Λόγοι που δεν θα επιτύχει η κλιμάκωση και ο ρόλος της χρήσης βίας
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Ένας εξαναγκασμός, όταν θέλει να επηρεάσει τον άλλο δρώντα, πρέπει να έχει μια στρατηγική για κλιμάκωση σε περίπτωση αποτυχίας των αρχικών προσπαθειών του. Πρέπει ο εξαναγκαστής, να αισθάνεται σίγουρος ότι διαθέτει ό, τι οι θεωρητικοί αποκαλούν “κυριαρχία κλιμάκωσης”. Αυτό που θεωρούμε ως την ικανότητα να αυξήσουμε το απειλούμενο κόστος για τον αντίπαλο, αρνούμενοι να του δώσουμε την ευκαιρία να αρνηθεί τα έξοδα ή να αντισταθεί. Προσθέτω ότι, μέσω των αντιλήψεων των παρασκηνιακών διπλωματικών ενεργειών ο εξαναγκασμός μπορεί να επιτύχει την κυριαρχία κλιμάκωσης που επιτρέπει στις στρατηγικές εξαναγκασμού να επιτύχουν. Δηλαδή, απαιτεί μια υπεροχή που είναι συναφής με κάθε μορφή πιθανής κλιμάκωσης ανεξάρτητα από το πού ο αντίπαλος επιλέγει να αυξήσει την πίεση. Είναι δηλαδή υποχρέωση του εξαναγκαστή να είναι πάντοτε σε θέση να συντρίψει τον αντίπαλο σε αυτή την περιοχή.
Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε, σε αυτήν την ελληνοτουρκική κρίση, είναι ότι η κυριαρχία κλιμάκωσης δεν είναι απλώς θέμα καλύτερης τεχνολογίας ή περισσότερων πόρων. Ο πόλεμος είναι ένας ανταγωνισμός των επιδιώξεων, ένας αγώνας των ανθρωπίνων και υλικών πόρων. Μόλις ο ένας δρώντας έχει εισέλθει σε καταναγκαστική δραστηριότητα, πρέπει να είναι διατεθειμένος να προχωρήσει, αντισταθμίζοντας την αντίσταση του αντιπάλου τόσο στην αποφασιστικότητα όσο και στην ικανότητα των ενόπλων του δυνάμεων. Και πάλι, αυτό απαιτεί ο ασκών πίεση να έχει ολοκληρωμένη εικόνα όχι μόνο για τη δέσμευσή του σε ένα στοίχημα, αλλά και για τον αντίπαλό του. Τέλος. μπορεί αυτός που εξαναγκάζεται να ακολουθήσει την κλιμάκωση περισσότερο από ό, τι θα είχε προβλέψει ή προτιμούσε ο εξαναγκαστής. Κάτι το οποίο συμβαίνει σήμερα στο επιχειρησιακό επίπεδο του ζωτικού μας θαλασσίου χώρου, και σε πολιτικο-στρατηγικό επίπεδο με την διακηρυγμένη πολιτική βούληση να μην επιτρέψουμε στην Τουρκία να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Στην παρούσα φάση οι περισσότεροι σκέφτονται τη σύγκρουση ως το αποκορύφωμα της κλίμακας κλιμάκωσης, και αυτό είναι σίγουρα αλήθεια. Όμως, οι τουρκικές διαθέσεις θα πρέπει επίσης να έχουν τη διεθνή νομιμοποίηση και μάλιστα από την ισχυρή ηγέτιδα δύναμη της συμμαχίας, τις ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα στοιχήματα σε έναν ανταγωνισμό μπορεί να είναι πολύ σημαντικά, αλλά ίσως δεν είναι αρκετά σημαντικά ώστε ο καταναγκασμός να εξετάσει με αξιοπιστία τη διάθεση των υπολοίπων δρώντων. Εάν ένας δρώντας επιθυμεί να έχει κυριαρχία στην κλιμάκωση, σημαντικό είναι να διαθέτει τη διεθνή νομιμοποίηση.
