Η συμμαχική εκστρατεία στην Μεσημβρινή Ρωσία και η συμμετοχή του Πολεμικού Ναυτικού

Το θωρηκτό Κιλκίς στην Σεβαστούπολη (βάθος). Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Γενικά
Η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν μια Μ. Δύναμη της εποχής λόγω έκτασης και πληθυσμού, εν τούτοις είχε σημαντικά προβλήματα. Η εκβιομηχάνιση παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα, ενώ η αχανής ύπαιθρος είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο πεινασμένο αγροτικό όχλο, ο οποίος ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης των (μικρο)γαιοκτημόνων (κουλακων). Παρουσιαζόταν δηλαδή το φαινόμενο μια χώρα με μικρό προλεταριάτο (λόγω της μικρής εκβιομηχάνισης) να είναι πιο δεκτική σε γενικευμένη επανάσταση λόγω του πεινασμενου πληθυσμού σε πόλεις και χωριά.
Η πολιτική του τσάρου επιβάρυνε την κατάσταση καθώς έδειχνε να μην έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Η πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας ήταν ήδη τεταμένη. Δεν ήταν μόνο οι συνεχείς επαναστάσεις των Πολωνών αλλά παράλληλα και η δράση των αναρχικών μηδενιστων (Μηδενισμός: Φιλοσοφικός όρος που υποδηλώνει την άρνηση όλων γενικά των αξιών. Ο όρος έγινε παγκόσμια γνωστός από το μυθιστόρημα “Πατέρας και γιοι” (1862) του Τουργκιένιεφ και από τότε καθιερώθηκε για να χαρακτηρίσει πολλές και ποικίλες μορφές σκέψης και την επαναστατική δράση του 19ου αι. ), οι οποίοι είχαν συστήσει τρομοκρατικές οργανώσεις.
Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα το 1905. Ο τσάρος Νικόλαος ενεπλάκη σε πόλεμο με την Ιαπωνία, στον οποίο υπέστη συντριπτική ήττα. Ο Ιαπωνικός Στόλος θα συντρίψει τον Ρωσικό στην Ναυμαχία της Τσουσιμα. Το ίδιο έτος διαδήλωση αμάχων εργατριών στην Αγία Πετρούπολη θα βαφτεί στο αίμα μετά από την βίαιη δράση των στρατιωτών. Είναι η λεγόμενη Ματωμένη Κυριακή ή Κόκκινη Κυριακή, στις 9 (22) Ιανουαρίου 1905 μετά την οποία σημειώθηκαν απεργίες στον στρατό και ανταρσίες στον στόλο εναντίον της μοναρχίας. Αυτές οι απεργίες είχαν ως αποτέλεσμα το μανιφέστο της 17ης Οκτωβρίου του 1905, το οποίο επέτρεπε ελευθερία συνείδησης, λόγου, συνεδρίασης και ενώσεων.
Ο τσάρος Νικόλαος όμως δεν είχε καμία διάθεση να προχωρήσει σε συνταγματικές διευρυνσεις. Και αν η πρώτη Δουμα (η Βουλη που είχε στο μεταξύ σχηματιστεί) ήταν μετριοπαθής, η δεύτερη που προέκυψε μετά από μη αποδοχή της πρώτης από το τσάρο, ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική.
Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα με την είσοδο της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα οικονομικά προβλήματα εντάθηκαν και η λιποταξία στο μέτωπο έλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Η Φεβρουριανη Επανάσταση του 1917, η λεγόμενη “αστική”, ανέτρεψε τον τσάρο και κεντρική της μορφή ανεδείχθη ο μετριοπαθής Αλεξάντρ Φιόντοροβιτς Κερενσκι. Ο Κερενσκι προσπάθησε να κρατήσει το κράτος σε συνοχή, ενώ παράλληλα έκανε ενέργειες για την μείωση της λιποταξιας στο μέτωπο. Ανετράπη και αυτός όμως από τους Μπολσεβίκους του Λένιν. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως εξόριστος στις ΗΠΑ.
Μέχρι τον Μάιο του 1918 η τσαρική οικογένεια με λίγους ακόλουθους έμεινε φυλακισμένη στην οικία Ιπάτιεφ στο Αικατερίνενμπουργκ, ένα στρατιωτικό μπολσεβικικό οχυρό. Εκεί, το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1918, οι μπολσεβίκοι ξύπνησαν τον τσάρο Νικόλαο, την Αλεξάνδρα, τα παιδιά τους, τον γιατρό τους και τρεις υπηρέτες, τους πήγαν στο υπόγειο και τους εκτέλεσαν στις 2:33 π.μ.
