Η Ελλάδα στο επίκεντρο των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Αν. Μεσόγειο
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χριστόπουλος*
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσελκύει το ευρύτερο γεωπολιτικό θέατρο της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ πολλαπλών δρώντων, τόσο για τους γεωπολιτικούς αναλυτές, όσο και για μερίδα πολιτών. Αδιαμφισβήτητα, σε αυτό το γεωπολιτικό παίγνιο πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Τουρκία, η οποία μετά την ακύρωση του διατάγματος του 1934 από το συμβούλιο επικρατείας της Τουρκίας για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, κατέστη σε όλους σαφές, ότι διέβει την μαύρη τρύπα της ιστορίας, οδηγούμενη σε μία νέα πραγματικότητα και στη μετατροπή της από ένα κοσμικό, σε ένα μέρει φονταμενταλιστικό κράτος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις προηγούμενων ετών η Τουρκία το 2020 θα κινούταν, είτε μεταξύ ανελεύθερου ισλαμικού ή κοσμικού κράτους είτε μεταξύ πολιτικού πλουραλισμού. Ο αναθεωρητισμός σε συνδυασμό με τις στρατηγικές επιδιώξεις του πολιτικού οράματος του προέδρου Ερντογάν και του Νταβουτογλιανού στρατηγικού βάθους, να αναδειχθεί η Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη, φάνηκε να συγκλίνουν με την μετατροπή της σε ένα όχι ακραιφνώς ριζοσπαστικό ισλαμικό κράτος αλλά σε ένα μετριοπαθές.
Παράλληλα, η πολιτική και στρατιωτική εξουσία της Άγκυρας φαίνεται να έχει συναρτίσει τις στρατηγικές της επιδιώξεις με την επιβίωση της χώρας, συσπειρώνοντας, έτσι, τον λαό της Τουρκίας (αλλά και μέρος του ισλαμικού κόσμου) γύρω από το αφήγημα της δυτικής απειλής, δομώντας καθ’αυτόν τον τρόπο ένα φοβικό σύνδρομο των Σεβρών και ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τον ολοένα αυξανόμενο αντι-δυτικισμό στο εσωτερικό της χώρας. Είναι γνωστό δε το βάρος της οθωμανικής κληρονομιάς, το οποίο διακατέχει την τουρκική κοινωνία. Είναι επίσης φανερό πως ο πρόεδρος Ερντογάν αρέσκεται σε κινήσεις υψηλού σημειολογικού ενδιαφέροντος. Χαρακτηριστική υπήρξε η επιλογή της ημερομηνίας προσευχής στο μέχρι πρότινος μουσείο της Αγίας Σοφίας, η οποία συνέπιπτε με την ημερομηνία, της αμφισβητούμενης από μεριάς της Τουρκίας, υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης.
Παρόλα αυτά, ιδιαίτερης προσοχής τυγχάνει και η δήλωση του τούρκου Προέδρου σχετικά με την απελευθέρωση του τεμένους της Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ, κάτι που ευλόγως προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, εδραιώνοντας κατά αυτό τον τρόπο έναν ρόλο προστάτη, όχι μόνον του Τουρκικού λαού αλλά ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου. Δήλωση, που μέχρι πριν λίγο καιρό είχαμε συνηθίσει να ακούμε από μαχητές του ισλαμικού κράτους. Πέραν του προαναφερθέντος αφηγήματος, το προ ολίγων μηνών, δημοσιευθέν, προπαγανδιστικό βίντεο τουΤουρκικού Υπουργείου Επικοινωνιών επιβεβαιώνει επαρκώς τα παραπάνω. Στο εν λόγω βίντεο, που δημοσίευσε σε προσωπικό του λογαριασμό σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης ο επικεφαλής επικοινωνιών της Τουρκικής προεδρίας Φαχρεττίν Αλτούν, διακρίνει κανείς την προσπάθεια ανάδειξης της μεγαλειότητας του οθωμανικού ιστορικού συνεχούς. Από