Πώς οι εκλογές στις ΗΠΑ μπορούν να επηρεάσουν τις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας
Του Andrey Kortunov
Carnegie Moscow Center
Για αρκετά χρόνια τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση διεξάγει “πολέμους” χαρακωμάτων σε δύο μέτωπα. Στο ανατολικό μέτωπο, οι Βρυξέλλες βρίσκονται σε διαμάχη με μια ¨κακή” Μόσχα από το 2014: αρνήθηκαν να καταργήσουν τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας, απέφυγαν όλες τις επιθέσεις πληροφοριών του Κρεμλίνου, και επιχείρησαν να διατηρήσουν μια ενωμένη θέση μεταξύ των ατάκτων στις τάξεις τους.
Στο δυτικό μέτωπο, για σχεδόν τέσσερα χρόνια η ΕΕ αποκρούει τις επιθέσεις του Donald Trump: το bête noire της παγκόσμιας πολιτικής που επιμένει στην αναθεώρηση των εμπορικών σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ και υποστηρίζει τους ευρωσκεπτικιστές και τους αντιφρονούντες της ΕΕ, απαιτώντας πίστη από τους τελευταίους, που είναι στο όριο της απόρριψης συνολικά της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι ένας πόλεμος που διεξάγεται σε δύο μέτωπα ποτέ δεν τελειώνει καλά -τουλάχιστον όχι στην Ευρώπη. Οι Βρυξέλλες είναι τυχερές που η Μόσχα και η Ουάσιγκτον δεν συντονίζονται μεταξύ τους. Και πάλι, η ΕΕ δεν έχει κατορθώσει να πετύχει μια ξεχωριστή ειρηνευτική συμφωνία -ή ακόμη και μια σταθερή κατάπαυση του πυρός- σε οποιοδήποτε μέτωπο. Τα διπλωματικά διαβήματα από τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron, τη Γερμανίδα Καγκελάριο Angela Merkel και την πρόεδρο της Κομισιόν Ursula von der Leyen, καταλήγουν κάθε φορά σε μεγαλύτερη απογοήτευση και παροξυσμό του ευρώ-πεσιμισμού. Οι γεωπολιτικοί αντίπαλοι τόσο στα Ανατολικά όσο και στα Δυτικά της ΕΕ, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις.
Μετά από την δηλητηρίαση του Ρώσου αντιπολιτευόμενου ηγέτη, Alexei Navalny, ο επόμενος γύρος ειρηνευτικών συνομιλιών με τη Ρωσία έχει αναβληθεί επ αόριστον. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Sergey Lavrov, έχει δημιουργήσει αμφιβολίες για το αν έχει αξία να συνεχιστεί η επαφή Μόσχας και Βρυξελλών. Το Κρεμλίνο δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένο από το “new normal” στη σχέση με την ΕΕ, αλλά ξεκάθαρα κανείς δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να συζητήσει τους όρους της νέας τους συνθηκολόγησης. Η ρωσική ηγεσία φαίνεται αποφασισμένη να πολεμήσει μέχρι το τέλος.
Εάν ο Trump επανεκλεγεί για δεύτερη προεδρική θητεία, ο πόλεμος της ΕΕ σεδύο μέτωπα φαίνεται βέβαιο ότι θα συνεχιστεί για άλλα τέσσερα χρόνια. Δεν υπάρχει λόγος οι Ευρωπαίοι πολιτικοί να ελπίζουν ότι ο εγωκεντρικός πρόεδρος θα έχει μια επιφάνεια και ξαφνικά θα ασπαστεί τις δυτικές αξίες ή ιδέες της διατλαντικής αλληλεγγύης. Αν μη τι άλλο, το αντίθετο είναι πιθανό: η αναπόφευκτη δυσκολία της οικονομικής ανάκαμψης και η πιθανή κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Κίνα, θα οδηγήσει την κυβέρνηση trump να εντείνει ακόμη περισσότερο τις πιέσεις στην ΕΕ.
“Η ΕΕ είναι χειρότερη από την Κίνα. Απλώς είναι μικρότερη”, τόνισε ο trump μόλις πέρυσι, διαμαρτυρόμενος για τους φόρους και τους δασμούς. Ο πρόεδρος θεωρεί ότι η πολιτική του έναντι των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της κυβέρνησης του, και έχει κάθε πρόθεση να συνεχίσει να το κάνει μέχρι το 2024.
Εάν τον Ιανουάριο βρίσκεται στον Λευκό Οίκο ο Δημοκράτης Joe bide, είναι αναπόφευκτες οι αλλαγές στο δυτικό μέτωπο. Ασφαλώς, οι αναρίθμητες πολιτικές, οικονομικές και στρατηγικές διαφορές μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών δεν θα εξαφανιστούν, και ασφαλώς δεν θα υπάρξει επιστροφή στις παλιές καλές ημέρες του Barack Obama και του Bill Clinton.
Αλλά ο Biden, με την εμπειρία του στην εξωτερική πολιτική και την τάση του να συμβιβάζεται, θα εργαστεί επιμελώς για την αποκατάσταση των διατλαντικών σχέσεων. Με μια κυβέρνηση Biden, πιθανότατα θα δούμε περισσότερη ευελιξία από τη Ουάσιγκτον στις εμπορικές συνομιλίες με την ΕΕ, περισσότερη ετοιμότητα στις ΗΠΑ να λάβουν υπόψη την θέση της ΕΕ αναφορικά με τις προσεγγίσεις επί προβλημάτων παγκοσμίως, και να αυξήσουν την προσοχή στις ευρωπαϊκές θέσεις σε περιφερειακές κρίσεις. Με άλλα λόγια, οι Δημοκρατικοί είναι έτοιμοι αν όχι για την αιώνια ειρήνη, τότε τουλάχιστο για μια διαρκή κατάπαυση πυρός με την Ευρώπη. Βασίζονται στην ένωση με τον Παλιό Κόσμο στην μάχη εναντίον των όλο και πιο ισχυρών -κοινών- γεωπολιτικών τους εχθρών.
