29/03/2024

Οι Διεθνείς Σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Σύγχρονες Απαιτήσεις της Διεθνούς Κοινότητας

 

Της Ευρυδίκης Παπανικολάου

Φοιτήτριας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ

 

 

Από την ίδρυσή της το 1957, με τη Συνθήκη της Ρώμης, ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μέχρι και σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) πολλές φορές έχει βρεθεί αντιμέτωπη με καλές ή κακές εξελίξεις και προοπτικές στο εσωτερικό της, με κρίσεις και ένοπλες συγκρούσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή. Οι απαιτήσεις της διεθνούς κοινότητας αλλάζουν και μεταβάλλονται συνεχώς, αναλόγως με τις ανάγκες των κοινωνιών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αναγκάζονται να προσαρμοστούν και όλοι οι δρώντες, είτε είναι χώρες και διεθνείς οργανισμοί είτε είναι μη κυβερνητικές οργανώσεις ή πολυεθνικές εταιρείες. Πως όμως μπορεί να προσαρμοστεί σ’ αυτές τις σύγχρονες απαιτήσεις ένας υβριδικός οργανισμός όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, που χαρακτηρίζεται από τον υπέρογκο γραφειοκρατικό μηχανισμό της και τις καθυστερημένες κοινές αποφάσεις της που συχνά θυμίζουν ένα υπερωκεάνιο που αργεί να στρίψει, όπως πρόσφατα σχολίασε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναφερόμενος στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων για κυρώσεις κατά της Τουρκίας;

Για να μπορέσει να διατηρήσει τη θέση που κατέχει στη διεθνή πολιτική σκηνή, η Ε.Ε. υιοθέτησε μια νέα μορφή δημόσιας διπλωματίας που έχει ως στόχο να πείσει το κοινό άλλων χωρών και άλλους δρώντες για τα επιτεύγματα-συμφέροντα της χωρίς να χρησιμοποιεί τα «σκληρά» εργαλεία της παραδοσιακής διπλωματίας, γνωστά και ως “hard power”.  Αυτή η σκληρή ισχύς, ή ισχύς του εξαναγκασμού, συνιστά τη χρήση και την απειλή χρήσης βίας, την επιβολή κυρώσεων, την ανταμοιβή και τις δωροδοκίες. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς πως η Ε.Ε δεν μπορεί να εφαρμόζει μια τέτοια είδους σκληρή εξωτερική πολιτική και αντιθέτως εύλογα επιλέγει να εφαρμόσει μια νέα δημόσια διπλωματία με ήπια ισχύ (soft power), που αποδυναμώνει τον ρόλο που έχει η επιβολή της δύναμης σαν μέσο επικοινωνίας και αντιθέτως προωθεί έναν αμοιβαίο διάλογο ανάμεσα σε όλους τους συμμετέχοντες. Η κοινή της εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, που έχει σχεδιαστεί για την επίλυση των διαφορών και την προώθηση της διεθνούς αλληλοκατανόησης, στηρίζεται άμεσα σ’ αυτήν τη νέα διπλωματία. Συμπληρωματικό ρόλο, επίσης, διαδραματίζουν συχνά και το εμπόριο, η ασφάλεια, η άμυνα και η ανθρωπιστική βοήθεια που παρέχει σε αναπτυσσόμενες περιοχές, με την Ε.Ε να είναι ο μεγαλύτερος χορηγός αναπτυξιακής χρηματοδότησης στον κόσμο.

Παρά τις προσπάθειες της, στην εξωτερική της εικόνα η Ευρώπη φαίνεται ότι πηγαίνει συνεχώς από τη μια κρίση στην άλλη και ότι έρχεται αντιμέτωπη με καινούργια εμπόδια που συχνά προκαλούν τα ίδια της τα κράτη-μέλη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι φυσικά το δημοψήφισμα για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε το 2016, ή αλλιώς το λεγόμενο Brexit. Με το Ηνωμένο Βασίλειο να είναι μέχρι σήμερα η πρώτη και μοναδική χώρα που εγκατέλειψε επίσημα την Ε.Ε μετά από 47 χρόνια ένταξης, δημιουργήθηκε ένα κλίμα αμφισβήτησης της Ένωσης όχι μόνον από τρίτους αλλά και στο εσωτερικό της, αποδεικνύοντας πόσο εύθραυστη είναι στην πραγματικότητα. Το Brexit, όμως, σαν καταλύτης, λειτούργησε συνδυαστικά με την εκλογή του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις Αμερικανικές εκλογές του 2016, ο οποίος αμφισβητούσε συνεχώς την επιρροή της ως διεθνής περιφερειακός οργανισμός και συχνά αρνούταν να συμμετάσχει σε κοινές δράσεις της, όπως η υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων για την καταπολέμηση της κλιματική αλλαγή. Η δήλωση του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, ότι η υπερατλαντική συμμαχία του ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρή και είναι ένας απαρχαιωμένος οργανισμός το 2019, δεν βοήθησε φυσικά την κατάσταση.

Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, η Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγήθηκε στη δημιουργία και εφαρμογή μιας Παγκόσμιας Στρατηγικής (“Global Strategy”) το 2016. Η νέα Παγκόσμια Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπονήθηκε αρχικά από την Federica Mogherini και αντικατέστησε έτσι την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας του 2003. Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι να δείξει πως η Ένωση εξακολουθεί να διατηρεί μια συγκροτημένη θέση στις εξωτερικές της δράσεις που είναι κυρίως η προώθηση των αξιών και των αρχών της (όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και άλλα) σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και η διατήρηση της παγκόσμιας τάξης. Με τη δημιουργία του Global Strategy, η Ένωση επίσης αναγνωρίζει την αδυναμία της για την εξισορρόπηση του ιδανικού και του ιδεατού.

Η Παγκόσμια αυτή Στρατηγική χρησίμευσε ως κινητήρια δύναμη για την επανέναρξη της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (οι χώρες δηλαδή να λαμβάνουν κοινές αποφάσεις για πολλά θέματα, εγκρίνοντας πολιτικές που καλύπτουν ένα ευρύτερο πεδίο), αφού μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, πολλοί ήταν αυτοί που προέβλεπαν μια «αναπόφευκτη» παρακμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προτεραιότητα του Global Strategy είναι φυσικά η διαβεβαίωση της ασφάλειας της ίδιας της Ένωσης. Η ασφάλεια και η άμυνα αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για να διαδραματίζει έναν αξιόπιστο ρόλο η Ε.Ε σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, η πλήρης ισχύς και η αξία τέτοιων μέσων πληρούνται μόνο όταν χρησιμοποιούνται παράλληλα με άλλες εξωτερικές πολιτικές – όπως η ανάπτυξη και το εμπόριο – ή πολιτικές με εξωτερικές πτυχές, όπως η μετανάστευση, η ενέργεια, το κλίμα, το περιβάλλον, ο πολιτισμός και άλλα. Τον Νοέμβριο του 2016 το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (Foreign Affairs Council) συμφώνησε σε ένα νέο επίπεδο φιλοδοξίας στην ασφάλεια και την άμυνα, βάσει τριών στρατηγικών προτεραιοτήτων που απορρέουν από το Global Strategy: την αντιμετώπιση των εξωτερικών συγκρούσεων και κρίσεων, την ανάπτυξη ικανοτήτων των χωρών-εταίρων και ,φυσικά, την προστασία όχι μόνο της Ε.Ε αλλά και των πολιτών της. Η προστασία αυτή μπορεί να σχετίζεται με επιθέσεις τρομοκρατικών οργανώσεων, με ενεργειακή ασφάλεια ακόμη και με cyber security. Ήδη στο διάστημα 2016-2018 έχει γίνει μεγάλη πρόοδος σ’ αυτόν τον τομέα, αφού τα υπάρχοντα μέσα ενισχύθηκαν και δημιουργήθηκαν νέα εργαλεία και μέσα για την ενίσχυση της ασφάλειας και της άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η Συντονισμένη Ετήσια Επισκόπηση για την Άμυνα (Coordinated Annual Review on Defence-CARD), η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να μοιράζονται τα σχέδια των αμυντικών δαπανών τους για μεγαλύτερη συνοχή, να εντοπίζουν ελλείψεις ή αλληλεπικαλύψεις και πιθανές οικονομίες κλίμακας που πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσω της συνεργασίας. Το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (European Defence Fund), μάλιστα χρηματοδοτεί αυτήν την κοινή στρατιωτική έρευνα και ανάπτυξη.

