Ο Καύκασος στις φλόγες: Τι διακυβεύεται στη σύγκρουση Αρμενίων-Αζέρων
Του Κώστα Ράπτη
“Παγωμένες” συγκρούσεις και de facto αλλαγές συνόρων έχει κληροδοτήσει η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης πολλές: Υπερδνειστερία, Αμπχαζία, Νότια Οσετία, Ναγκόρνο Καραμπάχ. Όμως καμία από αυτές δεν είναι πραγματικά “παγωμένη”, όπως θυμίζουν κατά καιρούς συγκρούσεις στις “γραμμές επαφής” ή άλλες εντάσεις. Κάποτε μάλιστα γίνονται και αφορμή για μεγάλης κλίμακας πολεμικές συγκρούσεις, όπως συνέβη το 2008 μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας.
Από αυτή την άποψη, η ανάφλεξη των τελευταίων 24ώρων μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και των Αρμενίων αυτονομιστών του Ναγκόρνο Καραμπάχ (με εμφανή τον κίνδυνο εμπλοκής και της Δημοκρατίας της Αρμενίας) δεν αποτελεί πραγματικά έκπληξη. Πόσω μάλλον που αψιμαχίες έχουν ξεσπάσει από τον Ιούλιο, ενώ στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν έχουν πραγματοποιηθεί και διαδηλώσεις (πιθανότατα άνωθεν υπαγορευμένες, αν υπολογίσουμε τον αυταρχικό χαρακτήρα του αζερικού καθεστώτος) με αίτημα την επίδειξη δυναμικής στάσης στο “εθνικό ζήτημα”.
Το πρόβλημα χρονολογείται από το 1988 όταν το Ναγκόρνο Καραμπάχ, θύλακας εντός του Αζερμπαϊτζάν που κατοικείται κυρίως από Αρμενίους, διεκδίκησε από τις σοβιετικές αρχές την προσάρτησή του στην (τότε Σοβιετική) Δημοκρατία της Αρμενίας, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μεγάλες εθνοτικές ταραχές, που στην περίπτωση του Μπακού πήραν τη μορφή αντι-αρμενικού πογκρόμ.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 μετέτρεψε την “εσωτερική” αυτή αντιπαράθεση σε διασυνοριακή και ο πόλεμος του 1992-1994 υπήρξε σφοδρός. Όταν σίγησαν τα όπλα, οι Αρμένιοι αυτονομιστές είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο μιας περιοχής ευρύτερης του καθαυτό Ναγκόρνο Καραμπάχ και εφαπτόμενης με την Δημοκρατία της Αρμενίας, στην οποία ανακήρυξαν την μη αναγνωρισμένη διεθνώς Δημοκρατία του Αρτσάχ.
Δεν είναι εύκολο να πει κανείς ποιος “ήρξατο χειρών αδίκων” στην παρούσα κρίση, καθώς οι πρώτες αρμενο-αζερικές συγκρούσεις του Ιουλίου σημειώθηκαν, πολύ χαρακτηριστικά, βορειότερα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, σε σημείο των συνόρων που δεν απέχει πολύ από τη διαδρομή του σημαντικού αγωγού Μπακού-Τιφλίδας-Τσεϊχάν και άλλων κρίσιμων υποδομών. Μολονότι η αρμενική πλευρά έχει κάθε συμφέρον να διατηρηθεί το status quo, εμφανίζεται παράλληλα, μετά τις πρόσφατες πολιτικές ανατροπές στο εσωτερικό της εξαιρετικά ενθαρρυμένη από τον δίαυλο επικοινωνίας που απέκτησε με τη Δύση και επισφραγίστηκε με τη συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεών της σε κοινές ασκήσεις με το ΝΑΤΟ στην γειτονική Γεωργία.
Από την άλλη, ο πάντοτε ανασφαλής για την εξουσία του Αζέρος πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγιεφ (ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του Χαϊντάρ Αλίγιεφ, άλλοτε επικεφαλής της ΚαΓκεΜπε στο Αζερμπαϊτζάν και αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ) έχει επίσης ισχυρές προσβάσεις στη Δύση, καθώς και την προστασία του “αδελφού έθνους” της Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα, οι συγκρούσεις που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες δεν είναι παρά το τρίτο μέτωπο, μετά από αυτά της Συρίας και της Λιβύης, στο οποίο δυνάμεις υποστηριζόμενες από την Τουρκία συγκρούουνται με δυνάμεις στηριζόμενες από τη Ρωσία. Ήδη έχει γίνει γνωστό ότι κατόπιν ενεργειών της Άγκυρας περίπου 4.000 Σύροι αντάρτες μεταφέρθηκαν στον Καύκασο για να συμπολεμήσουν με τις αζερικές δυνάμεις, ενώ ρωσικά μεταγωγικά αεροσκάφη έχουν προμηθεύσει με εξοπλισμό την αρμενική πλευρά.
Η θέση της Μόσχας είναι εξαιρετικά λεπτή, διότι επιθυμεί τη διατήρηση καλών σχέσεων τόσο με την Αρμενία όσο και με το Αζερμπαϊτζάν, εμφανιζόμενη ως ο εγγυητής της σταθερότητας του μετασοβιετικού χώρου. Το ότι μαζί με τη Γαλλία συμμετέχει στην “Ομάδα του Μινσκ” που επιβλέπει την κατάπαυση του πυρός στο Ναγκόρνο Καραμπάχ αποτελεί πρόσθετο παράγοντα – όπως άλλωστε και η ανησυχία για τις συνολικές ισορροπίες και στον ρωσικό Καύκασο.