την μάχη του Ματζικέρτ με τον τροπαιοφόρο της μάχης και κατακτητή της Αρμενίας, σουλτάνο Αλπ Αρσλάν, μέχρι τον Φατίχ Μεχμέτ (Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής) στην Αγία Σοφία, έως τις σημερινές τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τα ερευνητικά πλοία Φατίχ και Ορούτς Ρέις, με το σχετικό βίντεο να κλείνει με πλάνα από το τέμενος της Αλ-Άκσα, κάνοντας το μήνυμα του νεο-οθωμανικού ονείρου σαφές. Είναι ασφαλές να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μία νεο-οθωμανική απειλή. Ακόμα και αν κάποιος θεωρήσει, ότι αυτή δεν υφίσταται, ο χαρακτηρισμός των πεσόντων τούρκων στρατιωτικών, οι οποίοι έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων εκτός συνόρων, ως «μάρτυρες», είναι αρκετός για να επιβεβαιώσει με τον πιο απόλυτο τρόπο, αυτή την νέα πραγματικότητα και το νέο πρόσωπο του τουρκικού κράτους.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός στο προσκήνιο
Η ολική αμφισβήτηση της Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί γεγονός, καθώς η Τουρκία επιχειρεί από το Β. Ιράκ κατά των Κούρδων μαχητών έως την Συρία και την Λιβύη με την μεταφορά μισθοφόρων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους (DAESH), θέτοντας παράλληλα ζήτημα Αν. Θράκης και ζητήματα κυριαρχίας των Δωδεκανήσων.
Σε αυτό το ευρύτερο επιχειρησιακό θέατρο που εκτείνεται, κατά προσέγγιση, από τον 17ο έως το 58ο μεσημβρινό, από την Λιβύη στα σύνορα της Κασπίας και την πρόσφατη διένεξη μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, στην εύθραυστη περιοχή της επαρχίας του Ταβούς και πλέον στο διαφιλονικούμενο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, είναι ευκόλως διακρινόμενη η στρατηγική προώθηση των τουρκικών συμφερόντων, αλλά και η προσπάθεια ανάδειξης της τουρκικής ισχύς στα σημεία ενδιαφέροντος, όπως και άσκησης επιρροής για την υλοποίηση επιδιώξεων, όπου μεταξύ άλλων, εμπεριέχουν κι ως απώτερο μέλημα τους την επέκταση των συνόρων στα πάλαι ποτέ εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την Χετζάζ έως το Γιβραλτάρ.
Όπως περιγράφει σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου του Γέιλ, Alan Mikhail, η προσπάθεια ταύτισης του τούρκου προέδρου με τον σουλτάνο Σελίμ Α’, ένατο σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος διπλασίασε σε έκταση την αυτοκρατορία και κατάφερε να ελέγξει το ανατολικό μισό της Μεσογείου με τις διαδρομές εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, κυριαρχώντας επίσης στις θαλάσσιες διαδρομές του Περσικού Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας, καθιστώντας την Οθωμανική αυτοκρατορία ισχυρή στρατιωτική και πολιτική δύναμη, εξηγεί εν πολλοίς τις μέχρι σήμερα φιλοδοξίες. Το πιο σημαντικό, βέβαια, είναι το γεγονός ότι ο σουλτάνος Σελίμ Α’ κατάφερε με την νίκη επί των Μαμελούκων και την επέκταση της αυτοκρατορίας, να την μετατρέψει για πρώτη φορά στην ιστορία στην πλειοψηφία της μουσουλμανική, ύστερα από διακόσια χρόνια στην πλειοψηφία ελληνορθόδοξου κράτους. Ενώ με την νίκη του κατάφερε να γίνει ο πρώτος Οθωμανός σουλτάνος που έθεσε υπό τον έλεγχο του, τις ιερότερες πόλεις του μουσουλμανικού κόσμου, της Μέκκας και της Μεδίνας, λαμβάνοντας τον τίτλο του ηγέτη του ισλαμικού κόσμου.