Η προσέγγιση των μπολσεβίκων με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και η επέμβαση των Συμμάχων
Η κομμουνιστική κυβέρνηση προχώρησε σε ανακωχή με τους Γερμανούς και σε υπογραφή της συνθήκης Μπρεστ-Λιτοβσκ (18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1918), με την οποία η Ρωσία έχασε εξήντα εκατομμύρια ανθρώπους και δύο εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, τα οποία παρέλαβαν οι Κεντρικές Δυνάμεις με μια υπογραφή, ενώ παρεδόθη η Υπερκαυκασία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με άλλη συνθήκη, η Ρωσία υποχρεώθηκε να καταβάλει στους Γερμανούς έξι δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα. Τέλος, απαγορεύτηκε η κομμουνιστική προπαγάνδα στις χώρες των Κεντρικών Δυνάμεων. Λίγο αργότερα, στις 10 Μαρτίου, οι Μπολσεβίκοι μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στη Μόσχα.
Ο Λευκός Στρατός (τσαρικοί) σταδιακά τέθηκε υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Αλέξανδρου Κολτσάκ. Το καλοκαίρι του 1918 σε όλη την περιφέρεια της πάλαι ποτέ τσαρικής αυτοκρατορίας υπήρχαν τριάντα κυβερνήσεις, εκ των οποίων οι είκοσι εννέα από αυτές διέκειντο εχθρικά προς το σοβιετικό καθεστώς, ενώ το έδαφος της Ρωσίας είχε συρρικνωθεί στο μέγεθος του μεσαιωνικού κράτους που διοικούσε ο Ιβάν ο Τρομερός στα 1547.
Ως κύρια αιτία της δυτικής επέμβασης στη Ρωσία, στην αρχή, προβλήθηκε η παρεμπόδιση των Γερμανών από το να πάρουν το πολεμικό υλικό και τις ναυτικές μονάδες του Ρωσικού Στόλου. Προβλήθηκαν όμως και άλλες αιτίες, όπως η αποτροπή του να περιέλθουν στους Γερμανούς τα πλούσια εδάφη της Νότιας Ρωσίας , η αποδυνάμωση του Παντουρκισμού, που απειλούσε να συνδέσει την Τουρκία με τα τουρκο-ταταρικά φύλα της Κεντρικής Ασίας, η προστασία των χριστιανικών πληθυσμών από τους Τούρκους κ.ά. Ιδίως οι Βρετανοί προσπαθούσαν να προστατεύσουν τις Μεσανατολικές τους κτήσεις και τις βορειοδυτικές προσβάσεις από τις διεισδύσεις των Τούρκων και των Γερμανών. Μέχρι και την κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας αυτές τις διόδους τις προστάτευαν αποτελεσματικά τα ρωσικά στρατεύματα.
Μετά την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων, αποκαλύφθηκαν τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν τις Μ. Δυνάμεις στην επέμβαση. Για τους Βρετανούς, ήταν ο έλεγχος των ενεργειακών πηγών του νότου της Ρωσίας και των νότιων γειτόνων της. Για τους Γάλλους, ήταν η αύξηση της επιρροής τους (εμπορικά, οικονομικά και διπλωματικά) στα διάδοχα αυστροουγγρικά σχήματα, στην Πολωνία και την Ουκρανία, αντικαθιστώντας την προηγούμενη γερμανική επιρροή. Για τους Ιάπωνες, υπήρχε ο επεκτατισμός τους στην Ανατολική Ασία, ενώ για τους Αμερικανούς ο έλεγχος του Ειρηνικού και η αντιμετώπιση των Ιαπώνων.
Τα αίτια συμμετοχής της Ελλάδας στην εκστρατεία με δύο μεραρχίες πεζικού στην Ουκρανία, στην Κριμαία με 8 αντιτορπιλικά και 3 θωρηκτά στον Εύξεινο έχουν να κάνουν με την Μικρασιατική Εκστρατεία. Η διάθεση επεκτατισμού όμως της Ελλάδας πρέπει να συνδυαστεί και με την απαίτηση των Γάλλων για συμμετοχή της στην εκστρατεία. Τελικά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε να προβάλει στο εξωτερικό την εικόνα μιας Ελλάδας σύγχρονης και προοδευτικής ως το τελευταίο φυλάκιο της πολιτισμένης Δύσης στην Ανατολή.
