18/04/2024

Πώς επικράτησαν οι γεωγραφικοί όροι Μέση Ανατολή, Μαγκρέμπ και Λεβάντες

Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα 

 

Πώς επικράτησαν οι γεωγραφικοί όροι Μέση Ανατολή, Μαγκρέμπ και Λεβάντες

 

Μέση Ανατολή

Ο όρος «Μέση Ανατολή» προέρχεται από την ίδια ευρωπαϊκή προοπτική η οποία περιγράφει την Ανατολική Ασία ως «την Άπω Ανατολή». Η Μέση Ανατολή υποδηλώνει τη διηπειρωτική περιοχή μεταξύ της Δυτικής Ασίας και της Αιγύπτου. Η Μέση Ανατολή είναι γεωγραφικός όρος που αναφέρεται σε περιοχές της δυτικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Τα όρια της Μέσης Ανατολής δεν είναι αυστηρώς καθορισμένα, διαφέρουν ανά ιστορική περίοδο και ποικίλουν ανάλογα την εθνολογική, πολιτισμική, ή γεωπολιτική σκοπιά. Κατά κανόνα όμως περικλείουν την αραβική χερσόνησο και χώρες γύρω από την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο.

Η προέλευση του όρου «Μέση Ανατολή» θεωρείται ότι βρίσκεται στους Βρετανούς και, πιο συγκεκριμένα, στο British India Office, ένα βρετανικό κυβερνητικό τμήμα που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1858 για να επιβλέπει τη διοίκηση των επαρχιών της Βρετανικής Ινδίας. Για δεύτερη φορά ο όρος «Μέση Ανατολή» δημοσιεύθηκε το 1902 από τον Alfred Thayer Mahan, έναν Αμερικανό ναυτικό στρατηγό που αναφερόταν στην περιοχή μεταξύ Αραβίας και Ινδίας. Ο ορισμός του Mahan για τη Μέση Ανατολή ήταν η περιοχή γύρω από τον Περσικό Κόλπο. Ο Sir Ignatius Valentine Chirol διευρύνει περαιτέρω αυτόν τον ορισμό για να καλύψει τις περιοχές της Ασίας, των οποίων τα εδάφη επεκτάθηκαν στην Ινδία.

Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί αποκαλούσαν «Εγγύς Ανατολή» (Near East) τον χώρο που περιελάμβανε πρώην κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με τον όρο «Άπω Ανατολή» (Far East) που ήταν συνεπέστερος και περιελάμβανε την Κίνα, την Ινδοκίνα και την Ιαπωνία. Κατά τη διάρκεια όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με την εγκατάσταση του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στην Αίγυπτο, ο όρος Μέση Ανατολή (Middle East) ενώ χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τη Συρία και το Ιράκ, άρχισε να επεκτείνεται σ’ όλα τα εδάφη όπου εκτείνονταν βαθμιαία και η δράση των βρετανικών δυνάμεων, συμπεριλαμβάνοντας έτσι τελικά πρώην κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Γαλλίας (Λίβανο, Παλαιστίνη), χώρες της Αφρικής όπως το Σουδάν και τη Σομαλία μέχρι και τη Λιβύη. Μετά από αυτή τη χρήση, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στη Δύση.

Το 1946, το Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής (Middle East Institute) ξεκίνησε τις εργασίες του στην Ουάσιγκτον. 

Σήμερα στον όρο αυτό θεωρείται ότι ανήκουν οι χώρες: Συρία, Λίβανος, Κύπρος, Ιορδανία, Παλαιστινιακά Εδάφη, Ισραήλ, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Υεμένη, Κατάρ, Ομάν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ιράκ, Ιράν, Αρμενία και Τουρκία.

Ευρύτερη Μέση Ανατολή

Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται και ο όρος Ευρύτερη Μέση Ανατολή, ο οποίος περιλαμβάνει και άλλες κυρίως μουσουλμανικές χώρες της ευρύτερης περιοχής, κυρίως της βόρειας Αφρικής όπως Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη, Σουδάν (δηλαδή οι χώρες του Μάγκρεμπ), αλλά και πιο ανατολικά (Πακιστάν και Αφγανιστάν). Η Τουρκία, παρόλο που γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, ένεκα τμήματος ευρωπαϊκού εδάφους κατατάσσεται άλλοτε στη Μέση Ανατολή, και άλλοτε (λανθασμένα) στην Ευρώπη. Το ίδιο συμβαίνει και με το Ισραήλ και τη Κύπρο. 

