Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος και η συμβολή του Βασιλικού Ναυτικού (Ιούνιος – Ιούλιος 1913)

Map of the Second Balkan War
Γράφει ο Παναγιώτης Γέροντας
Ιστορικός
Οι συμφωνίες του Λονδίνου, με τις οποίες τερματιζόταν ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, προέβλεπαν ως οριοθετική γραμμή μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη γραμμή που ξεκινά από τον Αίνο στο Αιγαίο και καταλήγει στη Μηδεία στον Εύξεινο Πόντο. Όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής αυτής, εκτός από την Αλβανία, θα κατανέμονταν στους νικητές κατόπιν μεταξύ τους συμφωνιών. Η μυστική συμφωνία μεταξύ της Σερβίας και της Βουλγαρίας που είχε προηγηθεί της εισόδου της Ελλάδας στη συμμαχία, προέβλεπε ότι σε περίπτωση ήττας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Σερβία θα προσαρτούσε τα υπό σερβική επιρροή μακεδονικά εδάφη και η Βουλγαρία τα υπόλοιπα.
Από τη στιγμή όμως που η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο και συνείσφερε στρατιωτικά και ναυτικά, η συνθήκη αυτή κατέρρεε, και η νέα διανομή των εδαφών έπρεπε να γίνει από την αρχή. Αναγκαστικά ένα σημαντικό κριτήριο θα ήταν η εθνολογική σύσταση των υπό διεκδίκηση περιοχών. Η ηγεσία όμως την Βουλγαρίας δεν ήταν ἐπ’ οὐδενί πρόθυμη να υποχωρήσει στις διεκδικήσεις της. Ήδη, πριν λήξουν οι εχθροπραξίες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, οι Βούλγαροι κινήθηκαν για να καταλάβουν εδάφη που κατείχαν οι ελληνικές δυνάμεις.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, ενδιαφερόμενη για τις περιοχές ανατολικά του Στρυμόνα που κατοικούνται από ελληνικούς πληθυσμούς, απέστειλε από τη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1912) απόσπασμα Ιππικού, το οποίο κατέλαβε την παραθαλάσσια κωμόπολη των Ελευθέρων. Οι Βούλγαροι προώθησαν τμήματα από το Πράβι προς τις Ελευθερές, με αποτέλεσμα να αρχίσουν μικροσυμπλοκές των ακόμη συμμάχων.
Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία είχε, εν τω μεταξύ, προωθήσει όλη την 7η Μεραρχία στη περιοχή του Παγγαίου και αυτή πρόταξε στις Ελευθερές μία Διλοχία Πεζικού. Στις 26 Απριλίου, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν κατά της Διλοχίας, η οποία αμύνθηκε και προς υποστήριξή της ένα Σύνταγμα επιτέθηκε κατά των Βουλγάρων στο Πράβι. Μετά από αυτό, επήλθε συμφωνία και οι εχθροπραξίες κατέπαυσαν. Μετά την πτώση της Ανδριανούπολης, οι βουλγαρικές δυνάμεις ενισχύθηκαν στο Πράβι με μια Ταξιαρχία και τρεις πεδινές πυροβολαρχίες. Στις 9 Μαϊου, διενήργησαν εκτεταμένες επιθέσεις από Σερρών μέχρι Ελευθερών, με αποτέλεσμα η 7η Μεραρχία να υποχωρήσει προς τον Στρυμόνα αφήνοντας δυνάμεις στο Παγγαίο, στην Αμφίπολη και στις Ελευθερές. Ενώ συνέβαιναν αυτά, διετάχθη ο Ελληνικός Στόλος να περιπολεί φανερά και επιδεικτικά την περιοχή μεταξύ Δεδεαγάτς και Καβάλας. Μετά τη γενική βουλγαρική επίθεση ο Στόλος κατέπλευσε στο κόλπο του Στρυμόνος και προ των Ελευθερών. Η παρουσία των θωρηκτών έριξε στο ναδίρ το ηθικό των Βουλγάρων. Όλα αυτά συνέβησαν προ της κηρύξεως του πολέμου.