Μια εικόνα της συμμετοχής του Πολεμικού Ναυτικού
Οι ελληνικές δυνάμεις ξηράς πολέμησαν στην Ουκρανία και την Κριμαία από τις 7/20 Ιανουαρίου 1919 μέχρι τις 15/28 Απριλίου 1919, δηλαδή 99 ημέρες, ενώ μονάδες του Ναυτικού έδρασαν στις ακτές των αυτών περιοχών από τις 12/25 Νοεμβρίου του 1918 μέχρι τον Μάρτιο του 1920, δηλαδή περισσότερο από 307 ημέρες.
Τα πλοία που συμμετείχαν ήταν τα ακόλουθα: τα θωρηκτά Κιλκίς (40 ημέρες) και Λήμνος (21 ημέρες), το θωρακισμένο καταδρομικό Γ. Ἀβέρωφ (6 ημέρες), τα αντιτορπιλικά Ἀετός (41 ημέρες), Βέλος (8 ημέρες), Θύελλα (4 ημέρες), Ἱέραξ (39 ημέρες), Κεραυνός (28 ημέρες), Λέων (5 ημέρες), Λόγχη (13 ημέρες) και Πάνθηρ (263 ημέρες). Τέλος υπήρχε και ένα πλωτό νοσοκομείο, το Ἀμφιτρίτη και ένα μεταγωγικό το Κανάρης. Η αποστολή του Ελληνικού Στόλου μπορεί να συνοψιστεί σε τρία σημεία:
- κατάληψη του Ρωσικού Στόλου στον Εύξεινο
- υποστήριξη χερσαίων δυνάμεων
- προστασία προσφύγων και εκκένωση περιοχών.
Ο Πάνθηρ στην Κριμαία ήταν υπό τις διαταγές του αντιναύαρχου Α. Κάλθορπ μέσω του Βρετανού διοικητού Αντιτορπιλικών Σεβαστούπολης μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 1918/4 Ιανουαρίου 1919, οπότε και υπήχθη υπό τον 2ο Στόλο (2ème Escadre) της γαλλικής 1ης Ναυτικής Στρατιάς (1ère Armèe Navale) υπό τον υποναύαρχο Amet που είχε υψωμένο το σήμα του στο θωρηκτό Dèmocratie στη Σεβαστούπολη. Οι Βρετανοί ανέλαβαν πάλι τη διοίκηση των ναυτικών μονάδων της περιοχής, μετά την ανταρσία των πληρωμάτων των γαλλικών θωρηκτών τον Απρίλιο του 1919.
Τα ελληνικά πλοία είχαν αναλάβει όλων των ειδών τις αποστολές, αφού πέρα από τις περιπολίες και τα πολεμικά καθήκοντα, μετέφεραν προσωπικό, εφόδια, ανταλλακτικά ταχυδρομείο και διάφορα άλλα. Η βοήθεια των Γάλλων ήταν ανύπαρκτη, το ίδιο και η διοικητική μέριμνα. Είχαν προκύψει διάφορα προβλήματα, όπως εφοδιασμού, υγείας ακόμη και οικονομικών των αξιωματικών. Ο κυβερνήτης του Πάνθηρ συχνά πυκνά αιτούσε βοήθεια με αναφορές στον κυβερνήτη του Γ. Ἀβέρωφ. Το χειρότερο όμως ήταν το ασαφές της αποστολής.
Από τα ελληνικά πλοία είχαν οριστεί να ξεκινήσουν την εκστρατεία το Ιέραξ και το Πάνθηρ. Τα ελληνικά πλοία θα ήταν μέρος του προπετάσματος που θα κάλυπτε τα θωρηκτά μέχρι την Κριμαία. Στο Ἰέραξ όμως, ξέσπασε επιδημία ισπανικής γρίπης και στη συνέχεια, έπαθε σοβαρό ατύχημα που αχρήστευσε το πλοίο για αρκετούς μήνες. Και το Πάνθηρ όμως, είχε σοβαρά προβλήματα, αφού σε θαλασσοταραχή είχε χάσει ολόκληρο τον πρυμναίο τορπιλοβλητικό σωλήνα μαζί με την τορπίλη.
Μόνο του το Πάνθηρ απέπλευσε το πρωί της 12/25 Νοεμβρίου 1918, πέρασε τον Βόσπορο μαζί με συμμαχικά θωρηκτά, καταδρομικά και αντιτορπιλικά. Ο είσπλους του Πάνθηρ στην Σεβαστούπολη ακολουθήθηκε από αποθεωτική υποδοχή του ελληνικού πληθυσμού της πόλεως.