Mαγκρέμπ

Μαγκρέμπ (αραβικά: āl-Maġrib āl-ʾĀraby, ονομασία που προσδιορίζει τη Δύση στα Αραβικά) ονομάζεται η περιοχή της Βορειοδυτικής – Βόρειας Αφρικής που περιλαμβάνει το Μαρόκο, την Αλγερία και την Τυνησία. Με τον όρο Μεγάλο Μαγκρέμπ περιλαμβάνονται επιπλέον οι περιοχές της Δυτικής Σαχάρας, της Μαυριτανίας και της Λιβύης.

Η ονομασία Μαγκρέμπ, ή Μάγκρεμπ, (αγγλόφωνα), προέρχεται από την αραβική λέξη γκαρίμπ (gharib) που σημαίνει «πηγαίνοντας προς το άγνωστο» το οποίο  αποτελούσε το σύνθημα, ίσως και την ιαχή των Αράβων κατακτητών που κινούνταν δυτικά στα βόρεια παράλια της Αφρικής.

Παλαιότερα, οι Άραβες θεωρούσαν ως Μαγκρέμπ μόνο τις περιοχές των χωρών αυτών που βρίσκονται μεταξύ της οροσειράς του Άτλαντα και της Μεσογείου. Κατά την περίοδο της Αραβικής και μουσουλμανικής κυριαρχίας τους, ορισμένοι συγγραφείς θεωρούσαν Μαγκρέμπ και την Ισπανία – Πορτογαλία (Ελ Ανταλούς), τη Σικελία (το εμιράτο της Σικελίας) και τη Μάλτα (όπου και σήμερα η μαλτέζικη γλώσσα προέρχεται από την αραβική).

Οι κάτοικοι της περιοχής του Μαγκρέμπ θεωρούνται Άραβες, αν και υπάρχουν σημαντικά κομμάτια του πληθυσμού με διαφορετική προέλευση, όπως οι Βέρβεροι και πολύ λιγότεροι οι Εβραίοι. Σημειώνεται ότι οι χώρες του Μαγκρέμπ διαφέρουν μεταξύ τους ακόμα και από πόλη σε πόλη, τόσο γεωγραφικά, εθνολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά, όσο ακόμη και αρχιτεκτονικά.

 

Λεβάντες

Ο όρος Λεβάντες (από την ιταλική λέξη Levante, που σημαίνει Ανατολή) είναι ανακριβής γεωγραφικός όρος που αναφέρεται ιστορικά σε μια μεγάλη περιοχή της Μέσης Ανατολής, νότια της οροσειράς του Ταύρου, και ορίζεται δυτικά από τη Μεσόγειο, νότια από την Αραβική Έρημο και ανατολικά από την Άνω Μεσοποταμία. Στην ελληνική βιβλιογραφία ο συγκεκριμένος όρος δεν έχει επικρατήσει. Αντ’ αυτού, η περιοχή δηλώνεται συχνότερα με τον όρο Ανατολική Μεσόγειος, με το μειονέκτημα ότι η Ανατολική Μεσόγειος δηλώνει καταρχήν θαλάσσιο χώρο, ενώ ο  όρος Λεβάντες χερσαίο.

Η γενική γεωγραφική θέση του Λεβάντε.

Ο όρος Λεβάντες ως γεωγραφικός δεν περιλαμβάνει την οροσειρά του Καύκασου, κανένα μέρος της Αραβικής χερσονήσου ή της Ανατολίας —αν και κατά περιόδους περιλαμβανόταν σε αυτόν και η Κιλικία. Η Χερσόνησος του Σινά μπορεί, κατά περίπτωση, να περιληφθεί ή να αποκλειστεί, αφού πρόκειται για οριακή περιοχή που διαμορφώνει μια γέφυρα εδάφους μεταξύ του Λεβάντε και της Βόρειας Αιγύπτου. Κατά περιόδους οι πολιτισμοί και λαοί του Λεβάντε εξουσίαζαν την περιοχή μεταξύ της χερσονήσου του Σινά και του ποταμού Νείλου, αλλά η περιοχή αποκλείεται συνήθως από τον γεωγραφικό ορισμό του Λεβάντε.

Ο όρος Λεβάντες αρχικά κάνει την παρουσία του ως Levant στην αγγλική γλώσσα το 1497, και χρησιμοποιούνταν  υπό την ευρύτερη έννοια των «Μεσογειακών εδαφών ανατολικά της Βενετίας». Προέρχεται από τον όρο levant της Μέσης Γαλλικής γλώσσας (γαλλικά που ομιλούνταν από το 1340 μέχρι το 1611), που είναι η παθητική μετοχή του ρήματος lever που σημαίνει «αυξάνω, υψώνω, ανατέλλω» (όπως στο «levant soleil», «ανατέλλων ήλιος») που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό levare. Αναφερόταν, δηλαδή, στην κατεύθυνση του ανατέλλοντος ηλίου, από την προοπτική εκείνων που αρχικά χρησιμοποίησαν τον όρο, δηλαδή των Δυτικοευρωπαίων. Υπό τη μορφή αυτή είναι περίπου ισοδύναμο με τον αραβικό όρο Mashriq, «η γη όπου ανατέλλει ο ήλιος».