Η δεύτερη πολύ σημαντική προτεραιότητα του Global Strategy είναι η εξασφάλιση κρατικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας (resilience), ειδικά για τις ανατολικές και νότιες γειτονικές χώρες της Ε.Ε. Η Ένωση έχει υιοθετήσει μια νέα μετασχηματιστική προσέγγιση στην ανθεκτικότητα, η οποία έχει στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ενθάρρυνση πολιτικής συμμετοχής και την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και της ασφάλειας. Προσπαθεί, όμως, να το κάνει με έναν τέτοιο τρόπο που θα επιτρέπει στα κράτη και τις κοινωνίες να αντέχουν, να προσαρμόζονται, να ανακάμπτουν και να ανταποκρίνονται σε κρίσεις οποιασδήποτε μορφής, εάν και όταν προκύψουν, όπως η πανδημία του COVID-19. Παράδειγμα της  πολύπλευρης προσέγγισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανθεκτικότητα αποτελεί και η περίπτωση της Ουκρανίας. Η οικονομική υποστήριξη της Ε.Ε στη διαδικασία μεταρρύθμισης της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της διαφθοράς, της βελτίωσης της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης της και η υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών, όλα ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα της Ουκρανίας. Η συνεργασία με το ΝΑΤΟ είναι επίσης ένας σημαντικός και ταχέως αναπτυσσόμενος τομέας δραστηριότητας, όπου και οι δύο εταίροι συνεργάζονται συμπληρωματικά. Με την εξασφάλιση της κρατική και κοινωνικής ανθεκτικότητας των γειτονικών της χωρών αλλά και των κρατών-μελών της, η Ένωση επιχειρεί να προωθήσει την περιφερειακή συνεργασία με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας και της ισορροπίας της. Έτσι, μπορεί να πετύχει μια περιφερειοποίηση, που πέρα από τη γεωγραφική εγγύτητα θα υποδηλώνει και μια αίσθηση συνεκτικότητας, στην οικονομία, την πολιτική, την οργάνωση και τον πολιτισμό.

Παρόλα αυτά συχνά ανακύπτουν κίνδυνοι από την προώθηση της ανθεκτικότητας με τον μεγαλύτερο να είναι η χρήση της ως δικαιολογία για τη μείωση των προσπαθειών και τη μείωση των σχετικών προϋπολογισμών. Το γεγονός πως η ταχεία αύξηση της ανθεκτικότητας φαίνεται να πηγαίνει χέρι-χέρι με τις πρόσφατες οικονομικές και δημοσιονομικές κρίσεων της Ευρώπης μπορεί να είναι απλώς σύμπτωση. Ωστόσο, από την άποψη ενός υπουργείου Οικονομικών, μπορεί να μην υπάρχει καλύτερη ιδέα για τις εξωτερικές σχέσεις της Ε.Ε από την ανθεκτικότητα, διότι οι περικοπές του προϋπολογισμού μπορούν εύκολα να δικαιολογηθούν από πιο ταπεινούς στόχους και από την πρωταρχική ευθύνη του αποδέκτη.

Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας προσπαθεί πρακτικά να προβλέψει το απρόβλεπτο κάτι που είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς πόσο πιο περίπλοκος και αβέβαιος είναι ο κόσμος στην εποχή μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο η Παγκόσμια Στρατηγική δίνει τόση έμφαση στην ανάγκη να ενισχύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τον ρόλο της ως αξιόπιστη πηγή ασφάλειας, τόσο εντός της ίδιας αλλά και παγκοσμίως. Παρά τις προσπάθειες της όμως, και τις βελτιώσεις που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υπάρχουν περιπτώσεις που επιλέγει να υιοθετήσει τον ρόλο του απλού παρατηρητή, με πιο πρόσφατη την περίπτωση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου και ήταν πρακτικά ανύπαρκτη, κάτι που υπογραμμίζει τον μακρύ δρόμο που έχει ακόμη μπροστά της για την απόκτηση μιας κοινής, αταλάντευτης και συγκροτημένης θέσης στις εξωτερικές της δράσεις.

 

 

Βιβλιογραφία:

   Βιβλίο:

  • Χ. Φραγκονικολόπουλος, Φ. Προέδρου, 2018, “Εισαγωγή στην Παγκόσμια Πολιτική”, σελ 28-29, 140-141, 153

   Διαδικτυακές Πηγές:

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024