Στις 5/19 Μαρτίου του 1919, το αντιτορπιλικό Κεραυνός πέρασε τον Βόσπορο και κατευθύνθηκε προς Σεβαστούπολη, καταπλέοντας εκεί την επομένη. Στις 13/ 26 Μαρτίου, απέπλευσε για την Οδησσό που είχε περικυκλωθεί από Μπολσεβίκους. Έφθασε την επομένη, ενώ δύο μέρες αργότερα κατέπλευσε και το θωρηκτό Κιλκίς. Στις 20 Μαρτίου/ 3 Απριλίου, το αντιτορπιλικό Ἀετός κατέπλευσε στη Σεβαστούπολη και το Πάνθηρ απέπλευσε για διήμερη περιπολία στην Ευπατορία. Ενώ το Πάνθηρ απέπλεε από την Ευπατορία για να επιστρέψει στη Σεβαστούπολη, οι Μπολσεβίκοι διέσπασαν την γραμμή του Περεκόπ και πλημμύρισαν την Κριμαία.
Το Γ. Ἀβέρωφ κατέπλευσε στις 25 Μαρτίου/ 7 Απριλίου στην Οδησσό σε ενίσχυση του Κιλκίς και ο Κεραυνός κατέπλευσε εκεί την επομένη. Το Ἀετός και το Πάνθηρ απέπλευσαν για να ενισχύσουν το ηθικό των πανικόβλητων Ελλήνων της Ευπατορίας, ενώ παράλληλα έκαναν και μία ανίχνευση μέχρι τον όρμο Μπακάλ. Το Αετός έμεινε στην Ευπατορία, ενώ ο Πάνθηρ απέπλευσε προς Σεβαστούπολη. Στη Σεβαστούπολη είχαν συγκεντρωθεί το Γ. Ἀβέρωφ, το Κιλκίς, το Κεραυνός και το Βέλος. Στη συνέχεια κατέπλευσε και το θωρηκτό Λήμνος, ενώ τέλος και το Λόγχη. Αρχηγός της μοίρας ήταν ο υποναύαρχος Γ. Κακουλίδης, που είχε υψώσει τη σημαία του επί του Κιλκίς. Την ημέρα που κατέπλευσε το Λόγχη (29.3/11.4.1919), το Γ. Ἀβέρωφ απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη, γιατί προφανώς η Αθήνα θεωρούσε σημαντικό να ευρίσκεται ένα μεγάλο ελληνικό πολεμικό εκεί. Παράλληλα το Λήμνος απέπλευσε για περιπολία στη νοτιοανατολική ακτή της Κριμαίας, προς υποστήριξη των κυρίως ελληνικών πεζικών τμημάτων που υποχωρούσαν.
Ενώ το Γ. Ἀβέρωφ και το Λήμνος απέπλεαν, ολοκληρωνόταν η εκκένωση της Οδησσού, η οποία είχε ξεκινήσει μια εβδομάδα νωρίτερα. Η εκκένωση έγινε με μεταγωγικά, πλοιάρια, τραίνα, ενώ αρκετά τμήματα, κυρίως της ελληνικής ΙΙ Μεραρχίας αναγκάστηκαν να διαβούν πεζή τον Δνείστερο. Οι μόνες ελληνικές πεζικές δυνάμεις που απέμεναν σε εχθρικό έδαφος ήταν οι λόχοι του 2ου Πεζικού Συντάγματος του αντισυνταγματάρχη Νεόκοσμου Γρηγοριάδη στην Κριμαία. Το θωρηκτό Λήμνος μάλιστα έτυχε να βρει στην πόλη της Θεοδοσίας τον 2/2 Λόχο, ο οποίος εθεωρείτο χαμένος. Ο λόχος μεταφέρθηκε από τη Θεοδοσία στη Σεβαστούπολη με το ατμόπλοιο Ἄσσος συνοδευόμενο από το Βέλος, το οποίο είχε έρθει από την Ευπατορία προς αντικατάσταση του Αετός. Ύστερα, το Ἀετός κατέπλευσε στη Σεβαστούπολη και το Κεραυνός απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη.
Στις αρχές Απριλίου 1919, οι προφυλακές των Μπολσεβίκων έφθασαν στη Σεβαστούπολη που την υπερασπίζονταν 2.000 Έλληνες και 2.400 Γάλλοι. Υπήρχαν πολλά συμμαχικά πλοία και από την ελληνική δύναμη το θωρηκτό Κιλκίς και τα αντιτορπιλικά Αετός, Πάνθηρ και Λόγχη, τα οποία προστάτευαν την πόλη με τα πυροβόλα τους. Το Βέλος και το Άσσος έφθασαν στις 3/16 Απριλίου 1919 και το Αετός απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη. Το Βέλος, έφερε από τη Θεοδοσία τον γνωστό Έλληνα μουσικοσυνθέτη Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου), που έκανε περιοδεία σε διάφορες πόλεις, και μετά τη Σεβαστούπολη τον μετέφερε σώο στην Κωνσταντινούπολη. Το βράδυ της 4/17 Απριλίου 1919, συνήφθη εκεχειρία μεταξύ των αντιπάλων και η Ανωτέρα Γαλλική Διοίκηση αποφάσισε την εκκένωση της Σεβαστούπολης. Οι Βρετανοί άφησαν όσα ρωσικά πολεμικά ήταν στον λιμένα, αφού αχρήστευσαν τις μηχανές τους, ενώ βύθισαν και όσα υποβρύχια ήταν αξιοποιήσιμα. Οι Γάλλοι αχρήστευσαν τα πυροβόλα των φρουρίων.
