19/04/2024

«Η ιστορική διαλεκτική διαμόρφωσης του Νέου Ελληνισμού (1400-1820)»

Γράφει ο Βλάσης Οικονόμου, Ιστορικός 

 

Όταν Έλληνες ιστορικοί θέτουν σε χρήση τον όρο «Νέος Ελληνισμός», τότε αναπόφευκτα ενεργοποιείται το σύστοιχο όνομα «Νέοι Έλληνες». Όμως η σχέση και των δυο ονομάτων με την ιστορική πραγματικότητα που ονοματίζουν παραμένει εξαιρετικά ρευστή. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, σε ποιες κοινωνικές ομάδες αντιστοιχούσαν, τι έκαναν, τι υποστήριζαν και σε αντίθεση με ποιους; Εντέλει γιατί τους ονομάζουμε Νέους Έλληνες;[1]

Προσπαθώντας να απαντήσουμε κατά ένα μέρος στα ανωτέρω ερωτήματα ως προς την ιστορική διαλεκτική διαμόρφωσης του Νέου Ελληνισμού, κρίνεται απαραίτητο να προσδιορίσουμε τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά των Νέων Ελλήνων με αυτά των παλαιών. Αναπαράγοντας τα λεγόμενα του Πλήθων Γεμιστού (Κων/πολη, 1355Μυστράς, 26 Ιουνίου 1452), ο οποίος υποστήριζε ότι είμαστε Έλληνες, χρησιμοποιώντας ως κοσμικά κριτήρια αυτά της καταγωγής, της γλώσσας, των πολιτικών θεσμών, αλλά και του γεωγραφικού χώρου και όχι το κριτήριο του Θεού (λόγω Θεοκρατίας). Όλα αυτά προσδιορίζουν ότι είμαστε Έλληνες από την αρχή της μνήμης των ανθρώπων, ως ο πρώτος θεμελιωτής του Νέου Ελληνισμού, κοντολογίς επινοεί μια ‘’Νέα Ταυτότητα’’, η οποία τελικά, λόγω της πτώσης του Βυζαντίου, χάνεται. Η πτώση του Βυζαντίου ουσιαστικά από το 1204 (4η Σταυροφορία) αλλά και οι συνεχιζόμενες πολεμικές συγκρούσεις έως το 1499, οδήγησαν στην καταστροφή του αγροτικού πληθυσμού. 

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κυριάρχησε στο σύνολο των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σημαντικό είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε τις επίσημες θρησκείες, όπως την Χριστιανική, την Ιουδαϊκή, παρέχοντάς τους ιδιαίτερα προνόμια. Ακολουθώντας τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατόρθωσε και να επανένωσε κάτω από μια πολιτική εξουσία όλο το τόξο της Αν. Μεσογείου. Οι ηγετικές ομάδες των Βυζαντινών ελίτ ενσωματώθηκαν με τους Οθωμανούς, ασκώντας πολιτική υπέρ των Οθωμανών (π.χ. Πρέσβεις, μεταφραστές, γραμματείς), ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός παρέμεινε χωρίς ηγετικές μονάδες και αποδυναμώθηκε. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχοντας ως απώτερο στόχο την είσπραξη όλο και περισσότερων φόρων από τους υποτελείς προέβη σε μια ευρείας μορφής αγροτική μεταρρύθμιση. Καθιέρωσε το σύστημα ‘’τσιφτ χανέ’’, τον οικογενειακό κλήρο με την ευρεία του έννοια, ανατρέποντας τις ιστορικές τάσεις του 8ου και 9ου αιώνα περί της δημιουργίας των χωροδεσποτειών. Με το  σύστημα ‘’τσιφτ χανέ’’ κάθε οικογένεια διατηρούσε έναν κλήρο, καταβάλλοντας ανά έτος τους φόρους υποτέλειας προς τον κυρίαρχο, ως προς την κατοχή των υλικών και δικαιωμάτων, Σουλτάνο. Η αγροτική αυτή μεταρρύθμιση συνέβαλε στην συναίνεση των υποτελών στην απολυτή κυριαρχία του εκάστοτε Σουλτάνου και όχι στην επιβολή του σπαθιού. Ενισχύοντας τη συναίνεση αυτή, αυτούσια η Ορθόδοξη εκκλησιαστική ελίτ προσχώρησε στην Οθωμανική κυριαρχία, απολαμβάνοντας τα προνόμια που της παραχωρήθηκαν. Έτσι, η εκκλησία μετεξελίχθηκε σε ένα θεσμό του Οθωμανικού κράτους που λειτουργούσε με γνώμονα τόσο την οργάνωση όσο και την καλυτέρευση του κράτους.

