Τραμπ εναντίον Μπάιντεν: Από πού περνά ο δρόμος προς τη νίκη
Του Κώστα Ράπτη
Όχι μόνο διχασμένη, αλλά και συνολικά αποδυναμωμένη. Αυτή την εικόνα του εαυτού της αναμένεται να προσφέρει στην υφήλιο η Αμερική, μετά τη σημερινή εκλογική μάχη για τον Λευκό Οίκο και την ανανέωση του Κογκρέσου, στην οποία τα δύο στρατόπεδα προσέρχονται προετοιμάζοντας το ακροατήριό τους όσο ποτέ για σενάρια θεσμικής ανωμαλίας. Εξαιρουμένου του (υπαρκτού, αλλά όχι και βέβαιου) σεναρίου ενός “Γαλάζιου Κύματος”, ήτοι μιας καθαρής νίκης που θα χαρίσει στους Δημοκρατικούς τον έλεγχο τόσο της εκτελεστικής εξουσίας όσο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου, οι περισσότερες πιθανότητες παραπέμπουν σε μία ανάδειξη των αδυναμιών της Αμερικής.
Και (αφήνοντας κατά μέρος τις πολιτικές αδυναμίες που εικονογραφούνται στην μονομαχία δύο κάθε άλλο παρά χαρισματικών υποψηφίων στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους) αυτές μπορεί να αποδειχθούν τόσο συνταγματικές, όσο και διαδικαστικές.
Με άλλα λόγια, το ότι οι εκλογές αυτές αντιμετωπίζονται ως “θρίλερ” έχει να κάνει αφενός με το απαρχαιωμένο σύστημα του Εκλεκτορικού Κολλεγίου (ειδάλλως, με δεδομένο το δημοσκοπικό προβάδισμα του Μπάιντεν στη λαϊκή ψήφο το αποτέλεσμα θα είχε προεξοφληθεί) και αφετέρου με τα προβλήματα στην καταμέτρηση που θεωρείται εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα προκύψουν από τον μεγάλο αριθμό φέτος, ελέω πανδημίας, των επιστολικών ψήφων, που ξεπέρασαν τα 60 εκατομμύρια.
Η δημοσκοπική-μιντιακή συναίνεση θέλει τον Ντόναλντ Τραμπ να δίνει μάχη οπισθοφυλακής για τη διατήρηση του ελέγχου των πολιτειών που κατέκτησε το 2016 (με μοναδική, και όχι ιδιαίτερη πιθανή ανατροπή προς την αντίθετη κατεύθυνση την Νεβάδα) και μάλιστα η μάχη αυτή να αφορά όχι μόνο τις “εκπλήξεις” της προηγούμενης εκλογής, όπου ο νυν πρόεδρος επικράτησε οριακά, αλλά και νέα “πεδία μάχης”, σε πολιτείες που θεωρούνταν παραδοσιακά Ρεπουμπλικανικές και πλέον παρουσιάζουν δημογραφικές αλλαγές, όπως το Τέξας, η Αριζόνα και η Βόρειος Καρολίνα.
Ήδη από τις “κόκκινες πολιτείες” του 2016 το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν θα πρέπει, με βάση πάντοτε τις δημοσκοπήσεις, να θεωρούνται χαμένες για τον Τραμπ, ωστόσο ο ένοικος του Λευκού Οίκου παραμένει στο παιχνίδι, εάν περιορίσει τις απώλειές του κάπου εκεί, εάν με άλλα λόγια διατηρήσει το έλεγχο των μεγάλων πολιτειών της Φλόριντα και της Πενσιλβάνια, όπου οι συσχετισμοί εμφανίζονται ολότελα οριακοί. Και η μεν Φλόριντα υπήρξε, ως γνωστόν, η κεντρική σκηνή του δράματος της καταμέτρησης των εκλογών του 2000, ενώ φέτος τον ίδιο ρόλο διεκδικεί ακόμη περισσότερο η Πενσιλβάνια χωρίς την οποία ο Μπάιντεν χάνει τον αέρα του “φαβορί”.
Στην πραγματικότητα, η “έκπληξη” της ανάδειξης Τραμπ το 2016 θα είναι, εάν επαναληφθεί, ακόμη μεγαλύτερη φέτος, όπως χαρακτηριστηκά το εικονογραφούν οι προβλέψεις του εκλογολόγου-βεντέτα Νέιτ Σίλβερ, ο οποίος την παραμονή της προηγούμενης αναμέτρησης υπολόγιζε τις πιαθνότητες επικράτησης του νεογιορκέζουν μεγιστάνα στο 28%, ενώ φέτος μόλις στο 10% (αν και ο ίδιος επιμένει ότι το ποσοστό αυτό κάθε άλλο παρά ισοδυναμεί με το μηδέν).
Πού θα μπορούσε να αστοχήσει η δημοσκοπικο-μιντιακή συναίνεση; Στην αναμέτρηση Χίλαρι Κλίντον-Ντόναλντ Τραμπ το συστημικό πρόβλημα που αποδείχθηκε ότι είχαν οι σφυγμομετρήσεις ήταν η ανεπαρκής κάλυψη των περισσότερο αραιοκατοικημένων περιοχών (που όμως στράφηκαν περισσότερο αποφασιστικά υπέρ του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών), η μη στάθμιση του δείγματος ως προς το μορφωτικό επίπεδο, το οποίο εντέλει υπήρξε καθοριστική διαιρετική γραμμή, και βέβαια ο μεγάλος αριθμός των αναποφάσιστων μέχρι την τελευταία στιγμή.
Οι συνθήκες πόλωσης μέσα στις οποίες διεξάγεται η σημερινή αναμέτρηση έχουν περιορίσει αισθητά το ποσοστό των αναποφάσιστων, ωστόσο μία νέα αστάθμητη μεταβλητή ήρθε να προστεθεί με την εκτίναξη της πρόωρης ψήφου και συνολικά την προεξοφλούμενη αύξηση της συμμετοχής στην ψηφοφορία. Η παραδεδομένη σοφία θέλει τη διεύρυνση του αριθμού των εκλογέων να ευνοεί τους Δημοκρατικούς, όμως η ευθύγραμμη εξαγωγή συμπερασμάτων είναι παρακινδυνευμένη, δεδομένων των κερδών που δείχνει να καταγράφει ο Τραμπ το τελευταίο διάστημα μεταξύ των μειονοτήτων και δη των Ισπανόφωνων.
Πηγή: Capital.gr