Μόρια : Πώς φτάσαμε στην καταστροφή του ΚΥΤ
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υπογράμμιζαν ότι εδώ και καιρό το ερώτημα σε σχέση με μια μεγάλη καταστροφή στο ΚΥΤ στη Μόρια δεν ήταν εάν αλλά πότε.
Ο λόγος είναι ότι χρόνια τώρα έχει διαμορφωθεί μια οριακή κατάσταση σε ένα χώρο που εξακολουθούσε να μην μπορεί να στεγάσει τον πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί και στον οποίο παρά τις παρεμβάσεις και δημόσιων αρχών και ΜΚΟ οι συνθήκες συνιστούσαν, όπως και να το έβλεπε κανείς, μια συστηματική προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Όμως, η κατάσταση αυτή δεν δημιουργήθηκε μόνη της. Ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και αποφάσεων και σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, με τα αποτελέσματα των οποίων αναμετριόμαστε τώρα.
Άλλωστε, η Μόρια δεν φτιάχτηκε τώρα. Δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013 στο χώρο ενός παλιού στρατοπέδου για να αποτελέσει ένα Κέντρο Ταυτοποίησης της ελληνικής αστυνομίας σε ένα νησί που ούτως ή άλλως υποδεχόταν μεγάλο αριθμό προσφύγων και μεταναστών εξαιτίας της εγγύτητάς του με τα τουρκικά παράλια.
Ας μην ξεχνάμε ότι για έναν πρόσφυγα ή έναν μετανάστη προς της Ευρώπη και τότε και τώρα δεν υπάρχουν τρόποι «νόμιμης άφιξης» στο ευρωπαϊκό έδαφος για να ζητήσει άσυλο ή νόμιμη παραμονή.
Αυτό σήμαινε ότι απέμεναν μόνο οι επικίνδυνες μέθοδοι άφιξης, κυρίως από τη θάλασσα, είτε από τη Λιβύη προς την Ιταλία, είτε από τα τουρκικά παράλια προς τα ελληνικά νησιά. Με έναν τρόπο, οι πολιτικές κατά της μετανάστευσης και οι προσπάθειες αποτροπής της άφιξης προσφύγων στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια σήμαιναν ότι η έκθεση στον κίνδυνο του πνιγμού έγινε προϋπόθεση της δυνατότητα κάποιας να φτάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος και να ζητήσει άσυλο.
Η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας και η υποχρεωτική παραμονή στα νησιά
Το προσφυγικό κύμα προς την Ευρώπη κορυφώθηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2015. Τότε ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσφύγων πέρασε από τα τουρκικά παράλια προς τα νησιά του Αιγαίου, οι περισσότεροι στη Μυτιλήνη, στην ηπειρωτική Ελλάδα και μέσω του «βαλκανικού διαδρόμου» στην Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Για μερικούς μήνες αυτή η συνεχής ροή φάνηκε να λειτουργεί, παρότι ήδη από τότε ειδικά στη Λέσβο οι αριθμοί των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλοι και χωρίς τη δράση των εθελοντών και των ΜΚΟ, είναι πιθανό να είχαμε πολύ χειρότερες καταστάσεις.
Όμως, στις αρχές του 2016 ο «βαλκανικός διάδρομος» έκλεισε, μέσα από μονομερείς αποφάσεις κεντροευρωπαϊκών χωρών που έκλεισαν τα σύνορά τους, οδηγώντας σε ανάλογες επιλογές και τις βαλκανικές χώρες, κάτι που οδήγησε και στον εγκλωβισμό σημαντικού αριθμού προσφύγων στην Ελλάδα.
Ούτως ή άλλως, είχε δρομολογηθεί μια διαφορετική πολιτική στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπό το φόβο ότι θα ενισχυθεί η ακροδεξιά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθέτησαν μια ακόμη πιο σκληρή γραμμή στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό. Να σημειώσουμε εδώ ότι ούτως ή άλλως υπήρχαν προβλήματα με την ευρωπαϊκή πολιτική στο προσφυγικό, κυρίως μέσω των προβλέψεων των Κανονισμών που εξειδίκευαν τη Σύμβαση του Δουβλίνου, ιδίως σε σχέση με χώρες «πρώτης εισόδου» όπως η Ελλάδα.