Η εν λόγω όμως προσπάθεια ανάδειξης, μίας ιδιότυπης μουσουλμανικής ούμας στο επίκεντρο της τουρκικής ατζέντας, θα μπορούσε στο άμεσο μέλλον να αποδειχτεί μοιραία για την γενικότερη ειρήνη, αφού θα οδηγούσε σε περαιτέρω συγκρούσεις με φιλόδοξες χώρες της περιοχής στην προσπάθεια ελέγχου, αλλά και με αξιώσεις ηγεσίας του μουσουλμανικού κόσμου με το πέρας του Συριακού πολέμου, ο οποίος ανάλογα την έκβαση και τις σχέσεις των μεταξύ δυνάμεων, θα καθορίσει την μελλοντική τεκτονική ολόκληρης της Μ. Ανατολής και όχι μόνο.
Ενδεχομένως, μία τέτοια χώρα να είναι η εν δυνάμει πυρηνική δύναμη του Ιράν, η οποία όχι μόνο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην γενικότερη γεωπολιτική σκακιέρα της Μ. Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, αλλά και στο πόλεμο της Συρίας. Σκοπός της Τουρκίας είναι να αποκτήσει μέσα στα επόμενα χρόνια πυρηνική τεχνογνωσία που θα συμβάλλει τα μέγιστα για να οριστεί ηγέτιδα δύναμη. Κάτι τέτοιο, ίσως, να ενέχει δυνητικές απειλές για την περιφερειακή ασφάλεια, αφού θα δημιουργούσε έριδες, λόγω συγκρουσιακών συμφερόντων, μεταξύ Τουρκίας-Ιράν για την κυριαρχία στην περιοχή.
Πέραν τούτου, η σημαντική γεωστρατηγική θέση που κατέχει η Τουρκία, ως χώρα γεωπολιτικού άξονα, ανάμεσα στα πιο αταξικά σημεία του πλανήτη, στο τρίγωνο των Βαλκανίων-Καυκάσου-Μ. Ανατολής, αλλά και η σημασία της, ως αρωγού, για την προώθηση των Αμερικανικών συμφερόντων και σταθερότητας στις εν λόγω περιοχές, αποτελούν το έρεισμα μίας αλαζονικής εξωτερικής πολιτικής.
Όπως έχει σημειώσει σε βιβλίο του, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ και διπλωμάτης Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, όλες οι παρελθούσες αυτοκρατορίες οικοδομήθηκαν στην βάση κατάληψης και διατήρησης ζωτικών γεωγραφικών περιοχών, ως ρυθμιστικά σημεία στο σύστημα του αυτοκρατορικού ελέγχου, όπως το Γιβραλτάρ και η Διώρυγα του Σουέζ. Δεδομένου, ότι η Τουρκία με την συνθήκη του Μοντρέ και το καθεστώς των στενών, ελέγχει ήδη την περιοχή των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, ευελπιστεί το 2023 να εντάξει στο στόλο της, το αεροπλανοφόρο Αναντολού, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο στρατηγικό πλεονέκτημα μέχρι το στενό του Γιβραλτάρ, αλλά και την ικανότητα επικράτησης στην Θάλασσα, αναβαθμίζοντάς την σε περιφερειακή δύναμη, έχοντας πλέον το γόητρο και την προβολή μίας ισχυρής ναυτικής δύναμης.
Επίσης, οι τουρκικές βάσεις στις χώρες του Κατάρ, κοντά στο στενό του Ορμούζ, της Σομαλίας αλλά και η συνεργασία της με χώρες του Νείλου όπως το Σουδάν, στο πεδίο της στρατιωτικής βιομηχανίας, καθώς και η ολοένα εντονότερη προσπάθεια ανάμειξής της στον πόλεμο της Υεμένης, καταδεικνύουν τις φιλοδοξίες της. Επιπλέον, η συνάντηση του τούρκου προέδρου με ηγετικά στελέχη της Χαμάς και η παροχή διαβατηρίων σε μέλη της οργάνωσης, αποκαλύπτουν με εμφανή τρόπο τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας, ως αναθεωρητικής δύναμης, δυναμιτίζοντας παράλληλα τις, σχετικά, οξύμενες σχέσεις της με το Ισραήλ. Είναι γνωστό, ότι σε αυτές τις φιλοδοξίες, σταθερός σύμμαχός της παραμένει η χώρα του Κατάρ και η Μουσουλμανική Αδελφότητα (Al-Ikhwan al-Muslimun), όπως γνωστή και η αλληλοεξάρτηση τους.