Στις 29 Ιουνίου, το θωρηκτό Ψαρά δέχθηκε πυρά από τα επάκτια πυροβολεία, τα οποία είχαν εγκαταστήσει οι Βούλγαροι στο Δεδεαγάτς και στην γύρω περιοχή (όπως και στην Καβάλα), αλλά το ελληνικό θωρηκτό απέφυγε να απαντήσει για να μην προξενήσει θύματα επί του άμαχου πληθυσμού. Και στην Καβάλα και στο Δεδεαγάτς, οι Βούλγαροι είχαν ποντίσει νάρκες, οι οποίες αλιεύτηκαν από πλοία του Ελληνικού Στόλου. Την 11η Ιουλίου, ο Ελληνικός Στόλος κατέλαβε την εκκενωμένη από τους Βουλγάρους πόλη.
Το 29ο Αποβατικό Σύνταγμα (Το Ναυτικόν Σύνταγμα)
Στα τέλη Μάϊου του 1913, ο Αρχηγός του Στόλου Παύλος Κουντουριώτης διέταξε τη συγκρότηση ενός ναυτικού συντάγματος για να συνδράμει στις επιχειρήσεις του Στρατού Ξηράς δεδομένου ότι μετά την αποφασιστική νίκη επί του Οθωμανικού Στόλου δεν υπήρχε τακτικός αντίπαλος. Το 29ο Πεζικό Σύνταγμα ή όπως είθισται να αποκαλείται Ναυτικό Σύνταγμα, υπό τον αντιπλοίαρχο Τυπάλδο, συγκροτήθηκε από ναύτες των πληρωμάτων του Στόλου, έφεδρους αξιωματικούς και άνδρες των πυροβολείων της Καστέλας και της Ψυττάλειας.
Με τη συγκρότησή του, άρχισε άμεσα η εκπαίδευσή των ανδρών του, εντούτοις οι ανάγκες του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα την διακοπή της εκπαίδευσης και να αναχωρήσει άμεσα για τη Θεσσαλονίκη, στην οποία και αποβιβάστηκε στις 12 Ιουνίου 1913. Στη Θεσσαλονίκη, το Ναυτικό Σύνταγμα είχε αναλάβει την διακριτική παρακολούθηση του βουλγαρικού στρατηγείου, ενώ στις 15 του ίδιου μήνα μεταφέρθηκε στα βόρεια της πόλης με αντικειμενικό σκοπό την παρεμπόδιση διαφυγής των βουλγαρικών στρατευμάτων.
Με την έναρξη του Β ΄Βαλκανικού Πολέμου, ανατέθηκε στο Ναυτικό Σύνταγμα η περισυλλογή των νεκρών της νικηφόρας για τον Ελληνικό Στρατό, μάχης του Κιλκίς – Λαχανά. Στις 22 Ιουνίου 1913, το Ι Τάγμα του Συντάγματος διετάχθη να μετακινηθεί προς τη Γευγελή υπό τις διαταγές του διοικητή του 28ου ΣΠ αντισυνταγματάρχη Αθανάσιου Ζέρβα εξαιτίας της ισχυρής βουλγαρικής στρατιωτικής παρουσίας. Με βάση τον στρατηγικό σχεδιασμό, οι πεζοναύτες θα βρίσκονταν στην αριστερή πτέρυγα της ελληνικής και σερβικής παράταξης και θα λάμβαναν μέρος στην εξελισσόμενη μάχη. Στις 23 Ιουνίου, το Ι Τάγμα έφτασε στη Γευγελή, όπου κατέλαβε αμυντικές θέσεις απέναντι από τους Βουλγάρους (300 μέτρα περίπου), οι οποίοι διέθεταν καλύτερα οχυρωμένες θέσεις και δύο πυροβόλα των 75 χιλιοστών. Για δύο ώρες, οι πεζοναύτες απέκρουαν επιθέσεις των Βουλγάρων υφιστάμενοι βαριές απώλειες (16 νεκροί και πολλοί τραυματίες).