Ακόμη και μια μερική αποκατάσταση της διατλαντικής ενότητας, θα αποτελέσει πλήγμα στην εικόνα του κόσμου που η ρωσική ηγεσία θέλει να περιγράψει. Μια νέα ενοποίηση της Δύσης, ανεξάρτητα από το πόσο προσωρινή είναι, έρχεται σε αντίθεση με το επίσημο αφήγημα του Κρεμλίνου για το αμείλικτο κίνημα του διεθνούς συστήματος προς μια πολυκεντρική παγκόσμια τάξη. Ακόμη χειρότερα, θα μπορούσε να δώσει στη συλλογική Δύση νέα εμπιστοσύνη.
Επιπλέον, η κατάπαυση πυρός μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα για τους διάφορους ευρωσκεπτικιστές, λαϊκιστές και εθνικιστές για τους οποίους ο Trump είναι πρότυπο. Επίσης θα έπληττε τους πολιτικούς εταίρους του Κρεμλίνου. Μία νίκη του Biden θα έδινε νέα πνοή στους υποστηρικτές των δυτικών φιλελεύθερων αξιών τις οποίες η Μόσχα έχει ήδη διαγράψει ως απελπιστικά ξεπερασμένες.
Μια αλλαγή στη διακυβέρνηση στον Λευκό Οίκο πιθανότατα θα μειώσει, αν δεν εξαλείψει, το ενδιαφέρον της ΕΕ για ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Ρωσία. Έχοντας συμφωνήσει μια ανακωχή στο δυτικό μέτωπο, οι Βρυξέλλες θα ήταν περισσότερο από ικανές να μεταφέρουν γρήγορα τις δυνάμεις τους στο Ανατολικό μέτωπο. Ένας Δημοκρατικός Αμερικανός πρόεδρος πιθανώς θα χαιρέτιζε μια τέτοια στρατηγική κίνηση, βλέποντας την αντιπαράθεση με την Ρωσία ως έναν τρόπο να ενισχυθεί η διατλαντική σχέση.
Κατά πάσα πιθανότητα, μια νίκη του Biden θα περιόριζε σοβαρά το περιθώριο που έχει η Ρωσία για ελιγμούς στην πολιτική της στην ΕΕ, και ίσως στην ευρύτερη εξωτερική πολιτική. Μια πιο ενωμένη Δύση θα μπορούσε να ενοποιηθεί όχι μόνο σε μια αντί-ρωσική πλατφόρμα, αλλά επίσης, σε μικρότερο βαθμό, εναντίον της Κίνας.
Εν μέσω αντιπαράθεσης με το Πεκίνο, μια κυβέρνηση Biden πιθανώς θα επιδίωκε να διευρύνει τις συμμαχίες της και να δημιουργήσει νέους εταίρους στην Ασία, στη Λατινική Αμερική και στη Μέση Ανατολή. Αν και μια τέτοια πολιτική θα έθετε ως στόχο την Κίνα, επίσης εμμέσως θα επηρέαζε και τη Ρωσία, καθώς πιθανώς θα επιταχύνει την μετάβαση προς ένα διπολικό διεθνές σύστημα, αυξάνοντας την εξάρτηση της Μόσχας από το Πεκίνο, με όλες τις επακόλουθες συνέπειες.
αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν μπορεί να προκύψει τίποτα καλό για τη Μόσχα από μια προεδρία του Biden, και από την ενισχυμένη διατλαντική συνεργασία. Οι βελτιωμένες σχέσεις με την ΕΕ θα μπορούσαν να συγκρατήσουν ορισμένες από τις καταστροφικές παρορμήσεις προκύπτουν σήμερα από την Ουάσιγκτον. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να δείξουν νέο ενδιαφέρον για τον έλεγχο των όπλων, μαλακώνοντας την τρέχουσα ασυμβίβαστη θέση για το Ιράν, και σε μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση για την επίλυση της ισραηλινό-παλαιστινιακής σύγκρουσης.
Συνολικά, μπορεί να αναμένεται ότι η αμερικανική πολιτική υπό τον Biden θα μπορούσε να γίνει πιο επαγγελματική, λογική, συνεπής και προβλέψιμη. Ένα νέο στυλ αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες και νέες προκλήσεις για τη Μόσχα.
Ασφαλώς, είναι ριψοκίνδυνο να προβλέπει κανείς πώς θα μοιάζει η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό τη διακυβέρνηση Biden, Κανείς δεν γνωρίζει τι θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο στα επόμενα πέντε χρόνια. Αλλά μπορεί με ασφάλεια να πει ότι μια νίκη του Biden θα μπορούσε να σημαίνει ένα καθοριστικό σημείο απομάκρυνσης από την αστάθεια και το χάος στις διεθνείς σχέσεις, προς μια σταδιακή και ίσως αργή και ασυνεπής, συστημική σταθεροποίηση.
Αυτό θα σήμαινε αναμφίβολα μια νέα πραγματικότητα για τη Ρωσία που θα αμφισβητούσε την εικόνα του Κρεμλίνου για το πώς εξελίσσεται ο κόσμος. Πραγματικά, για να συνεχιστεί η αναλογία της στρατιωτικής ιστορίας, σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η ιδέα μιας νέας συνθήκης ειρήνης Brest-Litovsk για τη Ρωσία, δεν θα φαινόταν πλέον παράλογη.
πηγή: Capital.gr