ταραχές που πυροδότησε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, δίνουν στους Ευρωπαίους την εικόνα μιας Αμερικής που βρίσκεται σε χάος. Ως εκ τούτου, ο Ρεν θα μπορούσε να ρωτήσει τους δυνητικούς πελάτες του, ποιος θα ήταν καλύτερος εταίρος και οδηγός για το μέλλον τους: οι ΗΠΑ ή η Κίνα;
Η Γερμανία, από ό,τι φαίνεται, έχει κάνει την επιλογή της. Η “ζεστή” σχέση που έχει η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ με το Πεκίνο (εν αντιθέσει με τις “ψυχρές” σχέσεις της με τον Τραμπ) αντικατοπτρίζεται και στη σχέση της Deutsche Bank με τη Huawei. Το ίδιο ισχύει και για την Ιταλία. Όμως, και άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και ο Καναδάς, ακόμη αμφιταλαντεύονται. Αν δεν “απαντήσουμε” λοιπόν στην αποτελεσματική “κήρυξη πολέμου” της Huawei, τότε η προσπάθεια των ΗΠΑ να ηγηθούν του 5G θα καταλήξει να μοιάζει περισσότερο με την “Επιδρομή της Διέππης” (σ.σ. αναφορά στην αιματηρή μάχη που σημειώθηκε στην ομώνυμη πόλη της Νορμανδίας στην οποία προσπάθησαν να αποβιβαστούν συμμαχικές δυνάμεις το 1942, αλλά στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία) παρά με την “Απόβαση στη Νορμανδία” (σ.σ. που έκρινε την τύχη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).
Προς ώρας, οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν έναν Ρεν, ούτε έναν Πάτον ή ΜακΆρθουρ, για να ηγηθεί της εκστρατείας τους στο 5G. Οι αξιωματούχοι που επιβλέπουν επί του παρόντος την τηλεπικοινωνιακή πολιτική των ΗΠΑ κάνουν βέβαια ό,τι μπορούν. Όμως, για να επικοινωνηθεί σωστά η “αντι-Huawei” 5G εκστρατεία απαιτείται απόλυτη κατανόηση τόσο της τεχνολογίας όσο και των γεωπολιτικών θεμάτων. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να προωθήσουμε πειστικά τον στόχο των ΗΠΑ στο επιφυλακτικό ακροατήριο της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, και φυσικά στη Λατινική Αμερική όπου η αυξανόμενη επιρροή της Huawei αποτελεί τη πιο ξεκάθαρη “επίθεση” που έχει δεχθεί το “Δόγμα Μονρόε” από τότε που η Σοβιετική Ένωση ανέπτυξε πυρηνικά όπλα στην Κούβα.
Η αναφορά του Ρεν Ζενγκφέι σε “ποτάμι αίματος” δεν ήταν προφανώς κυριολεκτική: αλλά δείχνει ότι έχει συνειδητοποιήσει πως οποίος κυριαρχήσει στο 5G θα κυριαρχήσει και στον 21ο αιώνα.
Εμείς το έχουμε συνειδητοποιήσει;
πηγή:Capital.gr