Αναδυόμενη στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ου αιώνα, η Μουσουλμανική Αδελφότητα αποτέλεσε την ρίζα της Παλαιστινιακής οργάνωσης κατά την πρώτη Ιντιφάντα, επανειλημμένως τασσόμενη υπέρ των επιθέσεων εναντίων των Ισραηλινών. Μετά το ξέσπασμα της Αραβικής άνοιξης και την Αιγυπτιακή Επανάσταση το 2011, η χώρα της Αιγύπτου με την παραίτηση του Χόσνι Μουμπάρακ, βρέθηκε υπό την διοίκηση του εκλεκτού της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Μοχάμεντ Μόρσι. Το 2013, ωστόσο, μετά από νέες διαδηλώσεις που ξέσπασαν με κατηγορίες κατά της φιλο-ισλαμικής πολιτικής του, εκδιώχθηκε και φυλακίστηκε μετά από πραξικόπημα.
Μαζί με την πτώση του Μόρσι, σηματοδοτήθηκε και η πτώση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην χώρα. Κατά την περίοδο αυτών των διαδηλώσεων, σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτισε και ο σημερινός πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, ο οποίος με την ανάληψη των καθηκόντων του κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον συνασπισμό της Χαμάς και του Ισλαμικού κράτους στην επαρχία του Σινά, κοντά στα σύνορα με την Γάζα, ως περιοχή κοινού ενδιαφέροντος μεταξύ των δύο. Έκτοτε, το Αιγυπτιακό κράτος αντιμετωπίζει την απειλή του Ισλαμικού κράτους του Ιράκ και Λεβάντ (ISIL Wilayat al-Sinai ή Ansar Bait al-Maqdis) υπό την εμφανή στήριξη της Αδελφότητας κατά του προέδρου Σίσι.
Οφείλει να διευκρινιστεί, ότι δεν πρόκειται για μία συμμαχία, η οποία μοιράζεται κοινές αντιλήψεις, αλλά για άτυπη συνεργασία που βρίσκει την Χαμάς αντίθετη με την δράση του Ισλαμικού κράτους εντός των Παλαιστινιακών εδαφών. Η συμπαράσταση του τούρκου προέδρου έρχεται να συμπληρώσει την αλληλουχία των σχέσεων στην περιοχή. Η εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας, στην προσπάθεια της να υπηρετήσει και να υπερασπιστεί την θέση της στον αραβικό και κυρίως στον μουσουλμανικό κόσμο, αναλώνεται στην εκμετάλλευση μη-κρατικών δρώντων (proxy wars), με την στήριξη «αντικαθεστωτικών» ομάδων του ισλαμικού χαλιφάτου προς εξυπηρέτηση και προώθηση των τουρκικών συμφερόντων. Επενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ριζοσπαστικών ομάδων του ισλαμικού κράτους. Όμοια τακτική ακολουθήθηκε και στην εμπλοκή της στον πόλεμο της Λιβύης, με την μεταφορά μισθοφόρων μαχητών προς ενίσχυση της κυβέρνησης Σάρατζ, ενώ σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα παρόμοιες ομάδες μεταφέρθηκαν προς ενίσχυση του Αζερμπαϊτζάν.
‘’Σε αυτούς τους σχεδιασμούς, ωστόσο, η Ελλάδα δεν φαίνεται να αποτελεί τον στόχο, αλλά ένα σημαντικό εμπόδιο στο γενικότερο σχεδιασμό των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.’’
Η Ελλάδα στο επίκεντρο
H κρίση στον Έβρο, ως αποτέλεσμα του πολύνεκρου βομβαρδισμού Τούρκων στρατιωτών από ρωσικές και συριακές δυνάμεις στα περίχωρα του Ιντλίμπ και την σπασμωδική κίνηση της Τουρκίας, με σκοπό τον εκβιασμό της Δύσης για συμμετοχή της στον Συριακό εμφύλιο, έφερε την ελληνική κοινή γνώμη αντιμέτωπη με μία πρωτόγνωρη πραγματικότητα.