Οι ένοπλες δυνάμεις είναι ένα ισχυρό, πράγματι απαραίτητο, εργαλείο στο κιβώτιο εργαλείων μιας δύναμης. Παρόλο που ούτε ο εξαναγκασμός ούτε η βίαιη δύναμη είναι ποτέ τα εχέγγυα, όταν η καταναγκαστική μόχλευση φαίνεται να αποτυγχάνει, και η απειλή ενός ανταποδοτικού κτυπήματος είναι μερικές φορές αρκετή για να τον πείσει ότι το παιχνίδι δεν αξίζει πλέον να συνεχιστεί. Και αν ένα κράτος με ισχυρό στρατό (και επαρκείς πόρους για να το διατηρήσει με την πάροδο του χρόνου) είναι απλά αποφασισμένο να κερδίσει το ποντάρισμα, ανεξάρτητα από το κόστος, έχει την επιλογή να μεταβεί στη χρήση βίας. Όμως, για να προβεί σε αυτή την ενέργεια πρέπει να διαθέτει και να είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει εξελιγμένες μορφές δύναμης και σπατάλη υπερβολικών οικονομικών πόρων, τα οποία σήμερα η Τουρκία δεν διαθέτει.
Για όλους αυτούς τους λόγους, εάν η Τουρκία σκέπτεται τη χρήση της ωμής βίας πρέπει να είναι έτοιμη να δεσμευτεί για τη δυνατότητα γενικευμένου πολέμου που θα διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι αντίπαλοι τα γνωρίζουν όλα αυτά και θα εργαστούν σκληρά για να καθορίσουν εάν μια απειλή ωμής βίας γίνεται πραγματικά και αξιόπιστα. Έτσι, όσοι θα αναπτύξουν στρατεύματα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό και πρέπει να είναι αδίστακτα ρεαλιστικό σχετικά με τις απαιτήσεις και το κόστος μιας τέτοιας δέσμευσης.
Το να πεισθεί ο Ερντογάν και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων να εξετάσουν πλήρως αυτούς τους κινδύνους και να κάνουν κρίσιμους υπολογισμούς μάλλον φαίνεται δύσκολο. Επιδιώκουν γενικά να αποφύγουν να αναγνωρίσουν το δυνητικό κόστος της χρήσης βίας ιδιαίτερα τις επιπλοκές τερματισμού ενός πολέμου και τις απαιτήσεις για μετασχηματισμό των όσων πιστεύουν ότι θα κερδίσουν σε βιώσιμα πολιτικά οφέλη. Φαίνεται ότι μέχρι τώρα αποφεύγουν τις ρεαλιστικές εκτιμήσεις κόστους, επειδή φοβούνται ότι οι πολίτες τους δεν θα θέλουν να τους ακούσουν, τη στιγμή μάλιστα που η τουρκική λίρα καταρρέει.
Όλα αυτά, υπονομεύουν τη στρατηγική και τον προγραμματισμό του πολέμου. Ειδικά στη Τουρκία, όπου οι στρατιωτικοί δεν χαίρουν και της απολύτου εμπιστοσύνης της πολιτικής ηγεσίας, ούτε η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών υπευθύνων για τη λήψη αποφάσεων, αφού, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν οι διώξεις στελεχών είναι ακόμη και σήμερα στην ημερήσια τουρκική διάταξη.
Αν η πολιτική επικοινωνία με τους στρατιωτικούς είναι φτωχή, μερική ή αντιφατική ή αν οι πολίτες παραμελούν κρίσιμα ζητήματα κόστους και δέσμευσης, η τουρκική στρατηγική θα υποφέρει. Πράγματι, αυτά τα προβλήματα μπορούν να οδηγήσουν στην αποτυχία της εκστρατείας ή ενός γενικευμένου πολέμου.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είναι Senior Researcher of Strategy International και Member of Institute for National and international Security.