Ο 16ος είναι ο αιώνας που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της οικονομίας. Η κύρια πηγή εσόδων για τον ελληνικό χώρο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία προερχόταν από την κτηνοτροφία και την γεωργία. Έτσι, κατά τον 16ο αιώνα παρατηρήθηκε αύξηση του εσωτερικού εμπορίου και των αγορών. Συνέπεια αυτής της ανάπτυξης ήταν η πληθυσμιακή αύξηση, με φυσικό τρόπο ή με την μετανάστευση, την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, από τις παραδοσιακές φτηνές καλλιέργειες στις ακριβές εμπορεύσιμες. Παράλληλα, παρατηρήθηκε η αύξηση των οικογενειακών κοπαδιών. Όλες αυτές οι δραστηριότητες οδήγησαν τους μικρούς εμπόρους στη δημιουργία της τάσης να διαφύγουν από τα συστήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να γίνουν γενικοί εμπόριο και να οδηγηθούν στο εξαγωγικό εμπόριο. Από το τέλος του 17ου έως στις αρχές του 18ου οι έμποροι λειτούργησαν ως μεταπράτες, αναπτύσσοντας μια περιφερειακή αγορά. Κατόπιν, και κατά τον 17ο αιώνα η γεωοικονομία μετατοπίστηκε προς το Αιγαίο και τα Βαλκάνια, αυξάνοντας έτσι τις εξαγωγές προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Οι ελίτ των εμπόρων, αναζητώντας τη νέα ταυτότητα αναγνώρισαν την ανάγκη αλλά και την σημασία της γνώσης και ίδρυσαν πολλά σχολεία τα οποία και συντηρούσαν. Πραγματοποιήθηκε η προώθηση της γνώσης ως αξία καθ’ αυτή. Σε περιοχές εκτός κυριαρχίας (π.χ Κρήτη) υπήρχαν αρκετοί φοιτητές σε Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια (Πάδοβα Ιταλίας). Χαρακτηριστικές είναι οι διδασκαλίες τόσο του Μεθόδιου Ανθρακίτη όσο και του Ιώσηπου Μοισιόδακα, που μέσω αυτών μεταφέρθηκε η εκπαίδευση από τους κληρικούς στους κοσμικούς. Επομένως, τόσο οι έμποροι (χερσαίοι, καραβοκυραίοι), όσο και οι διανοούμενοι του Διαφωτισμού, μαζί με τις ομάδες που συμμάχησαν (αρματολούς, προεστούς της Πελοποννήσου, τοπικές ελίτ, Σουλιώτες, Μανιάτες) δημιούργησαν ένα κοινωνικό υποκείμενο τέτοιο που έτεινε προς την επανάσταση. Επιπλέον, έχοντας προσλάβει ισχυρές συνιστώσες από την Γαλλική Επανάσταση, σχεδίασαν ένα επαναστατικό σχέδιο για τα Βαλκάνια (Ρήγας Βελεστινλής) έχοντας σε προεξέχουσα θέση την ελληνική κοινωνία, με απώτερο σκοπό την δημιουργία ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους, απελευθερωμένου από την οθωμανική κυριαρχία, συμμαχώντας βέβαια εάν απαιτηθεί τόσο με τους Γάλλους, όσο και με τους Ρώσους. 