Μολονότι, η κρίση του COVID-19 στάθηκε αρκετή για να παγώσει προσωρινά την τουρκική ένταση και σχεδιασμούς, μετά τον μερικό έλεγχο της πανδημίας ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ένα μεγάλο ζήτημα ασφαλείας θα τεθεί σε όλη την περιοχή της Μεσογείου. Μπορεί η παρούσα χρονική καμπή να μην απέχει πολύ, από αυτό, το οποίο περιέγραψε εν πολλοίς ο S.Huntington στο περίφημο έργο του ως σύγκρουση πολιτισμών (‘’Clash of Civilization’’), παρόλα αυτά το διακύβευμα για την τουρκική εξωτερική πολιτική δεν έγκειται μονάχα στο διαμορφούμενο πολιτισμικό-θρησκευτικό πεδίο σύγκρουσης, αλλά ανάγεται και σε οικονομικό. Η ανέλιξη της δεν αρκείται μόνο στον ρόλο ηγέτη της περιοχής και στον ρόλο ηγέτη του σουνιτικού κόσμου, αλλά στόχος του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan) είναι, μεταξύ άλλων, και η συμμετοχή της στα ενεργειακά ζητήματα της Μεσογείου, ακόμα και αν αυτή επιτευχθεί με τρόπο προκλητικό και κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου.
Σε αυτούς τους σχεδιασμούς, ωστόσο, η Ελλάδα δεν φαίνεται να αποτελεί τον στόχο, αλλά ένα σημαντικό εμπόδιο στο γενικότερο σχεδιασμό των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Ένα εμπόδιο, το οποίο αν δεν ξεπεραστεί θα καταστήσει τις τουρκικές βλέψεις αδύνατες. Γεγονός, που καθιστά τον κίνδυνο κλιμάκωσης της έντασης εκ μέρους της Τουρκίας, ολοένα και πιο ρεαλιστικό. Για τον τουρκικό επεκτατισμό, ζωτικής σημασίας αποτελεί ο θαλάσσιος χώρος του 28ου Μεσημβρινού που διατέμνει την νήσο Ρόδος, αφού αποτελεί για αυτή παράθυρο για την Μεσόγειο. Βάσει του ανυπόστατου Τουρκο-Λιβυκού συμφώνου, με την μη νόμιμη αλλά διεθνώς αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, κυβέρνηση ΣάραΤζ, η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου (ΤΡΑΟ), κατέθεσε στις 30 Μαΐου σχετικό αίτημα στο Υπουργείο Ενέργειας για την διεξαγωγή ερευνών σε υποθαλλάσιες περιοχές σε απόσταση 6 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Ρόδου, Κρήτης, Κάσου και Καρπάθου, το οποίο με την σειρά του δημοσιεύτηκε στην Τουρκική εφημερίδα της κυβερνήσεως.
Αξιοσημείωτο, ότι καμία Ελληνική κυβέρνηση, μέχρι σήμερα, δεν έχει εκδώσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ για την περιοχή ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού, το σημείο δηλαδή, το οποίο αξιώνεται και οικειοποιείται η Τουρκία ως δική της κυριαρχική περιοχή. Η πρόσφατη και τμηματική συμφωνία ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Αιγύπτου ωστόσο συμφύεται με το παράνομο Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο, ακυρώνοντας νομικά, τους ισχυρισμούς της Άγκυρας. Όπως ανέφερε ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, η Ελληνο-Αιγυπτιακή ΑΟΖ, προβλέπει την υπογραφή της οριοθέτησης, με την ρητή όμως δέσμευση των συμβαλλόμενων μερών για μελλοντική ολοκλήρωση της τμηματικής συμφωνίας τόσο δυτικά του 26ου μεσημβρινού, όσο και ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Η ολοκλήρωση της οποίας, κρίνεται επιβεβλημένη για την νήσο Καστελόριζο και για την Ελληνοκυπριακή ΑΟΖ, όντας το Καστελόριζο η χρυσή τομή για την εν λόγω συμφωνία οριοθέτησης. Παρόλο που η μειωμένη επήρεια στο νησί της Κρήτης εκπέμπει για αρκετούς μάλλον δίσημα μηνύματα.