Η νέα πιο σκληρή γραμμή, που αντικατέστησε την αρχική διακηρυγμένη πολιτική απόφαση για υποδοχή σημαντικού αριθμού Σύριων προσφύγων, αποτυπώθηκε στην Κοινή Δήλωση ΕΕ Τουρκίας στις 18 Μαρτίου 2016, μια συμφωνία που ακόμη καθορίζει την ευρωπαϊκή πολιτική για το προσφυγικό.
Ο πυρήνας της συμφωνίας ήταν ότι θα αποτρεπόταν η άφιξη προσφύγων μέσω των ελληνικών νησιών. Αυτό θα γινόταν από τη μια μέσα από τη δέσμευση της Τουρκίας ότι θα τους εμπόδισε να αναχωρήσουν, λαμβάνοντας ταυτόχρονα σημαντική οικονομική ενίσχυση από την ΕΕ για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φιλοξενίας μεγάλου αριθμού προσφύγων. Από την άλλη, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που έφταναν στην Ελλάδα θα αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά ως παράνομες αφίξεις και όσων οι αιτήσεις θα απορρίπτονταν θα επιστρέφονταν στην Τουρκία και για κάθε Σύριο που θα επέστρεφε στην Τουρκία, ένας άλλος Σύριος θα επανεγκαθίσταται απευθείας στην ΕΕ.
Ο στόχος ήταν να κατοχυρωθεί ότι το πέρασμα από τα τουρκικά παράλια στα ελληνικά νησιά ήταν «επικίνδυνη και ακατάλληλη διαδρομή»
Αυτό, όμως, σήμαινε και μια άλλη παράμετρο, που εξηγεί γιατί διαμορφώθηκε η κατάσταση στη Μόρια: οι αιτούντες άσυλο θα έπρεπε να παραμείνουν στα ελληνικά νησιά για να έχουν εφαρμογή οι προβλέψεις της συμφωνίας. Αυτό σήμαινε ότι εξαρχής αυτή η ευρωπαϊκή πολιτική, που ενσωματώθηκε ήδη από το 2016 στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, απαιτούσε εγκλωβισμό των αιτούντων άσυλο στα ελληνικά νησιά.
Η σταδιακή διαμόρφωση συνθήκης υπερπληθυσμού στη Μόρια
Με το βαλκανικό διάδρομο να είναι κλειστό και τους αιτούντες άσυλο να μην μπορούν να απομακρυνθούν από τη νησιά, η κατάσταση στη Μόρια άρχισε να επιδεινώνεται. Ας μην ξεχνάμε ότι οι αρχικές εγκαταστάσεις ήταν για τη φιλοξενία μικρότερου αριθμού και αυτό δημιούργησε και την κατάσταση με την επέκταση του camp στους γειτονικούς ελαιώνες.
Οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είχαν σημαντική ευθύνη για την κατάσταση αυτή αφού, επί της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα η Μόρια πήρε τη μορφή ενός ιδιαίτερα μαζικού καταυλισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι τον πρώτο χειμώνα μετά τη συμφωνία ΕΕ και Τουρκίας, τον χειμώνα 2016-2017 είδαμε τα αποτελέσματα των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, όταν είχαμε τον Ιανουάριο του 2017 τρεις θανάτους ανθρώπων από το κρύο στον καταυλισμό.
