Το δίλημμα του Μπάιντεν
By George Friedman
Geopolitical Futures
Οι εκλογές τελείωσαν και ο Τζο Μπάιντεν θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μπάιντεν ξεκίνησε ως αδύναμος υποψήφιος. Η χώρα χωρίστηκε σχεδόν στη μέση, καθώς η μισή περίπου τον καταψήφισε. Η εχθρότητα απέναντί του θα είναι παρόμοια με αυτήν που αντιμετώπιζε ο Ντόναλντ Τραμπ τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Το Κογκρέσο είναι βαθιά διχασμένο. Η Γερουσία είναι ισοπαλία, με την εκλεγμένη Αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις να αποφασίζει. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η πλειοψηφία των Δημοκρατών συρρικνώθηκε σε μόλις 14 έδρες. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, οι Δημοκρατικοί έτειναν να ψηφίζουν με ομοφωνία τις περισσότερες φορές. Με τη μικρότερη πλειοψηφία όμως, δεδομένης της εμφάνισης μιας προοδευτικής πτέρυγας του κόμματος, υπάρχει η πιθανότητα μη ομοφωνίας. Καθώς ο Τραμπ έχει φύγει από το προσκήνιο, η ομοφωνία μπορεί επίσης να φύγει. Μόλις, δηλαδή, περάσει η ευφορία της νίκης, ο Μπάιντεν θα έχει λίγο χώρο για ελιγμούς.
Ο Μπάιντεν πρέπει να δημιουργήσει γρήγορα μια ισχυρή βάση για την προεδρία του. Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε το αξίωμα, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν ο πόλεμος στο Ιράκ. Έφτασε αμέσως στον ισλαμικό κόσμο για να επανασχεδιάσει τις αντιλήψεις, και παρόλο που είχε περιορισμένη επίδραση εντός του ισλάμ, είχε σημαντική επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ήταν κουρασμένες μετά από μια δεκαετία πολέμου στην περιοχή. Αντιπροσώπευε κάτι νέο σε μια εποχή που το παλιό θεωρούσαν πολλοί ως δυσλειτουργικό.
Για το Μπάιντεν, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πανίσχυρο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχουν, φυσικά, δύο σοβαρά εγχώρια ζητήματα: η κρίση της πανδημίας COVID-19 και η οικονομία. Σε κάποιο βαθμό υπάρχει μια ανταλλαγή, απουσία (μέχρι στιγμής) αποτελεσματικού εμβολίου. Όσο πιο επιθετικά μέτρα χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του ιού, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πίεση στην οικονομία. Όσο πιο ευαίσθητοι είναι απέναντι στην οικονομία, τόσο λιγότερο επιδεικνύουν εμμονή με την ασθένεια. Αυτή είναι μια υποτυπώδης άποψη της κατάστασης, αλλά δεν είναι παράλογη.
Ο Τραμπ θεώρησε τον ιό δευτερεύοντα απέναντι στην οικονομία. Η λογική προσέγγιση φυσικά θα ήταν να ληφθούν και τα δυο ζητήματα εξίσου σοβαρά και να βρεθούν λύσεις και για τα δύο – λογικές αλλά δύσκολες, ειδικά όταν οι λύσεις για τη μια πλευρά επιβάλλουν κόστος στην άλλη. (Προφανώς, κάθε πρόεδρος αναμένεται να εφεύρει το αδύνατο και κάθε πρόεδρος υπόσχεται να το κάνει.) Μια ομιλία «αίματος, ιδρώτα, κόπωσης και δακρύων» (από την ομιλία του Τσώρτσιλ πριν την είσοδο της Αγγλίας στο Β΄Π’Π) που ενθαρρύνει τη χώρα να θυσιαστεί και στα δύο μέτωπα δεν θα λειτουργήσει. Κατά την καταπολέμηση του ιού, δεν ζητάτε από το έθνος να κάνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο, του ζητάμε να μην κάνει συνηθισμένα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, ο Μπάιντεν μπορεί να έχει πολλές αρετές, αλλά το να μοιάζει στον Τσώρτσιλ δεν φαίνεται να είναι μια από αυτές.
Η υπόσχεση του Μπάιντεν για ένωση της χώρας είναι απίθανη, γιατί είναι παγιδευμένος στο δίλημμα του προκατόχου του. Υπό τις παρούσες συνθήκες, ο Μπάιντεν έχει περιορισμένες οικονομικές επιλογές. Και αντιμετωπίζει μια ασθένεια για την οποία δεν έχει πραγματική εμπειρία αλλά για την οποία αναμένεται να εφαρμόσει λύσεις. Ορισμένες λύσεις θα προέλθουν από γιατρούς που δεν είναι ευαίσθητοι στις οικονομικές συνέπειες των αποφάσεών τους. Άλλες θα προέρχονται από την Fed και τις επιχειρήσεις, που αναμένουν από το ιατρικό σύστημα να λύσει ένα πρόβλημα που του προκαλεί σύγχυση. Όπως ο Τραμπ, ο Μπάιντεν θα έχει ένα μενού ατελών επιλογών. Όπως ο Τραμπ, θα πληρώσει το πολιτικό τίμημα για ό, τι επιλέξει. Ο Τραμπ επέλεξε αυτό που νόμιζε πολιτικά σκόπιμο. Έκανε λάθος. Αλλά αν είχε επιλέξει διαφορετικά, πάλι λάθος θα έκανε.