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει αποδείξει ότι δεν επιθυμεί κλιμάκωση της έντασης με σκοπό την σύγκρουση. Οι τουρκικές κινήσεις φέρεται να ισορροπούν μεταξύ τετελεσμένων και ομαλότητας. Χρησιμοποιώντας την τακτική του διπλωματικού πειθαναγκασμού, σκοπός της είναι η δημιουργία τετελεσμένων για νομιμοποίηση κινήσεων και διαπραγμάτευση. Ο επιδιωκόμενος στόχος της Άγκυρας δεν είναι ένα πολεμικό επεισόδιο πλήρους κλίμακας, αλλά η ελεγχόμενη κλιμάκωση για πραγματοποίηση της στρατηγικής αλλαγής συνόρων δια τετελεσμένων δίχως αυτή να χρειαστεί να περιέλθει σε σύρραξη. H βίαιη επιβολή διαλόγου, εφ’ όλης της ύλης, η οποία θα ανταποκρίνεται στα τουρκικά αιτήματα. Σε όλα τα αιτήματα που, αυτή, θα θέσει προς διάλογο, παρακάμπτοντας την μία και μοναδική διαφορά την οποία διατείνεται διαχρονικά η ελληνική πλευρά και αφορά το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας σύμφωνα με τον κανόνα της μέσης γραμμής, όπως αυτή κατοχυρώνεται από τον νόμο Μανιάτη (Ν.4001/2011). Επιπλέον, λόγω της πτωτικής τάσης της αξίας της τουρκικής λίρας -ελλείψει ενός εκ των σημαντικότερων συντελεστών ισχύος- κάτι τέτοιο θα έμοιαζε απονενοημένο. Το ρίσκο απέναντι σε έναν τακτικό και αξιόμαχο στρατό θα ήταν ιδιαίτερα υψηλό.
Εντούτοις, η άρνηση κύρωσης της «συνθήκης του Montego Bay» για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία συνοδεύτηκε με την εν ισχύι απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (1995) για Casus Belli, απέναντι στο μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων (Αιγιαλίτιδας ζώνης) στα 12 ν.μ., όπως και η κλιμάκωση της ρητορικής από την πολιτική ηγεσία της Άγκυρας, όσο και τα υψηλά επίπεδα προπαγάνδας στον καθεστωτικό Τύπο μαζί με τις κατάφωρες αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων, τα οποία υφίστανται βάσει του διεθνούς δικαίου ab initio (εξ υπαρχής) και ipso facto (αυτοδικαίως), δεν θα πρέπει να θεωρούνται αμελητέα ποσότητα.
‘’Ειρήνη δια την εποχή μας’’
Ρίχνοντας μία σύντομη ματιά στο γεωπολιτικό σκηνικό κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου θα διακρίνουμε αρκετές ομοιότητες με το γεωπολιτικό σκηνικό σήμερα. Ήταν το αίτημα του γερμανικού λαού σε συνδυασμό με το βαρύ αίσθημα αδικίας αυτά που οδήγησαν στην παραβίαση και αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών.
Σήμερα, παρέα με το αίτημα μεγάλης μερίδας τούρκων πολιτών, αυτό καθρεφτίζεται εν πολλοίς στην τουρκική αναθεωρητική πολιτική και την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης. Μετά την συνδιάσκεψη του Λοκάρνο, όπως και με την ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, αρκετοί πίστεψαν ότι όχι μόνο θα καταφέρουν να θέσουν την Γερμανία υπό τον έλεγχο των Μ. Δυνάμεων της εποχής, αλλά θα μπορούσαν, επίσης, να αξιοποιήσουν την θέση της στον χάρτη έναντι της ανατολικής «απειλής».
