Ζυμώσεις για συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Τουρκίας
Του Κώστα Ράπτη
Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Νοτίου Καρολίνας Λίντσεϊ Γκράχαμ αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους πολιτικούς άνδρες στον Λόφο του Καπιτωλίου στη Ουάσιγκτον. Αποτελεί επίσης σύμμαχο, έστω και αν δεν είναι πάντοτε δεδομένος, του προέδρου Τραμπ, με τον οποίο είχε αναμετρηθεί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Τα όσα είπε την Τετάρτη σε διαδικτυακή εκδήλωση του Turkey-U.S. Business Council είναι ενδεικτικά των προσδοκιών που εξακολουθεί να τρέφει για τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις σημαντική μερίδα του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ, παρά την εχθρότητα που καλλιεργούν έναντι της Άγκυρας κυρίως όσοι επηρεάζονται περισσότερο από το σαουδαραβικό και το φιλο-ισραηλινό λόμπι.
Ακριβέστερα, ο Γκράχαμ πρότεινε τη σύναψη μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, η οποία, όπως είπε, θα “αγκυρώσει” τις διμερείς σχέσεις. Το ζήτημα, τόνισε, δεν είναι απλώς να επιδιώξουν οι δύο χώρες να αυξήσουν τον όγκο των συναλλαγών τους στα 100 δισ. δολάρια (όπως έχει ειπωθεί κατά τις συναντήσεις Τραμπ και Ερντογάν), αλλά να ενσωματώσουν τις οικονομίες τους.
Τα οφέλη που βλέπει ο επικεφαλής της Επιτροπής Δικαιοσύνης της ομοσπονδιακής Γερουσίας των ΗΠΑ από μία τέτοια συμφωνία πηγαίνουν πολύ μακριά.
“Αν υπάρξει μια ενσωμάτωση των δύο οικονομιών, θα είναι περισσότερο αποτελεσματικός ο [αμερικανο=τουρκικός] συνεταιρισμός στην Αφρική” πρόσθεσε ο Γκράχαμ, υπογραμμίζοντας: “Τίποτε δεν θα με ικανοποιούσε περισσότερο από μία σύμπραξη με την Τουρκία, ώστε να δοθούν στην αφρικανική ήπειρο εναλλακτικές προς τα κινεζικά προϊόντα και την κινεζική επιρροή”.
Όπως εξήγησε, στο φόντο της πανδημίας του κορονοϊού, υπάρχει “εντεινόμενη επιθυμία” στις ΗΠΑ για να παρακαμφθεί η “κυριαρχία της Κίνας σε πολλαπλές εφοδιαστικές αλυσίδες”. Και η Τουρκία είναι κατάλληλα τοποθετημένη, ώστε να αντισταθμίσει την αμερικανική εξάρτηση από την Κίνα, καθώς μπορεί να προσφέρει προϊόντα υψηλότερης ποιότητας σε ανταγωνιστικές τιμές. “Θα περιέγραφα το πλεονέκτημα της Τουρκίας ως εξής: έχει μια οικονομία που διέπεται από το κράτος δικαίου και λαό με πολλά ταλέντα – και συμφέρει περισσότερο να παραγάγει κανείς ένα προϊόν στην Τουρκία παρά σε πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης. Μοιάζει να έχετε επεξεργασμένες δυνατότητες αλλά σε χαμηλό κόστος, που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την Κίνα” υποστήριξε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής.
Για μία Τουρκία, η οποία βλέπει την ευρωπαϊκή της προοπτική να έχει ουσιαστικά ακυρωθεί, τέτοιες διαπιστώσεις ηχούν ως μουσική.
Με άλλα λόγια, ο νέος Ψυχρός Πόλεμος με το Πεκίνο αναδεικνύει στα μάτια των προσκείμενων στην κυβέρνηση Τραμπ τον ρόλο της Τουρκίας, τουλάχιστον όσο και ο παλαιότερος Ψυχρός Πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση. Όμως πλέον, η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν έχει τη δυνατότητα να μιλά από τη θέση που της προσφέρει αφενός η μεταποιητική της βάση και αφετέρου το δίκτυο επιρροής που σε ανύποπτο χρόνο έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει σε φαινομενικά εξωτικές πλευρές του κόσμου, λ.χ. με την πύκνωση των δρομολογίων των τουρκικών αερογραμμών σε όλη τη Μαύρη Ήπειρο, το άνοιγμα πρεσβειών σε κάθε αφρικανική πρωτεύουσα, τη σύναψη οικονομικών συμφωνιών, κ.ο.κ. Με αυτή την έννοια, και η λιβυκή περιπέτεια του Ταγίπ Ερντογάν αποκτά βαθύτερο νόημα.
Όμως η προσφορά του Γκράχαμ συνοδεύεται από όρους. Όπως εξήγησε στην εκδήλωση του Turkey-U.S. Business Council, οι ΗΠΑ και οι Τουρκία θα πρέπει να ξεπεράσουν δύο σοβαρά εμπόδια στη σχέση τους. Το πρώτο αφορά την προμήθεια ρωσικών συστημάτων S-400 για την οποία η αμερικανική πλευρά απάντησε αποβάλλοντας την Τουρκία από τη συμπαραγωγή των μαχητικών F-35. Το δεύτερο έχει να κάνει με “την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία” όπως την αποκάλεσε ο γερουσιαστής.
Ο Γκράχαμ αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει ανάγκη από μία “ζώνη προστασίας” στα νότια σύνορά της, αλλά υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ “δεν θα εγκαταλείψουν τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις”, δηλ. τους Κούρδους μαχητές και τους συμμάχους τους.
“Πρέπει να ξεδιαλύνουμε τις διαφορές μας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος” ανέφερε χαρακτηριστικά.