FT: Ο πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας περνά στο χώρο των τραπεζών
του Gideon Rachman
Financial Times
Όταν μια γνώριμη και άνετη κατάσταση αλλάζει δραματικά, το ανθρώπινο ένστικτο θεωρεί λέει πως τα πράγματα σύντομα θα επιστρέψουν στην κανονική τους κατάσταση. Η ιδέα πως η ζωή μπορεί να έχει αλλάξει μόνιμα είναι πολύ ανησυχητική για να την αντιμετωπίσουμε. Αυτή τη νοοτροπία τη βλέπουμε με την Covid-19. Τη βλέπουμε επίσης στην αντίδραση του επιχειρήν στο πτωτικό σπιράλ των σινοαμερικανικών σχέσεων.
Μετά από σαράντα χρόνια όλο και βαθύτερης οικονομικής ενοποίησης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, είναι δύσκολο να φανταστούμε μια πραγματική διακοπή των σχέσεων. Πολλά στελέχη πιστεύουν πως οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο θα «μπαλώσουν» τις διαφορές τους, όταν αντιληφθούν τις πραγματικές επιπτώσεις του «decoupling» των δυο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Εχουν την ελπίδα πως μια εμπορική συμφωνία θα σταθεροποιήσει τα πράγματα, ακόμα και αν πρέπει να περιμένουν για μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Αλλά αυτό δείχνει υπερβολικό εφησυχασμό. Η πραγματικότητα είναι πως η αποσύνδεση έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Ηδη εξαπλώνεται πέραν της τεχνολογίας και εισέρχεται στα χρηματοοικονομικά. Με τον χρόνο, θα επηρεάσει κάθε μεγάλο κλάδο, από την μεταποίηση μέχρι τα καταναλωτικά προϊόντα. Και όλες οι πολυεθνικές -ακόμα και αυτές που έχουν έδρα στην Ευρώπη- θα επηρεαστούν, καθώς προσπαθούν να πλοηγηθούν εν μέσω διαταραγμένων αλυσίδων προμήθειας και αλλαγών στους αμερικανικούς και κινεζικούς νόμους.
Αυτή η διαδικασία καθοδηγείται από μια θεμελιώδη στροφή στον τρόπο με τον οποίον τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Κίνα βλέπουν τη σχέση τους. Για τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η επιχειρηματική λογική υπερίσχυε της στρατηγικής αντιπαλότητας. Αλλά βρισκόμαστε σε έναν νέο κόσμο, στον οποίον η πολιτική αντιπαλότητα υπερισχύει των οικονομικών κινήτρων, ακόμα και για έναν Αμερικανό πρόεδρο που επαίρεται ότι είναι dealmaker. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ πληροφορήθηκε ότι το νέο διάταγμά του -που αναγκάζει τις αμερικανικές επιχειρήσεις να διακόψουν τους δεσμούς με την WeChat, την κινεζική εφαρμογή μηνυμάτων- θα έβλαπτε τις αμερικανικές πωλήσεις στην Κίνα, η απάντησή του ήταν «ό,τι να’ναι».
Αυτό δεν είναι απλώς μια τρέλα του Τραμπ. Υπάρχει πλέον δικομματική συναίνεση στην Ουάσινγκτον για σκλήρυνση της στάσης έναντι της Κίνας, ακόμα και αν αυτό βλάψει την εταιρική κερδοφορία. Ένα νομοσχέδιο που θα αναγκάζει κινεζικές εταιρείες να διαγραφούν από τα αμερικανικά χρηματιστήρια εάν δεν ανοίξουν τα βιβλία τους για τις αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές, ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Γερουσία τον Μάιο.
Και στο Πεκίνο, όμως, η πολιτική επιτακτική ανάγκη να αξιώσει κυριαρχία υπερισχύει τώρα του επιχειρηματικού κινήτρου για αποφυγή της αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, της μεγαλύτερης εξαγωγικής αγοράς της Κίνας. Από τότε που ο πρόεδρος Σι Τζινπινγκ ανέλαβε την εξουσία το 2012, η Κίνα έχει χτίσει στρατιωτικές βάσεις σε όλη τη Νότια Σινική Θάλασσα, έχει βάλει τέλος στην αυτονομία του Χονγκ Κονγκ και έχει φυλακίσει εκατομμύρια Ουιγούρους Μουσουλμάνους στην Σιντζιάνγκ. Οι στρατιωτικές απειλές προς την Ταϊβάν γίνονται όλο και ποιο απροκάλυπτα.
