Ο Ελληνισμός να μιλήσει με τη νέα Αμερικανική Διοίκηση
Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Μετά τις πρόσφατες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο εκλεγμένος Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δηλώνει πρόθυμος να υποστηρίξει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για τους ρωσικούς S-400. Ωστόσο, εκτιμάται ότι οι αξιωματούχοι της νέας διοίκησης φαίνονται πρόθυμοι να συζητήσουν το θέμα σε συνεννόηση με τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή. Στον διάλογο που αναμένεται να πραγματοποιηθεί με τη νέα διοίκηση, η Ελλάδα πρέπει να διατυπώσει ρεαλιστικές και επιχειρησιακές παραδοχές, να παρουσιάσει εποικοδομητικές θέσεις βάσει αυτών των υποθέσεων, και να διατηρήσει τη διακριτική ευχέρεια καθώς και την ειλικρινή και διαφανή συμπεριφορά. Η πορεία δράσης της Ελλάδας πιθανότατα θα βοηθήσει στον προσδιορισμό του ζητήματος της τουρκικής επιθετικής συμπεριφοράς και στρατικοποίησης της πολιτικής στην περιοχή μας.
Κατά συνέπεια, ο διάλογος που αναμένεται να έχει η Ελλάδα με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Τουρκία πρέπει να βασίζεται στις ακόλουθες αρχές:
Στήριξη στο Διεθνές Δίκαιο: Η σταθερή θέση που παρουσίασαν οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι στηρίζουμε το Διεθνές Δίκαιο για τη διευθέτηση του μοναδικού ζητήματος που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ότι η πολιτική «μέγιστης πίεσης» για την Τουρκία πρέπει να εφαρμοστεί, να γίνει γνωστή στη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Φαίνεται ότι η νέα διοίκηση, η οποία δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια συνολική πολιτική, είναι ανοιχτή σε ιδέες, σίγουρα σε αυτές που θα διατυπωθούν εποικοδομητικά, παρά αρνητικά ή καταστροφικά. Προκειμένου να ασκήσει επιρροή, η Ελλάδα πρέπει να διατυπώσει ένα ομοιόμορφο μήνυμα σε όλα τα πολιτικά και επαγγελματικά επίπεδα που επικεντρώνεται σε θετικά μέτρα δράσης, όπως η επίλυση της διαφοράς στο διεθνές δικαστήριο.
Εποικοδομητικές θέσεις: Ο εκλεγμένος πρόεδρος επαναλαμβάνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν την ειρηνική διευθέτηση μεταξύ των συμμάχων. Κατά την άποψή του, η τουρκική αδιαλλαξία εξυπηρετεί το ρωσικό σκοπό αποδόμησης του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να τους συνετίσουν. Πέρα από αυτό, η νέα κυβέρνηση φαίνεται να συζητά πώς θα συμπεριλάβει το ζήτημα του αντιαεροπορικού οπλοστασίου της Τουρκίας και τις περιφερειακές της δραστηριότητες σε μελλοντικές συμφωνίες. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό η Ελλάδα να διατυπώσει τις ανησυχίες της γρήγορα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ισορροπία δυνάμεων τείνει να κλείσει το επόμενο διάστημα υπέρ της Τουρκίας, μετά την απόκτηση των γερμανικών υποβρυχίων. Αυτά τα αντικείμενα πρέπει να συντονιστούν και να παρουσιαστούν με τα υπόλοιπα κράτη της Μεσογείου.
Εστιασμένος λόγος: Τα μηνύματα πρέπει να μεταφέρονται απευθείας στην ηγεσία των ΗΠΑ και την ΕΕ, “μέσω των διακρατικών καναλιών”, και σίγουρα όχι μέσω διαρροών ή δηλώσεων στα μέσα ενημέρωσης. Επομένως, πρέπει να επικοινωνήσουμε από κοινού για να τεθούν κόκκινες γραμμές στην Άγκυρα και να συμφωνήσουμε τόσο στις ανταμοιβές όσο και στις πιθανές κυρώσεις. Οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία εκτιμάται ότι θα περιλαμβάνουν την υποστήριξη της ενσωμάτωσης της στην ενεργειακή κοινότητα της Ανατολικής Μεσογείου και τα μελλοντικά δίκτυα αγωγών, τη διευκόλυνση των συνομιλιών για την οριοθέτηση του θαλάσσιου και του εναέριου χώρου, την ανανέωση του συμφώνου μετανάστευσης, τη παροχή μιας εκσυγχρονισμένης και διευρυμένης τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ και την προσφορά πυραυλικών συστημάτων συμβατών με το ΝΑΤΟ. Οι πιθανές κυρώσεις θα μπορούσαν να συνεπάγονται τη μείωση της στρατιωτικής συνεργασίας και της συλλογής πληροφοριών μέσα στο ΝΑΤΟ, τη μεταφορά ορισμένων αμερικανικών στρατηγικών όπλων από την Ινκλίρικ στην Ελλάδα (ήδη διακριτικά βρίσκονται σε εξέλιξη), την οικοδόμηση δεσμών με Τούρκους ηγέτες της αντιπολίτευσης, την αποθάρρυνση τον τουριστών με ταξιδιωτικές οδηγίες και να επιβαρύνουν την πρόσβαση των τουρκικών εταιριών στις δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές.
Συνεργασία με την Ελληνική Ομογένεια: Οι στρατηγικές σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας βασίζονται σε σχέσεις μεταξύ των λαών, όχι μόνο μεταξύ των ηγετών, και κατά συνέπεια η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει την «ήπια ισχύ» της ομογένειας έναντι του αμερικανικού κοινού και των εκλεγμένων της εκπροσώπων. Προς τούτο, σε συντονισμό με τη διοίκηση και ως συμπληρωματικό βήμα προς τον διάλογο (και όχι ως υποκατάστατο), πρέπει να γίνει μια ομαλή προσπάθεια μέσω της δημόσιας διπλωματίας για την κινητοποίηση της υποστήριξης (δημόσια και κοινοβουλευτική) για τις βασικές θέσεις της Ελλάδας.
Παρά την επιτακτική ανάγκη η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ να επικεντρωθεί σε εσωτερικά ζητήματα κατά τους πρώτους μήνες της θητείας της, είναι πιθανό ότι το ελληνοτουρκικό δεν θα είναι επείγον και δεν θα κατέχει κεντρική θέση στην ημερήσια διάταξη. Η συμπεριφορά και οι πρωτοβουλίες της Ελλάδας θα διαμορφώσουν πιθανώς την προσοχή που θα ληφθεί από τη νέα διοίκηση και την πιθανή ικανότητά μας να επηρεάσουμε τη στρατηγική των ΗΠΑ. Η Ελλάδα πρέπει να εκφράσει τις επιφυλάξεις της για τις πολιτικές των ΗΠΑ στη συμμαχία, αλλά επίσης να ενεργήσει σε συντονισμό με τη διοίκηση για την προώθηση πολιτικών που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα και των δύο χωρών.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είναι Senior Researcher of Strategy International και Member of Institute for National and international Security.