19/03/2024

Γιατί συναντήθηκαν μυστικά και τι συζήτησαν Νετανιάχου και πρίγκιπας Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας

Του Zev Chafets
Bloomberg Opinion

Γιατί να πραγματοποιήσει κανείς μια ιστορική συνάντηση με δυνητικά μεγάλες γεωπολιτικές συνέπειες και στη συνέχεια να την αρνηθεί;

Την Κυριακή το βράδυ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου φέρεται να πέταξε με ιδιωτικό αεροπλάνο στη Neom, μια φουτουριστική πόλη η δημιουργία της οποίας βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη στις σαουδαραβικές ακτές στην Ερυθρά Θάλασσα. Συνοδευόταν (και πάλι, σύμφωνα με πληροφορίες) από τον επικεφαλής της Mossad, Γιόσι Κοέν και τουλάχιστον δύο ακόμη ανώτερους συμβούλους του στο πεδίο της Άμυνας.

Την επόμενη ημέρα, τόσο η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz όσο και η Wall Street Journal ανέφεραν ότι ο Νετανιάχου συναντήθηκε με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (MBS) και τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο.

Η διάψευση και η διαρροή

Ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας Φεϊζάλ Μπιν Φαρχάν παραδέχθηκε ότι ο πρίγκιπας διάδοχος και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκαν, ωστόσο αρνήθηκε κατηγορηματικά την παρουσία οποιωνδήποτε Ισραηλινών στη συνάντηση.

Ο Νετανιάχου δήλωσε στα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης ότι, φυσικά, δεν συζητά τις ευαίσθητες διπλωματικές του αποστολές. Στον ισραηλινό “κώδικα”, μια τέτοια μη άρνηση συνήθως σημαίνει ότι στην πραγματικότητα επιβεβαίωσε την παρουσία του εκεί.

Σύμφωνα με τον νόμο, τα ισραηλινά κρατικά μυστικά πρέπει να εγκριθούν από τη στρατιωτική λογοκρισία προτού δημοσιευθούν. Το γεγονός ότι η διαρροή της συνάντησης Σαλμάν – Νετανιάχου εγκρίθηκε προς δημοσιοποίηση με κάνει να πιστεύω ότι ο Bibi ήθελε να διαρρεύσει.

Ο Εχούντ Γιαρί, ο πλέον βετεράνος Ισραηλινός δημοσιογράφος ο οποίος καλύπτει θέματα Μέσης Ανατολής, δήλωσε στο Channel 12 του Ισραήλ το Δευτέρα ότι οι δύο άνδρες έχουν συναντηθεί και άλλη φορά στο παρελθόν.

Ίσως ο Σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών να μην ήταν εκεί όταν έφτασε ο Bibi. Ωστόσο, μόνον κάποιος υπερβολικά εύπιστος θα δεχόταν ότι ο Νετανιάχου, του οποίου την πτήση εντόπισε και παρακολούθησε διαδικτυακά συντάκτης της Haaretz, θα πετούσε κρυφά σε έναν προορισμό όπου βρίσκονταν μαζί ο πρίγκιπας διάδοχος και ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας και δεν θα εισερχόταν στη συνάντηση.

Προς μια ιστορική συνθήκη ειρήνης;

Το ερώτημα είναι: γιατί οι Σαουδάραβες ισχυρίζονται το αντίθετο; Οι άτυπες συνομιλίες μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ συνεχίζονται εδώ και μήνες. Το θέμα είναι αν και υπό ποιες προϋποθέσεις το βασίλειο θα ακολουθήσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Σουδάν στην εξομάλυνση των σχέσεων με την Ιερουσαλήμ. Μια τέτοια συμφωνία είναι απαραίτητη για τη σύμπηξη μιας στρατιωτικής και διπλωματικής συμμαχίας ενάντια στο Ιράν.

Ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ελπίζει από καιρό να φιλοξενήσει την υπογραφή μιας μεγάλη συνθήκη ειρήνης στον Λευκό Οίκο. Αυτό, ωστόσο, είναι πλέον ελάχιστα πιθανό. Ακόμη και ο Πομπέο το καταλαβαίνει αυτό. Ωστόσο, είναι ένας στόχος άξιος μιας σοβαρής προσπάθειας.

Τους τελευταίους μήνες, έχει αναφερθεί ευρέως ότι ο πρίγκιπας διάδοχος θέλει να προχωρήσει τα πράγματα, αλλά αντιμετωπίζει αντίσταση από τον ηλικιωμένο πατέρα του, τον ημι-συνταξιοδοτημένο βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν Μπιν Αμπντουλαζίζ, ο οποίος είναι λιγότερο ενθουσιώδης έναντι μιας τέτοιας προοπτικής. Ο ίδιος είναι ένας δια βίου υποστηρικτής της παλαιστινιακής υπόθεσης. Μια ανοιχτή σχέση Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ θα αποστερούσε τους Παλαιστινίους κάθε ουσιαστικής αραβικής υποστήριξης.