Μια εναλλακτική, αν και όχι πιθανή, ετυμολογία προτείνει ότι ο όρος προέρχεται από το Λίβανο, σημειώνοντας ότι οι Ισπανοί μεταφραστές της αραβικής χρησιμοποιούσαν τα γράμματα «b» και «v» εναλλακτικά ως αποτέλεσμα των ισπανικών προφορών τους. Κατά συνέπεια, ο όρος Λεβάντες αναφερόταν στις περιοχές που περιβάλλουν το Λίβανο και αντλείται από την αραμαϊκή λέξη για το λευκό, αναφερόμενος στα χιονοσκέπαστα βουνά του Λιβάνου.

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στα αγγλικά το 16ο αιώνα από τους πρώτους Άγγλους εμπόρους τυχοδιώκτες στην περιοχή: τα αγγλικά σκάφη εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο γύρω στο 1570 και η αγγλική εμπορική εταιρεία υπέγραψε ειδική συμφωνία (capitulations = «διομολογήσεις») με τους Οθωμανούς το 1579 (Braudel). Στο γραπτό λόγο του 19ου αιώνα, ο όρος ενσωμάτωσε τις ανατολικές περιοχές που βρίσκονταν κάτω από την τότε διακυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως παραδείγματος χάρη η Ελλάδα. Το όνομα Λεβαντίνος (Levantine) αναφέρεται επιπλέον στους ανθρώπους της Μεσογείου (ιδιαίτερα Ενετούς και Γενοβέζους), Γάλλους, ή άλλης καταγωγής και προέλευσης, που είχαν ζήσει στην Τουρκία από την οθωμανική περίοδο. Η πλειοψηφία τους ήταν απόγονοι των εμπόρων από τις «Θαλάσσιες Δημοκρατίες» της Μεσογείου (όπως η Δημοκρατία της Βενετίας, η Δημοκρατία της Γένοβας και η Δημοκρατία της Ραγούσας) ή των κατοίκων των Σταυροφορικών Κρατών (ειδικά οι Γάλλοι Λεβαντίνοι). Ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, ως επί το πλείστον στις περιοχές Μπέιογλου και Νισάντασι και στη Σμύρνη, ως επί το πλείστον στις περιοχές του Μπουρνόβα και του Βουτζά. Όταν η Μεγάλη Βρετανία κατέλαβε την Παλαιστίνη, κατά την τελευταία φάση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μερικοί από τους νέους κυβερνήτες προσάρμοσαν τον όρο Λεβαντίνοι υποτιμητικά, αναφερόμενοι στους κατοίκους μικτής αραβικής και ευρωπαϊκής καταγωγής και στους Ευρωπαίους (συνήθως Γάλλους, Ιταλούς, ή Έλληνες) που «είχαν γίνει ιθαγενείς» και είχαν υιοθετήσει τοπικές ενδυμασίες και έθιμα.

 

The ancient Levant Dlv999 / Richard Prins / CC BY-SA 3.0 / Wikimedia Commons

Οι Γαλλικές Διοικήσεις της Συρίας και του Λιβάνου από το 1920 έως το 1946 ονομάστηκαν «Τα Κράτη του Λεβάντε». Ο όρος έγινε κοινός στην αρχαιολογία εκείνη τη εποχή, καθότι τότε είχαν γίνει πολλές σημαντικές ανασκαφές, όπως στην Έμπλα και στην Ουγκαρίτ της Συρίας και στο Μαρί της Κύπρου. Δεδομένου ότι αυτές οι περιοχές δεν μπόρεσαν να ταξινομηθούν ως μεσοποταμιακές ή βορειοαφρικανικές ή αραβικές, αναφέρονται ως λεβαντινές.

Σήμερα, ο όρος Λεβάντες χρησιμοποιείται χαρακτηριστικά από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς για να δηλώσει την προϊστορία και την αρχαία και μεσαιωνική ιστορία της περιοχής, όπως κατά την συζήτηση των Σταυροφοριών. Ο όρος υιοθετείται επίσης περιστασιακά για να αναφερθεί στα σύγχρονα ή πρόσφατα γεγονότα, τους λαούς, τα κράτη ή τα μέρη των κρατών στην ίδια περιοχή, δηλαδή στο Ισραήλ, την Ιορδανία, το Λίβανο, τη Συρία, τα Παλαιστινιακά εδάφη και την επαρχία Χατάι της Τουρκίας.

 

 

 

Πηγές: 
Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024