Στις 11.00’ π.μ. της ίδιας μέρας, εισήλθε στη μάχη και το Ι Τάγμα του 28ου ΣΠ , ενώ στις 15.00 έφτασε μία ακόμη διλοχία πεζοναυτών, η οποία προοριζόταν για την υπεράσπιση της Γουμένισσας. Στις 18.00’, οι ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση και ανάγκασαν τους Βουλγάρους σε υποχώρηση. Κατόπιν αιτήματος του διοικητή του 28ου ΣΠ, τη νύχτα της 23/24 Ιουνίου εστάλησαν σιδηροδρομικώς οι 7ος και 8ος Λόχος του ΙΙ Τάγματος του Ναυτικού Συντάγματος. Το Σύνταγμα με αυτή τη σύνθεση σε συνεργασία με το Ι Τάγμα του 28ου ΣΠ διενήργησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
Από το ΙΙ Τάγμα του Ναυτικού Συντάγματος, οι 5ος και 6ος Λόχος διετέθησαν για την εκκαθάριση και φύλαξη της σιδηροδρομικής γραμμής Κιλινδίρ (Χέρσος) – Καρασούλι (Πολύκαστρο), μιας πολύ σημαντικής γραμμής για τον ανεφοδιασμό και την μεταφορά των ελληνικών δυνάμεων. Παράλληλα, μια διλοχία του Ναυτικού Συντάγματος υπό τις διαταγές του ανθυποπλοιάρχου Στυλιανού Καστάλη εστάλη για τη φύλαξη της γέφυρας Βαρβαρόφτσας στον Αξιό ποταμό, νότια της Γευγελής.
Την 1η Ιουλίου, το Ναυτικό Σύνταγμα διατάχθηκε να παραδώσει τη Γευγελή στις σερβικές δυνάμεις και κατόπιν, να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 6 Ιουλίου, επιβιβάστηκε στο οπλιταγωγό Ουρανία με προορισμό την Καβάλα, όπου και έφθασε στις 11.00’ της 7ης Ιουλίου. Την επόμενη μέρα, ο ανθυποπλοίαρχος Γεώργιος Μεζεβίρης διετάχθη να συνοδεύσει εφοδιοπομπή με πυρομαχικά μέχρι το Νευροκόπι Δράμας για την ενίσχυση της VII Μεραρχίας, ενώ στις 9 Ιουλίου, ο 5ος Λόχος του Ναυτικού Συντάγματος παρέλαβε τη φρουρά της Καβάλας.
Στις 10 Ιουλίου, οι 4ος και 6ος Λόχοι του ΙΙ Τάγματος υπό τις διαταγές του πλωτάρχη Νικολάου Αθανασίου εστάλησαν προς ενίσχυση της VIII Μεραρχίας, που μαχόταν βορειότερα. Κατά την πορεία τους προς τη Δράμα έλαβαν εντολή από τον αρχηγό του Στόλου, ναύαρχο Κουντουριώτη, να επιστρέψουν 200 άνδρες από αυτούς και να μεταφερθούν στο Δεδεαγάτς. Με την VIII Μεραρχία ενώθηκε μόνο ο 4ος Λόχος του Ναυτικού Συντάγματος.
Το πρωί της 13ης Ιουλίου, το εν λόγω τμήμα του Ναυτικού Συντάγματος επιβιβάστηκε στο οπλιταγωγό Μυκάλη με κατεύθυνση το Δεδεαγάτς, στο οποίο έφθασε αυθημερόν. Στον διοικητή του Ναυτικού Συντάγματος ανατέθηκαν καθήκοντα Γενικού Διοικητή των περιοχών της Θράκης, που είχαν απελευθερωθεί.