Εξάλλου, η Γερμανία ανέκαθεν είχε το βλέμμα της στραμμένο στην Ανατολική Ευρώπη, πνιγμένη μέσα στο πέπλο της Μεσευρώπης. Εις μάτην, με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, αρκετά οξυδερκείς πολιτικοί όπως ο Πρόεδρος Ρούσβελτ και ο Ουΐνστων Τσόρτσιλ επεσήμαναν εγκαίρως τον κίνδυνο που αναδυόταν από τις στάχτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και την ανάγκη αποδοχής των προτάσεων της Ε.Σ.Σ.Δ για μία ευρύτατη συμμαχία στο όνομα της συλλογικής ασφάλειας, που θα ανέκοπτε τις επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας.
Παρά τις ευκαιρίες των δυνάμεων της εποχής να επιδείξουν σταθερότητα και να σταματήσουν τον εξοστρακισμό του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος και παρά την συνθήκη αμοιβαίας εγγυήσεως μεταξύ των ενδιαφερόμενων δυνάμεων και την συνθήκη διαιτησίας ως αποτέλεσμα της Συνδιάσκεψης του Λοκάρνο, δυστυχώς, οι κατευναστικές πολιτικές και η υποχωρητικότητα των Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ, προς αποφυγή του πολέμου, οδήγησαν στην αθέτηση των πολιτικών εγγυήσεων προς τις απειλούμενες χώρες και στην Συμφωνία του Μονάχου, η οποία κατέληξε στην παραχώρηση της Σουδητίας και ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας, χαρακτηριζόμενη ως νίκη της ειρήνης.
Εδώ αξίζει να φέρουμε στο μυαλό μας το επιγραμματικό αλλά και επίκαιρο σχόλιο του Ουΐνστων Τσώρτσιλ σχετικά με την συμφωνία του Μονάχου, ο οποίος είπε: «η κυβέρνηση είχε να διαλέξει ανάμεσα στον πόλεμο και την ατίμωση. Διάλεξε την ατίμωση. Αλλά θα έχει και πόλεμο». Ο πιο σημαντικός παραλληλισμός όμως είναι αυτός της γεωγραφικής αξίας που κατείχε τότε η Γερμανία με αυτή της Τουρκίας σήμερα, ως ανάχωμα στην ρωσική επιρροή.
Πέρα από την τραγωδία που επέφερε η Συμφωνία του Μονάχου, η Αγγλο-Γαλλική εξωτερική πολιτική απέδιδε, επίσης, την υποχωρητικότητά της, στις ελπίδες που έθρεφε για την εκδήλωση της γερμανικής επιθετικότητας στα Ανατολικά. Μάλιστα, όπως μαθαίνουμε από ντοκουμέντα της εποχής, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Χάλιφαξ και μέλη της βρετανικής κυβέρνησης θεώρησαν ότι η Γερμανία με την αντι-κομμουνιστική πολιτική της θα ήταν χρήσιμη ως οχυρό απέναντι στην κομμουνιστική ιδεολογία ανακόπτοντας την πορεία της προς Δυσμάς.
Έτσι και σήμερα, η υποχωρητικότητα και η αδυναμία χάραξης μίας κοινής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, η οποία κατόρθωσε να θέτει σε αμφισβήτηση ακόμα και την λειτουργικότητα της νοτιο-ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, έγκειται στη σημασία της γεωγραφικής της θέσης έναντι της ρωσικής επιρροής και κυριαρχίας της ζώνης άξονα επί του αναχωματικού δακτυλίου.
Με την Ευρωπαϊκή Ένωση, σαφώς αποδυναμωμένη εσωτερικά, περνώντας μία άνευ προηγουμένου υπαρξιακή κρίση, η αδυναμία χάραξης κοινής εξωτερικής πολιτικής αναδεικνύει περισσότερο από ποτέ το επιτακτικό αίτημα ολοκλήρωσης μίας αμυντικής ένωσης πέραν από οικονομικής. Με την εξωτερική της πολιτική μερικώς ανύπαρκτη, ο παραδοσιακός άξονας Βερολίνο-Ουάσινγκτον φαίνεται να αποκλίνει από την στρατηγική του Παρισιού, ακολουθώντας μία κατευναστική πολιτική έναντι των προκλήσεων της Άγκυρας. Οι διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας αδυνατούν να θεμελιώσουν ένα κοινό αμυντικό Ευρωπαϊκό δόγμα.