Παρότι είτε με τη χορήγηση ασύλου, είτε με την επανένωση μελών οικογενειών, είτε με μετακινήσεις στην ενδοχώρα, γινόταν διαρκώς προσπάθεια να μειώνεται ο αριθμός των ανθρώπων που έμεναν στη Μόρια, εντούτοις το πρόβλημα της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων παρέμενε, όπως και οι κακές συνθήκες διαβίωσης, καθώς τα όποια μέτρα λαμβάνονταν και η όποια προσπάθεια βελτίωσης των εγκαταστάσεων αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες, σε ένα χώρο που είχε κανονικά μέγιστη χωρητικότητα 3.000 ανθρώπους και που τον Ιανουάριο του 2020 είχε φτάσει να φιλοξενεί 18747 ανθρώπους εκ των οποίων 1.150 ανήλικοι. Σε αυτό συνέβαλε και η σταδιακή αύξηση των αφίξεων αιτούντων άσυλο στη Λέσβο: 13.406 το 2017, 14.906 το 2018 και 27148 το 2019.
Γι’ αυτό το λόγο και η Μόρια έγινε σε όλη την Ευρώπη συνώνυμη με την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ιδιαίτερα τραυματική ήταν η εμπειρία για τα παιδιά και οι Γιατροί χωρίς Σύνορα είχαν αναφέρει ότι αυξημένες σκέψεις αυτοκτονίας σε παιδιά και εφήβους όπως και περιστατικά αποπειρών αυτοκτονίας ή αυτοτραυματισμών από εφήβους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και η λογική των κλειστών κέντρων
Η κυβέρνηση της ΝΔ είχε κεντρική αιχμή το προσφυγικό και το μεταναστευτικό στην προεκλογική εκστρατεία του 2019. Σκοπός της ήταν να δείξει ότι μπορούσε να ασκήσει πιο σκληρή πολιτική από τον ΣΥΡΙΖΑ, με έμφαση στη φύλαξη των συνόρων, τις επαναπροωθήσεις και τα κλειστά κέντρα κράτησης ουσιαστικά για τους αιτούντες άσυλο ή αυτούς που δεν είχαν λάβει άσυλο.
Κομβικό ήταν το αίτημα για ταχύτερες διαδικασίες χορήγησης ασύλου, περισσότερες απελάσεις και κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα. Δηλαδή, ο στόχος ήταν οι αιτούντες άσυλο να μένουν σε κλειστές δομές, να υφίστανται μια συνθήκη κράτησης, και εντός των κλειστών κέντρων να εξετάζεται γρήγορα η αίτησή τους, να απορρίπτονται και να οργανώνεται η απέλαση.
Σε αυτό το πλαίσιο, είχε διαμορφώσει έντονες προσδοκίες στα νησιά του Αιγαίου ότι θα κλείσουν τα κέντρα και θα μετακινηθούν οι πρόσφυγες. Την ίδια στιγμή στην ηπειρωτική Ελλάδα είχαν δημιουργηθεί σε αυτοδιοικητικούς άρχοντες που πρόσκεινται στην ΝΔ προσδοκίες ότι θα έκλειναν διάφορες δομές φιλοξενίας προσφύγων που είχαν δημιουργηθεί.
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η ΝΔ κατά την εφαρμογή της πολιτικής ήταν πολλά:
-Για να μην οδηγήσει η εφαρμογή των κλειστών προαναχωρησιακών κέντρων σε νέες συνθήκες ακόμη μεγαλύτερου υπερπληθυσμού στα νησιά θα έπρεπε οι διαδικασίες να είναι πολύ γρήγορες αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο χωρίς παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
-Για να λειτουργήσουν τα κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα θα έπρεπε να είναι στα νησιά, στο πλαίσιο και της συμφωνίας ΕΕ και του Τουρκία, όμως αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τις υποσχέσεις για απομάκρυνσή τους.
– Για να φτιαχτούν τα κλειστά κέντρα στην ενδοχώρα, έπρεπε να καμφθούν οι αντιδράσεις των προσκείμενων στη ΝΔ αυτοδιοικητικών αρχόντων.