Η ελίτ των καραβοκυραίων δημιούργησε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων. Τα διεθνή δίκτυα ήταν αρκετά μεγάλα, ώστε οι έμποροι από μεταπράτες να γίνουν διεθνείς έμποροι. Ενσωμάτωσαν πολλές περιοχές στην αρμοδιότητα τους και μέσω του εμπορίου πραγματοποίησαν την ενοποίηση της επικοινωνίας. Η ένταση λοιπόν του εμπορίου κινητοποίησε τον παραγωγικό πληθυσμό και ήταν αρκετοί από τους μικρούς καλλιεργητές που επένδυσαν στο εμπόριο. Παράλληλα, οι προεστοί διαχειρίζονταν τον δανεισμό και τα χρήματα του εμπορίου, σε αντίθεση με του Οθωμανούς που δεν εμπορεύονταν, αλλά δάνειζαν. Οι Έλληνες ελίτ έλεγχαν όλο το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου και μετά το 1774 και το εμπόριο της Μαύρης θάλασσας προς την Ευρώπη. Όπως και στις πόλεις, έτσι και στα νησιά παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά της ελίτ των προεστών της Πελοποννήσου, οι οποίοι αλλάζοντας συνεχώς πεδίο δράσης δημιούργησαν το προγεφύρωμα για την αυτονόμηση της Πελοποννήσου στο πλευρό της γαλλικής κυριαρχίας. 

Μέρος της ελίτ που συνέβαλε αποφασιστικά κατά του κατακτητή ήταν η ορεσίβια αριστοκρατία, αυτή των αρματολών. Η περιοχή της Αιτωλίας, ως περιοχή μιας ατελούς κατάκτησης από τους Οθωμανούς, δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις για ένα συμβιβασμό. Οι αρματολοί απέκτησαν ειδικά προνόμια, όπως άδεια οπλοφορίας, φύλακες εσωτερικού πλούτου των ορεινών περιοχών, εισέπρατταν φόρους από την φύλαξη των περασμάτων. Η  κληρονομική διαδοχή της ορεσίβιας εξουσίας έδωσε ένα σημαντικό περιεχόμενο στους αρματολούς ώστε να συμμαχήσουν με τους εμπόρους και τους καραβοκυραίους και να οδηγηθούν στην επανάσταση. Είχε δημιουργηθεί ένας κοινωνικοπολιτικός θεσμός ώσμωσης ο οποίος είχε περάσει από τους διανοούμενους, τους εμπόρους, τους καραβοκυραίους, τους προεστούς και τους αρματολούς, ότι μόνο μέσω της γνώσης των παιδιών θα κατάφερναν να αλλάξουν τον κόσμο. 

Έως το 1760, ο ελληνικός πληθυσμός διαβιούσε αρμονικά με τους Οθωμανούς. Λόγω όμως της δύναμης που απέκτησαν οι ελίτ, αλλά και της ταυτόχρονης παρακμής των Οθωμανών, οι δεύτεροι έγιναν περισσότερο αυθαίρετοι. Οι αντιθέσεις οξύνθηκαν και η ταυτότητα ‘’Έλληνας’’ πλέον ξεχώρισε. Από το 1750 οι περισσότερες ελίτ θεωρούσαν τους Οθωμανούς ξένους, βάρβαρους και αλλόθρησκους, που ανά πάσα στιγμή η περιουσία τους μπορούσε να χαθεί. Δημιουργήθηκε εχθρότητα. Η δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας (1814, Οδησσό) συμπύκνωσε την πολιτική συμμαχία των ελίτ και δημιούργησε ένα κυρίαρχο σχέδιο για την επανάσταση.

 

 

 

 

 

 

[1] Πέτρος Θ. Πιζάνιας, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, Από το 1400c. έως το 1880», Εστία, Αθήνα, 2014, σελ.58.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024