Ο MBS, ο οποίος κατέχει επίσης τη θέση του υπουργού Άμυνας, ενδιαφέρεται λιγότερο για τον κατευνασμό των Παλαιστινίων και περισσότερο για την απειλή που αντιμετωπίζει η Σαουδική Αραβία από το Ιράν και τους συμμάχους του στην Υεμένη και αλλού. Υπάρχει εκ των πραγμάτων μια συμμαχία ασφαλείας με το Ισραήλ. Μια τέτοια συμμαχία ωστόσο απαιτεί ισχυρή αμερικανική συμμετοχή.

Η κυβέρνηση Τραμπ είναι απολύτως υπέρ μιας τέτοιας εξέλιξης, βρίσκεται ωστόσο επίσης στον δρόμο προς την “έξοδο”. Οι Σαουδάραβες καλοβλέπουν την ιδέα να δώσουν στον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν μια πρώιμη διπλωματική νίκη στην έναρξη της θητείας του, καθιστώντας τον μεσάζοντα και εγγυητή μιας πραγματικά ιστορικής συνθήκης.

Το δίλημμα Μπάιντεν

Κάτι τέτοιο ωστόσο θα είχε και ένα συγκεκριμένο τίμημα για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Η διπλωματία της κυβέρνησης Ομπάμα-Μπάιντεν επεδίωκε καλές σχέσεις με το Ιράν. Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της προσπάθειας ήταν η σύναψη της συμφωνίας περιορισμών στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης του 2015, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας ανέφερε ότι το Ιράν εμπλουτίζει ουράνιο περίπου 12 φορές άνω του επιπέδου το οποίο επιτρεπόταν με βάση εκείνη τη συμφωνία.

Υπάρχουν ορισμένοι ισχυροί και επιδραστικοί Δημοκρατικοί οι οποίοι θα ήθελαν να δουν τον Μπάιντεν να επιστρέφει στο status quo ante. Τόσο οι Σαουδάραβες όσο και το Ισραήλ δηλώνουν έτοιμοι για νέες διαπραγματεύσεις, μόνον όμως εάν οι όροι περιλαμβάνουν τον αυστηρό περιορισμό των βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, το τέλος της ιρανικής στρατιωτικής υποστήριξης για στρατιωτικούς συμμάχους της Τεχεράνης στην Υεμένη, τον Λίβανο, τη Γάζα και τη Συρία και ένα πολύ πιο μακροχρόνια και αυστηρά επιτηρούμενο τέλος στον εμπλουτισμό ουρανίου, ώστε αυτό να μην καθίσταται επαρκές για στρατιωτική χρήση.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Ιράν θα συμφωνούσε, γεγονός το οποίο δημιουργεί ένα δίλημμα για τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον: είτε να σταθεί στο πλευρό του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ, της Αιγύπτου και άλλων σουνιτικών αραβικών χωρών είτε να συνεχίσει την πολιτική της ύφεσης με το Ιράν.

Θα υπάρξει πίεση στον Μπάιντεν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ορισμένους παράγοντες εντός του Δημοκρατικού Κόμματος να ακολουθήσει τον δεύτερο δρόμο. Ωστόσο, υπάρχουν τέσσερις βετεράνοι Δημοκρατικοί Γερουσιαστές οι οποίοι καταψήφισαν τη συμφωνία το 2015, καθώς και άλλοι που κατέληξαν να μετανιώσουν για την υποστήριξή τους προς αυτήν.

Αν προσθέσουμε και τους Ρεπουμπλικανούς, σχεδόν όλοι εκ των οποίων αντιτάχθηκαν στη συμφωνία με το Ιράν, ο Μπάιντεν μπορεί να ξεκινήσει με το δεξί την διακομματικής υποστήριξης εξωτερική πολιτική την οποία φιλοδοξεί να ακολουθήσει.

Τέτοιες πολιτικές μηχανορραφίες μπορεί να φαντάζουν περίπλοκες, ωστόσο βρίσκονται στο επίκεντρο ενός βασικού γεγονότος της ζωής στη Μέση Ανατολή. Το Ιράν αποτελεί απειλή τόσο για το Ισραήλ όσο και για τη Σαουδική Αραβία. Για να περιορίσουν αυτήν την απειλή και τελικά να την αναχαιτίσουν, χρειάζονται την Αμερική.

Ο Τραμπ το κατάλαβε και είναι σημαντικό το ίδιο να πράξει και ο Μπάιντεν. Τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο MBS έχουν το μεγαλύτερο δυνατό συμφέρον να τον βοηθήσουν και τελικά να τον πείσουν επ’ αυτού.

πηγή: Capital.gr

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2023