Έχω γράψει στο παρελθόν για το πώς τείνει να ακολουθεί η εξωτερική πολιτική μιας εποχής από τον έναν πρόεδρο στον άλλον. Η προεδρία του Ομπάμα συνέπεσε με τον τερματισμό των τζιχαντιστικών πολέμων. Για τον Ομπάμα υπήρχαν τρεις αρχές: απόσυρση των μέγιστων δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή, αναδιάρθρωση της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας και αποτροπή της Ρωσίας, ώστε να μη κυριαρχήσει στην Ουκρανία και σε άλλες χώρες. Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ ήταν να συνεχίσει να μειώνει την παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, ενώ θα επιβλέπει ένα νέο γεωπολιτικό σύστημα που δεσμεύει το Ισραήλ στον αραβικό κόσμο, αυξάνοντας έντονα την πίεση στην Κίνα να αλλάξει τις οικονομικές της πολιτικές, και μέτρια αύξηση της παρουσίας των ΗΠΑ στην Πολωνία και τη Ρουμανία με στόχο να μπλοκάρουν τη Ρωσία.
Ο Μπάιντεν θα ανοίξει με κάποιες εύκολες κινήσεις, όπως η επανένταξη στη Συμφωνία του Παρισιού. Αυτό απαιτεί από μια χώρα να δημιουργήσει σχέδια για την επίτευξη των στόχων της συνθήκης, να δημιουργήσει σχέδια για την εφαρμογή της και να τα εφαρμόσει. Για τον Μπάιντεν, η δημιουργία ενός σχεδίου που μπορεί να κάνει μέσω του Κογκρέσου είναι δύσκολη. Η εφαρμογή του είναι ακόμη πιο δύσκολη. Πολλά έθνη που υπέγραψαν τη συμφωνία δεν έχουν εφαρμόσει σχέδια σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της. Όμως η συμμετοχή είναι εύκολη και θα φανεί καλή σε πρώτη φάση για τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς.
Θα αναβιώσει επίσης τις ευρωατλαντικές σχέσεις με το να φαίνεται λογικό στις ατελείωτες συναντήσεις που δεν επιτυγχάνουν τίποτα. Εκτός από την Πολωνία και τη Ρουμανία – οι οποίες αποτελούν επέκταση του ζητήματος της Ρωσίας – και το πολυετές ζήτημα των αμυντικών δαπανών, η Ουάσιγκτον έχει λίγα πραγματικά ζητήματα με την Ευρώπη. Τα ζητήματα που θα έχουν σημασία για τον Μπάιντεν, θα είναι αυτά που είχαν σημασία για τον Ομπάμα και τον Τραμπ: η Κίνα και η οικονομική της σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και η προστασία του Δυτικού Ειρηνικού από μια απίθανη κινεζική εισβολή, η συνεχιζόμενη απόσυρση στρατευμάτων από τη Μέση Ανατολή ταυτόχρονα με την υποστήριξη της ισραηλινής-αραβικής οντότητας και οι συνεχιζόμενες απόπειρες περιορισμού των ρωσικών προσπαθειών για επέκταση μέσω της ανάπτυξης στρατευμάτων και κυρώσεων.
Αυτά είναι ουσιαστικά τα ζητήματα που αντιπροσωπεύουν τη συνέχεια και το σημαντικότερο δεν θα μειώσουν τις βασικές εγχώριες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο Μπάιντεν. Υπάρχουν και άλλα ζητήματα, αλλά η μετατόπισή τους απαιτεί την αντιμετώπιση των συμμάχων που έχουν επενδύσει ιδιαίτερα επάνω τους. Για παράδειγμα, είναι δυνατή η αλλαγή πολιτικής για το Ιράν, αλλά κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε τεράστιες εντάσεις με το Ισραήλ και τον σουνιτικό αραβικό κόσμο. Ομοίως, μια αλλαγή στην πολιτική της Κορέας θα δημιουργούσε προβλήματα με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Έτσι, ο στόχος της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν θα είναι να επικεντρωθεί στο ζήτημα που κατέστρεψε τον Τραμπ: τη πανδημία COVID-19 και την οικονομία. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να περιοριστούν ή να αποφευχθούν πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη θέση του Μπάιντεν στο Κογκρέσο και τη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διπλωματία των ΗΠΑ δεν θα αλλάξει.
Αυτό το μοντέλο, φυσικά, εξαρτάται από τις ενέργειες των άλλων. Ο Τζίμι Κάρτερ δεν περίμενε εξέγερση στο Ιράν και τον Τζωρτ Μπους δεν ανέμενε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο γιος του, επίσης, δεν περίμενε ότι η προεδρία του θα είχε να κάνει με την Αλ Κάιντα. Ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί να επαναπροσδιορίσει τι είναι σημαντικό γι΄αυτόν και τι όχι. Δεδομένης της εστίασης των ΗΠΑ στην εσωτερική πολιτική, η ευκαιρία για άλλες χώρες να επωφεληθούν από αυτήν την ανησυχία είναι δυνητικά σημαντική. Έτσι, η πραγματικότητα είναι ότι προς το παρόν, η πρωτοβουλία απομακρύνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.