25/04/2024

O Καύκασος φλέγεται και η Ευρώπη δυσκολεύεται να απαντήσει

Του Thomas de Waal
Carnegie Europe 

Ο νέος πόλεμος στην άκρη της Ευρώπης είναι μια ανθρωπιστική καταστροφή και μια μεγάλη διεθνής αποτυχία.

Η βία ξέσπασε μεταξύ των Αρμενίων και των Αζέρων γύρω και μέσα στην αμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στις 27 Σεπτεμβρίου, και συνεχίζεται ακόμη. Και ενώ η γειτονιά τους “φλέγεται”, οι ευρωπαϊκές χώρες δυσκολεύονται να απαντήσουν.

Αυτή ασφαλώς δεν είναι μια σύγκρουση όπου η κάθε πλευρά έχει μονοπώλιο στις πληγές και στη δικαιοσύνη. Αλλά οι Ευρωπαίοι πρέπει να μιλήσουν άμεσα για ορισμένα βασικά ζητήματα.

Η ομίχλη του πολέμου και ο θάνατος διεθνών δημοσιογράφων στην περιοχή, καθιστά δύσκολο το να διακρίνει κανείς σωστά τι συμβαίνει. Περίπου 300 άνθρωποι έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους στις 10 ημέρες μαχών.

Αλλά είναι σημαντικό να επισημάνουμε με έντονο τρόπο, τα φοβερά δεινά που υφίσταται ο αρμένικος πληθυσμός στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, την αμφισβητούμενη περιοχή η οποία βρίσκεται στην καρδιά της σύγκρουσης από το. 1988. Έχουν υποστεί βαρείς βομβαρδισμούς για περισσότερο από μία εβδομάδα.

Ο τοπικός επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα αναφέρει ότι ο μισός άμαχος πληθυσμός -περισσότεροι από 700.000 ΄άνθρωποι- έχουν τώρα φύγει από το Καραμπάχ, αλλά ο δρόμος προς την Αρμενία είναι επικίνδυνη διαδρομή. Ένας δυτικός δημοσιογράφος που βρίσκεται στην περιοχή, ανέφερε στις 7 Οκτωβρίου ότι “είναι σχεδόν αδύνατο να μεταδώσουμε από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ διότι οι βομβαρδισμοί δεν σταματούν ποτέ”.

Οι εκθέσεις της διεθνούς αμνηστείας αναφέρουν ότι οι ισραηλινής κατασκευής βόμβες cluster, οι οποίες απαγορεύονται με βάση το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, έχουν χρησιμοποιηθεί στο Καραμπα΄χ. Η βρετανική ΜΚΟ, Halo Trust, πέρασε χρόνια να καθαρίζει την περιοχή από τις θανατηφόρες συσκευές που παρέμειναν μετά από τη σύγκρουση στη δεκαετία του 1990, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερα κίνδυνο για τα παιδιά.

Η αρμένικη πλευρά έχει επίσης πλήξει πόλεις του Αζερμπαϊτζάν πολύ μακριά από την πρώτη γραμμή με πυροβολικό, με θανατηφόρα αποτελέσματα. Μια τηλεοπτική ομάδα του France 24 αναφερει όλη την προηγούμενη εβδομάδα για αρμενικα όπλα που πλήττουν τα αστικά κέντρα Ganje, Tarta, Barda, Beylagan του Αζερμπαϊτζάν.

Τι θα πρέπει να κάνουν οι Ευρωπαίοι; Η πανδημία του κορονοϊού, οι αμερικανικές εκλογές, και πολλοί άλλοι αντιπερισπασμοί προφανώς περιορίζουν τη διπλωματία -πραγματικά, αυτοί οι περισπασμοί ίσως να είναι ένας λόγος που το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο είναι σχεδόν σίγουρο ότι ξεκίνησε τη μάχη, έχει αποφασίσει να φέρει την κατάσταση υπέρ του με στρατιωτικά μέσα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζήτησε και καταδίκασε τη σύγκρουση. Αλλά όπως και με τη Λευκορωσία, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεν μπορούν να κάνουν πολλά, εξαιτίας της αρχής της ομοφωνίας -αν και σε αυτή την περίπτωση, η Κύπρος είναι στην πρώτη γραμμή του να ληφθεί δράση.

Ωστόσο, είναι απαράδεκτο να υπάρξει μια μέτρια αντίδραση -και όχι μόνο για καθαρά ηθικούς λόγους. Μια αποτυχία να απαντήσουν κατάλληλα, υπονομεύει τους ευρωπαϊκούς ισχυρισμούς ότι είναι στρατηγικός παράγοντας στη γειτονιά τους.

Ανοίγει μια τεράστια τρύπα στην κανονιστική ατζέντα της πολιτικής Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης της. ΕΕ και θέτει μεγάλη πίεση στον κοινό γείτονα και των δύο χωρών, στη Γεωργία, η οποία έχει μεγάλους μειονοτικούς πληθυσμούς Αζέρων και Αρμενίων.

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν αντιδράσει πιο ισχυρά. Η πιο έντονη αντίδραση είναι αυτή από τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron, αν και ακόμη και αυτός φαίνεται να έχει χάσει το κύριο σημείο εστιάζοντας κυρίως στον ρόλο της Τουρκίας που τροφοδοτεί τη σύγκρουση.

Οι Ευρωπαίοι μπορούν να ξεκινήσουν στέλνοντας πιο ηχηρά μηνύματα για την ίδια τη σύγκρουση και τα παράπονα και των δύο πλευρών.