Σε αυτό το κενό, ως ακρογωνιαίος λίθος στην αμυντική «ολοκλήρωση» της Ένωσης, έρχεται να λειτουργήσει η Βορειο-Ατλαντική συμμαχία, η οποία όμως επιδιώκει την υλοποίηση της δικής της ατζέντας. Με την Ευρώπη, να ακολουθεί το μονοπάτι της κατευναστικής «πολιτικής Χάλιφαξ» και με την περίοδο εσωστρέφειας που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ, το δίλημμα ασφαλείας της Ελλάδας προτρέπει σε αναζήτηση συμμαχιών ακόμα και πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Λαμβανομένου υπόψη του άναρχου και ασταθούς περιβάλλοντος στην Αν. Μεσόγειο και μη, κατά γενική ομολογία, η Ελληνική διπλωματία βρίσκεται μέχρι σήμερα σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, με κύριο μέλλημά της, την παγίωση και την διεύρυνση συμμαχιών.
Σε έναν νέο πολυπολικό κόσμο που ξετυλίγεται μπροστά μας, η Ελλάδα, καλείται να επιβιώσει σε ένα δομικό σύστημα που οι συμμαχίες θα εναλλάσσονται κατά πως θα διαμορφώνονται τα εκάστοτε συμφέροντα των κρατών, απαλλαγμένη από μονοδιάστατες πολιτικές και οπαδισμούς. Πολλά και εύλογα ερωτήματα προκύπτουν σχετικά με τα ελληνοτουρκικά. Η δημιουργία, ωστόσο, ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού πλάνου θα πρέπει να θεωρείται μονόδρομος. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι η Τουρκία ακόμα και μετά την κυβέρνηση Ερντογάν (AKP) θα συνεχίσει την πορεία της στο χρόνο. Οφείλουμε να σκεφτούμε ποια όψη θα έχει μελλοντικά, ποιοι θα είναι οι μεταβλητοί παράγοντες που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν σε περαιτέρω εκτροχιασμό ή εκδημοκράτιση και κυρίως να αποβάλλουμε φοβικά σύνδρομα του παρελθόντος έναντι του ρίσκου. Μέσα στο μετα-νεωτερικό πλαίσιο της εποχής, η φθίνουσα πορεία που ακολουθεί η περίοδος της μακράς ειρήνης, είναι φυσικό να αφήνει αρκετούς με απορία σχετικά με τη διεθνή πολιτική σκηνή. Είναι σαν να σταμάτησε ξαφνικά ο χρόνος στην μέρα της 11ης Σεπτεμβρίου και σήμερα να συνεχίζεται ό,τι έμεινε στην μέση την περίοδο πριν την μεγάλη επίθεση. Δεν είναι άλλο, παρά απόρροια της εποχής των ψευδαισθήσεων που επήλθε μετά την πτώση του Τοίχους, όπου πολλοί, αφελώς, είκασαν, πως το τέλος της Ιστορίας θα ταυτιζόταν με την νίκη της Φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο αέναος ανταγωνισμός μεταξύ δρώντων για επιβολή ιδεών και αξιών για παγκόσμια τάξη, δεν αποτελεί κάτι το πρωτόγνωρο.
Σε αυτή την προσπάθεια επιβολής η σημερινή κοινωνία συγκρούεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό της και στον ιδεαλισμό για κοινωνία. Είναι σαφές, ότι το Ελληνικό κράτος 200 χρόνια μετά την ανεξαρτησία του, εάν θέλει να επιβιώσει, θα πρέπει να αποβάλλει τα κατάλοιπα που άφησε η εποχή των ψευδαισθήσεων, επιλέγοντας μία ρεαλιστική και πραγματιστική ματιά και κυρίως να οραματιστεί το μέλλον και την θέση που θα επιθυμεί να κατέχει στο διεθνές σύστημα, πραγματώνοντας το δικό της γεωπολιτικό δόγμα. Διότι, όπως ειπώθηκε και από τον Φρανκλίνο Ρούζβελτ στην ομιλία του πριν την Δημοκρατική Εθνική Σύμβαση το 1936: «This generation (of Americans) has a rendezvous with destiny».
*Φοιτητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