Και οι δυο πλευρές κατηγορούν η μία την άλλη ότι ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες. Οι κινέζοι παραπέμπουν στην μονομερή επιβολή δασμών από τον κ. Τραμπ. Οι ΗΠΑ απαντούν πως η Google και η Facebook μπλοκαρίστηκαν στην Κίνα πάνω από μια δεκαετία προτού οι ΗΠΑ λάβουν σοβαρά μέτρα κατά των κινεζικών τεχνολογικών εταιρειών όπως η Huawei και η ΒyteDance.
Όποιος και αν έριξε την πρώτη βολή, και οι δυο πλευρές έχουν εμπλακεί τώρα σε μια λογική αντιποίνων. Αν οι ΗΠΑ πάρουν περισσότερα μέτρα κατά της WeChat και της Huawei, το Πεκίνο πιθανόν θα απαντήσει με περαιτέρω περιορισμούς των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών στην Κίνα. Καθώς κλιμακώνεται η πολιτική ένταση, τα αμερικανικά καταναλωτικά brands θα είναι ευάλωτα στα μποϊκοτάζ από ένα εθνικιστικό κινεζικό κοινό. Αυτό δυνητικά είναι κακό νέο για τα υψηλού προφίλ αμερικανικά brands όπως τα Starbucks και το NBA.
Πέραν των συναισθηματισμών, η αποσύνδεση καθοδηγείται και από τις νέες εκτιμήσεις των κινδύνων. Το ότι κινεζικές εταιρείες όπως η ZTE και η Huawei είναι ευάλωτες στις απαγορεύσεις πωλήσεων αμερικανικών τσιπ υπολογιστών έχει εντείνει την ώθηση της Κίνας να γίνει αυτάρκης σε βασικές τεχνολογίες. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις αντισταθμίζουν επίσης τα στοιχήματά τους. Η Apple, που έχει χτίσει τις δραστηριότητές της γύρω από την κινεζική μεταποίηση, φτιάχνει το τελευταίο της iPhone στην Ινδία, αλλά και στην Κίνα.
Ο αναδυόμενος τομέας σύγκρουσης είναι ο τραπεζικός και ο χρηματοοικονομικός. Την τελευταία δεκαετία, οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει τις χρηματοοικονομικές κυρώσεις εναντίων χωρών περιλαμβανομένων του Ιράν και της Βενεζουέλας με καταστροφικές, συχνά, συνέπειες. Τώρα αρχίζουν να χρησιμοποιούν το εργαλείο αυτό στη μάχη με την Κίνα.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο Χονγκ Κονγκ και στην Σιντζιάνγκ έχουν μπει στο στόχαστρο κυρώσεων, οι οποίες τους έχουν ουσιαστικά αποκλείσει από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεδομένης της κεντρικής σημασίας του δολαρίου στο παγκόσμιο εμπόριο, οι διεθνείς τράπεζες είναι απρόθυμες να παραβιάσουν τις κυρώσεις αυτές. Αυτός ο κίνδυνος είναι διαχειρίσιμος, όσο περιορίζεται σε ορισμένα πρόσωπα. Τι θα συμβεί όμως αν και όταν οι χρηματοοικονομικές κυρώσεις επιβληθούν σε μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις;
Οι τράπεζες της Wall Street, που έχουν βγάλει πολύ χρήμα από την εισαγωγή κινεζικών εταιρειών στη Νέα Υόρκη, υποθέτουν πως ακόμα και αν απαγορευτούν οι περαιτέρω εισαγωγές, μπορούν να φέρουν εταιρείες για να διαπραγματευτούν στο Χονγκ Κονγκ. Αυτό όμως θα εξαρτιόταν από την ανοχή των κυβερνήσεων τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο, ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση.
Οι ευρωπαϊκές ή νοτιοανατολικές ασιατικές χώρες και εταιρείες είναι απίθανο να μπορέσουν να παραμείνουν στο περιθώριο. Η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να ανοίξει την τηλεπικοινωνιακή αγορά 5G στη Huawei -παρά την αντίθεση των ΗΠΑ- αποδείχθηκε πως δεν ήταν βιώσιμη. Η HSBC, που έχει έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και βγάζει το 80% των κερδών της στην Ασία, σύρθηκε στην αντιπαλότητα μέσω του ρόλου που είχε στην παροχή αποδείξεων στη δίωξη της διευθύνουσας οικονομικής συμβούλου της Huawei, Μενγκ Γουανζού, από τις ΗΠΑ.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις θέλουν να παραμείνουν ουδέτερες στον αναδυόμενο ψυχρό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Αυτό όμως μπορεί να αποδειχθεί αδύνατο. Τα τελευταία 40 χρόνια της παγκόσμιας ιστορίας χτίστηκαν γύρω από την παγκοσμιοποίηση και την επαναπροσέγγιση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Αλλά αυτός ο κόσμος εξαφανίζεται γρήγορα.