Μπορούν να δηλώσουν ότι αν και αναγνωρίζουν καταρχήν την εδαφική ακεραιότητα του Αζερμπαϊτζάν -του οποίου το Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι ένα διεθννώς αναγνωρισμένο κομμάτι του- η χρήση βίας εναντίον ανθρώπων που ζουν σε μια αποσχιστική περιοχή δεν είναι περισσότερο αποδεκτή εδώ από ό,τι ήταν όταν ο Γιουγκσλάβος πρόεδρος Milosevic πρσπάθησε να το κάνει στο Κοσσυφοπέδιο ή όταν οι πρώην και τωρινοί πρόεδροι της Ρωσίας, Yeltsin και Putin, προσπάθησαν να το κάνουν στην Τσετσενία.

Αυτή η σύγκρουση, η οποία προηγείται της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, είναι η κλασική περίπτωση στην οποία η αυτοδιάθεση των Αρμενίων του Καραμπάχ για να ελέγξουν το ίδιο το μέλλον τους, είναι μια βασική αντίθετη αρχή από αυτή της εδαφικής ακεραιότητας. Στέλνοντας ρουκέτες και πυραύλους εναντίον των Αρμένιων του Καραμπάχ, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ilham Aliyev κυνικά υπονομεύει τον δικό του ισχυρισμό ότι σέβεται αυτούς τους ανθρώπους ως πολίτες του Αζερμπαϊτζάν.

Οι Ευρωπαίοι πρέπει επίσης να δηλώσουν πιο έντονα την υποστήριξή τους στο Αζερμπαϊιτζάν για το κύριο παράπονο του: για το γεγονός ότι για περισσότερες από δύο δεκαετίες, οι δυνάμεις της Αρμενίας έχουν ελέγξει όχι μόνο τη διαφιλονικούμενη περιοχή του Καραμπάχ, αλλά όλες ή μερικές, τις επτά περιφέρειες που ήταν κανονικές διοικητικές περιφέρειες του Αζερμπαϊτζάν αλλά είχαν την ατυχία να γίνουν ένα είδος στρατηγικής ζώνης ασφάλειας.

Αυτές οι περιοχές -ορισμένα μικρά μέρη των οποίων έχουν ανακαταληφθεί τις τελευταίες ημέρες- φιλοξενούσαν περισσότερους από μισό εκατομμύριο ανθρώπους και αποτελούν περισσότερο από το 8% των de jure εδαφών του Αζερμπαϊτζάν.

Έχοντας καταλάβει αυτές τις περιοχές το 1992-1993, με τη δηλωμένη πρόθεση να τις επιστρέψει στο πλαίσιο μιας συμφωνίας ειρήνης, η αρμένικη πλευρά έχει έκτοτε δείξει όλο και πιο έντονα ότι σκοπεύει να τις κρατήσει επ αόριστον. Τις ονομάζουν “απελευθερωμένες” περιοχές και τους δίνουν αρμένικα ονόματα, και περίπου 17.000 Αρμένιοι έποικοι έχουν κάνει τα σπίτια τους εκεί.

Η κατάσταση είναι απαράδεκτη -και ουσιαστικά καθιστούν την Αρμενία συνυπόλογο της νέας βίας. Χωρίς την επιστροφή αυτών των περιοχών στους εκατοντάδες χιλιάδες Αζέρων που ζούσαν εκεί, είναι αδύνατη μια ειρηνευτική διευθέτηση.

Πώς θα συμβιβαστούν αυτά τα δύο νόμιμα παράπονα;

Η μεγάλη αποτυχία της ομάδας Μινσκ, του διεθνούς οργάνου που ανέλαβε να διαπραγματευτεί μια ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης, είναι ότι παρέμεινε ουσιαστικά ένα κλειστό πλαίσιο διαμεσολάβησης που δεν είχε ποτέ την ικανότητα να εκφράσει μια ρητορική ειρήνης.

Η ρωσική διπλωματία του 19ου αιώνα -μυστικές συνομιλίες μεταξύ λίγων υψηλόβαθμων ανδρών (ποτέ γυναικών) σε δωμάτια γεμάτα καπνό, μικρή συναναστροφή με ειδικούς ή ομάδες της κοινωνίας των πολιτών- έθεταν τον τόνο.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη του Μινσκ και της ΕΕ -μόλις οι δύο πλευρές εξαντληθούν ή ο χειμώνας καταστήσει δύσκολες τις μάχες- είναι να προσπαθήσει να ξαναρχίσει μια διαφορετικού είδους ειρηνευτική διαδικασία που να καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων.

Το 1992, η νεοσυσταθείσα ομάδα Μινσκ ζήτησε να συγκληθεί μια διάσκεψη του Μινσκ για την επίλυση της σύγκρουσης στο Καραμπάχ. Η διάσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά η ανάγκη για αυτή τώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Αυτό θα ήταν ένα διευρωπαϊκό φόρουμ όπου κάθε πλευρά θα μπορούσε να εκφράσει τα παράπονα της και όλοι οι ενδιαφερόμενοι παράγοντες θα ήταν στο τραπέζι.

Η ζοφερή εναλλακτική φαίνεται να είναι μια παλαιού στυλ, 19ου αιώνα ειρήνη επιβληθείσα από τις Ρωσία και Τουρκία στην Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν από άνωθεν, λαμβάνοντας ελάχιστα υπόψη τις ανθρωπιστικές αρχές και τις ανάγκες τους.

 

 

πηγή: Capital.gr 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024