Οι αντιφάσεις αυτές οδήγησαν και στις μεγάλες συγκρούσεις γύρω από την ανακοίνωση της δημιουργίας των νέων κλειστών κέντρων στα νησιά του Αιγαίου, με τις διαμαρτυρίες των κατοίκων και τις μεγάλες συγκρούσεις με την αστυνομία.
Κυρίως, όμως, η ΝΔ δεν μπόρεσε να απαντήσει πώς και με τη δική της πολιτική δεν θα δημιουργηθούν και στα νέα κέντρα τελικά συνθήκες εξαθλίωσης όπως έγινε στη Μόρια.
Δεν είναι τυχαίο όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση προσπάθησε να επιταχύνει διαδικασίες μετακίνησης ανθρώπων από τη Μόρια, κάτι που οδήγησε στη μείωση του αριθμού των ανθρώπων που έμεναν εκεί στις 13.000, αριθμός μικρότερος από προηγουμένως, αλλά ακόμη πολύ μεγάλος. Κατά συνέπεια οι κακές συνθήκες παρέμειναν.
Η πανδημία και τα κλειστά κέντρα
Η συγκυρία της πανδημίας δημιούργησε νέες προκλήσεις. Ο λόγος είναι ότι οι συνθήκες συγχρωτισμού που επικρατούν σε χώρους όπως η Μόρια, όπου π.χ. η «τήρηση αποστάσεων» είναι αδύνατη και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μεγάλης διασποράς σε έναν «κλειστό πληθυσμό» (ακόμη και σε έναν σχετικά νεαρής σχετικά ηλικίας και άρα μικρότερου κινδύνου πληθυσμό όπως είναι οι αιτούντες άσυλο).
Πάνω σε αυτό το θέμα υπήρξαν δύο «γραμμές». Πολλοί άνθρωποι με γνώση των συνθηκών επέμειναν από την πρώτη στιγμή ότι η λύση είναι η μαζική αποσυμφόρηση των κλειστών δομών φιλοξενίας, η μεταφορά των αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα, η «διάχυσή» σε ευρύτερες περιοχές, η φιλοξενία σε ανοιχτές δομές, θα ακύρωνε τη «συνθήκη κλειστού πληθυσμού» και θα μείωνε τον κίνδυνο υπερμετάδοσης.
Όμως, αυτό θα ερχόταν με τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής για το προσφυγικό. Έτσι εξαρχής προκρίθηκε η λογική του «σφραγίσματος» σε όλη την Ελλάδα των δομών, δηλαδή του περιορισμού των δυνατοτήτων εξόδου ή μετακίνησης των προσφύγων ή των αιτούντων ασύλου, με την ελπίδα ότι αυτό θα περιορίσει το ενδεχόμενο «εισόδου» του ιού σε αυτές τις δομές. Όμως, αυτό διαμόρφωνε μια ακόμη πιο περιοριστική συνθήκη και διαμόρφωνε όρους για αντιδράσεις όπως αυτές που υπήρξαν στη Μόρια.
Τα διαχρονικά αδιέξοδα
Με έναν τρόπο στη Μόρια βλέπουμε τα διαχρονικά αδιέξοδα μιας πολιτικής που προσπαθεί να δει το προσφυγικό και το μεταναστευτικό με όρους «αποτροπής», «ανακοπής των ροών», και «σφραγίσματος συνόρων». Μιας πολιτικής που εμμέσως πλην σαφώς επένδυσε στις κακές συνθήκες σε χώρους όπως το ΚΥΤ στη Μόρια ως μέσο για να περιοριστούν οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Μιας πολιτικής με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαρκώς προσβάλλει βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Μιας πολιτικής που έστω και αθέλητα νομιμοποιεί τη ρητορική της άκρας δεξιάς.
Το ερώτημα είναι εάν έστω και τώρα η συζήτηση θα γίνει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Αυτό που θα συνδύαζε το σεβασμό τα ανθρώπινα δικαιώματα με την αναζήτηση τρόπων ενσωμάτωσης αυτών των ανθρώπων στην κοινωνική ζωή της χώρας.
πηγή: in.gr