Με ορμητήριο το Δεδεαγάτς, οι πεζοναύτες κατέλαβαν τα χωριά Ρουμτζούκην (Δορίσκος), Φερετζίν (Φέρες), Πασπατζίκι και Καβατζίκ (Λευκάδι) και τα βουλγαρικά χωριά Τουλμπάκιοϊ και Μπαλούκιοϊ (Πυλαία). Στις 28 Ιουλίου, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τα ελληνικά σύνορα έφτασαν μέχρι τον Νέστο, ενώ η Βουλγαρία διατήρησε την Δυτική Θράκη. Στις 7 Αυγούστου, άρχισε η επιβίβαση του Ναυτικού Συντάγματος στα μεταγωγικά Λεωνίδας και Ἑλένη, η οποία ολοκληρώθηκε στις 9 Αυγούστου, οπότε και ξεκίνησε ο απόπλους προς τη Θεσσαλονίκη, όπου έφθασαν την επόμενη μέρα. Στο Δεδεαγάτς, παρέμεινε μόνο ένας λόχος του Ναυτικού Συντάγματος για την τήρηση της τάξης.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, την πόλη Δεδεαγάτς παρέλαβαν βουλγαρικές δυνάμεις προς εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Βουκουρεστίου. Στη Θεσσαλονίκη, το Ναυτικό Σύνταγμα παρέμεινε μέχρι και τις 23 Αυγούστου. Στις 24 Αυγούστου, επιβιβάστηκε στα επίτακτα Άσσος και Αθηνά με προορισμό τον Πειραιά, όπου και έφθασε στις 26 Αυγούστου.
Πώς αντιμετώπισε ο ντόπιος πληθυσμός την ελληνική διοίκηση Θράκης
Οι διαθέσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής ήταν σαφώς υπέρ της ελληνικής κατοχής καθ’ όσον οι ενέργειες των Βουλγάρων στράφηκαν και εναντίον τους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ευχαριστήριο τηλεγράφημα του «Μουφτή Γκιουμουλτζίνης» Μεχμέτ Αρίφ για την απόδοση των μουσουλμανικών τεμένων και πάλι στους μουσουλμάνους . Είναι πολύ ενδεικτικά τα ακόλουθα λόγια: « Προς σε Μεγαλειότατε, τον φιλοδίκαιον και κραταιόν βασιλέα και προς τον ένδοξον στρατόν σου, όστις τη θεία αρωγή […]εφώτισε την πολυπαθή χώραν μας με το φως της πατρικής προστασίας και δικαιοσύνης, αφού πρώτον εκαθάρισε τον ορίζοντα […] της ερεβώδους ομίχλης […] απομακρύνας εκ των χωρών τούτων την βουλγαρικήν κατάκτησιν και την επί οκτώ μήνας διαρκέσασαν τυραννίαν και απανθρωπίαν αυτής…».
Επίσης χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα διαμαρτυρίας για την επικείμενη βουλγαρική κατάκτηση της πόλης, προς τους βασιλείς της Μ. Βρετανίας, της Ιταλίας, τους αυτοκράτορες της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας και προς τον πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας, το οποίο υπογράφουν εξ ονόματος της ελληνικής κοινότητας ο πρωθιερέας Παπακυπριανός και εξ ονόματος της μουσουλμανικής ο μουφτής Μεχμέτ Αρίφ. Αφού περιγράφεται η τυραννική βουλγαρική εξουσία, η οποία καταδιώκει τους αλλογενείς πληθυσμούς καταλήγει: «Αποκρούομεν πάση δυνάμει μετ’ αγανακτήσεως, την επάνοδον ενταύθα της βουλγαρικής εξουσίας, παρακαλούντες την Υμ. Μεγαλειότητα και την κυβέρνησιν Αυτής, όπως υπερασπισθώσι τα ανθρώπινα δίκαια.»
Στη πρώτη φωτογραφία εικονίζεται ο πρώτος διοικητής της ελεύθερης Καβάλας, αντιπλοίαρχος Αντώνιος Κριεζής, διακηρύσσει την απελευθέρωση της πόλης και υψώνει την Ελληνική Σημαία στο Διοικητήριο. Καβάλα, 27/6/1913. (Φωτογραφία αγνώστου. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας). Στην δεύτερη ο μετέπειτα ναύαρχος και Αρχηγός ΓΕΝ Γρηγόριος Μεζεβίρης ως έφιππος Ανθυποπλοίαρχος με στρατιωτική στολή κατά τη διάρκεια των μαχών κατά των Βουλγάρων (Αρχείο Μεζεβίρη).
About Post Author