Εξ ού και πλήθος δημοσίων προσώπων της Ρωσίας (από χριστιανούς και μουσουλμάνους θρησκευτικούς μέχρι τον γηραιό Μιχαήλ Γκορμπατσώφ) έχουν εκφράσει τα τελευταία 24ωρα την αναστάτωσή τους, ζητώντας την άμεση κατάπαυση του πυρός.
Ωστόσο, εάν τα πράγματα οδηγηθούν στα άκρα, εάν δηλ. απειληθεί η ασφάλεια της ίδιας της Δημοκρατίας της Αρμενίας, η Ρωσία δεν θα μπορεί να εμφανίζεται ουδέτερη. Η συμμετοχή της Αρμενίας στον Οργανισμό Συλλογικής Ασφάλειας, η παρουσία ρωσικής βάσης στο έδαφός της, η δραστηριοποίηση της ισχυρής αρμενικής κοινότητας της Ρωσίας, η ιστορία των Αρμενίων ως ενός μικρού χριστιανικού έθνους που υπέστη διωγμούς και γενοκτονία, θα λειτουργήσουν καταλυτικά.
Όσο συντομότερα, συνεπώς, τερματισθούν οι εχθροπραξίες, τόσο ευκολότερο θα είναι για τη Μόσχα να διατηρήσει τον μεσολαβητικό της ρόλο. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποτελεί τον μόνο ηγέτη ο οποίος μπορεί να πιέσει αποτελεσματικά και τις δύο πλευρές να καθίσουν εκ νέου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Προς το παρόν, πάντως, έχει επικοινωνήσει μόνο με τον Αρμένιο ομόλογό του.
Ο Τούρκος πρόεδρος, πάλι, δεν μπορεί παρά να είναι ευτυχής που στη ακροβατική σχέση του με την Ρωσία προσθέτει άλλο ένα διαπραγματευτικό χαρτί, τη στιγμή ιδίως που οι προστατευόμενοί του στην Ίντλιμπ της βόρειας Συρίας δέχονται το (τελικό;) σφυροκόπημα των δυνάμεων της Δαμασκού και των Ρώσων συμμάχων τους, με αποτέλεσμα να απειλείται με συνολική αποτυχία η συριακή περιπέτεια της Τουρκίας, ενώ και στη Λιβύη η προαναγγελία της παραίτησης της κυβέρνησης Σάρατζ προκάλεσε, κατά δήλωση του Ερντογάν, την “αναστάτωση” της Άγκυρας.
Το ότι η επίδειξη δύναμης στον Καύκασο εναρμονίζεται με την ερντογανικό μεγαλοϊδεατισμό (εφόσον η οθωμανική κληρονομιά δεν αφορά μόνο τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, αλλά και τον Καύκασο), αλλά και προσφέρει έναν ακόμη περισπασμό στην δοκιμαζόμενη από την οικονομική κρίση τουρκική κοινή γνώμη, αποτελεί επιπλέον πλεονέκτημα. Πόσω μάλλον που, όπως και στη Συρία ή τη Λιβύη, η τουρκική επέμβαση υλοποιείται “δι’ αντιπροσώπων” (μισθοφόρων ανταρτών) και λειτουργεί ως υπόμνηση προς τους Δυτικούς συμμάχους της “χρησιμότητας” της Τουρκίας σε γεωπολιτικά μέτωπα ιδιαίτερου ενδιαφέροντός τους.
Έχει όμως η αρμενο-αζερική σύγκρουση και τη μεσανατολική διάστασή της, εφόσον το μεν Μπακού διατηρεί άριστες σχέσεις με το Ισραήλ (αποτελεί κοινό μυστικό ότι ο εναέριος χώρος του θα χρησιμοποιούνταν για τυχόν ισραηλινή επίθεση στο Ιράν), ενώ αντιθέτως η περίκλειστη Αρμενία διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με την Ισλαμική Δημοκρατία, ένα από τα λίγα σημεία επαφής της με τον έξω κόσμο, εφόσον τα σύνορα με την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν είναι κλειστά.
Σημειώνεται ότι μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, ο Καύκασος αποτελούσε επαρχία της Περσίας, ωστόσο οι σημερινοί ιθύνοντες του Ιράν εμπιστεύονται περισσότερο τη χριστιανική Αρμενία, παρά το ομόδοξο σιιτικό Αζερμπαϊτζάν, λόγω του φόβου του αζέρικου αυτονομισμού. Σημειώνεται ότι είναι περισσότεροι οι Αζέροι πολίτες του (βορειοδυτικού) Ιράν, παρά οι κάτοικοι του ανεξάρτητου Αζερμπαϊτζάν, ενώ αντίθετα η αρμενική κοινότητα σε πόλεις όπως το Εσφαχάν και η Τεχεράνη έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη σύγχρονη ιρανική ιστορία, ήδη από την Συνταγματική Επανάσταση του 1906.
πηγή:Capital.gr