Τη νύκτα της 6/19 Απριλίου 1919, παραμονής του Πάσχα, στασίασαν τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών France και Vergniaud και αυτό μεταφέρθηκε και στο προσωπικό και υπόλοιπων γαλλικών πλοίων μαζί με το δεξαμενιζόμενο Mirambeau. Αιτίες για την στάση μπορούν να θεωρηθούν το χαμηλό ηθικό των γαλλικών πληρωμάτων λόγω της εκκένωσης του ουκρανικού εδάφους από τα γαλλικά πεζά τμήματα εξαιτίας της προέλασης των Μπολσεβίκων, η πολεμική που είχε αναπτυχθεί σε ένα μεγάλο μέρος του Γαλλικού Κοινοβουλίου για την εκστρατεία και η απαίτηση για επαναπατρισμό των γαλλικών τμημάτων, η κούραση των πληρωμάτων και η κομμουνιστική προπαγάνδα.
Η κορύφωση των στασιαστικών ενεργειών ήταν ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, όταν Γάλλοι ναύτες με Μπολσεβίκους διενήργησαν πορεία διαμαρτυρίας. Η πορεία αυτή φωνάζοντας “Κάτω η Ρουμανία!”, “Κάτω η Ελλάς!”, “Ζήτω οι Μπολσεβίκοι!” και άλλα πολλά, έφθασε στο φρουραρχείο όπου στρατωνιζόταν ο 10/2 λόχος του 2ου Συντάγματος. Οι διαδηλωτές είχαν γίνει πολύ προκλητικοί και ο διοικητής του λόχου, υπολοχαγός Κ. Παπαγεωργίου αφού δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τον αντισυνταγματάρχη Γρηγοριάδη, πήρε διαταγές από τον Γάλλο φρούραρχο να διαλύσει την διαδήλωση. Ο Έλληνας υπολοχαγός στην αρχή διέταξε πυροβολισμούς στον αέρα για εκφοβισμό. Οι Μπολσεβίκοι απάντησαν βάλλοντας εναντίον του και ο λόχος αναγκάστηκε να απαντήσει στα πυρά. Σκοτώθηκαν 5 πολίτες και τραυματίστηκαν 3 Γάλλοι. Οι διαδηλωτές διαλύθηκαν και γαλλικά αποσπάσματα και περίπολοι του βρετανικού Canterbury οδήγησαν του Γάλλους πίσω στα πλοία.
Το βράδυ, ήρθε ο Βρετανός στρατηγός Σμάτς (Jan Christian Smuts) για να εκτιμήσει την κατάσταση και διεμήνυσε στον Γρηγοριάδη ότι τα βρετανικά αντιτορπιλικά ήταν στη διάθεση του ναυάρχου Γεώργιου Κακουλίδη που είχε υψώσει το σήμα του στο Κιλκίς. Το πρωί της Δευτέρας 8/ 21 Απριλίου του 1919, κατέφθασε ο ναύαρχος Κάλθορπ (Sir Somerset Arthur Gough-Calthorpe) με 4 βρετανικά θωρηκτά. Στις 12/25 Απριλίου 1919, το 2ο Σύνταγμα χωρίς να εγκαταλείπει τις θέσεις του, άρχισε να φορτώνει το υλικό και τα κτήνη του σε τρία μεταγωγικά. Οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν επιθετικοί λόγω της εκεχειρίας, αντίθετα εκδήλωσαν τον θαυμασμό τους για τους Έλληνες, όταν ο Γρηγοριάδης δέχθηκε να καταβάλει αποζημιώσεις για ζημίες σε περιουσίες πολιτών. Το ποσό που μαζεύτηκε από εισφορές αξιωματικών και δόθηκε στους ενθουσιασμένους Μπολσεβίκους ήταν 10.800 ρούβλια ή 1.800 δραχμές. Οι Μπολσεβίκοι μπήκαν στην πόλη στις 16/24 Απριλίου του 1919.
Τέλος, δέον είναι να αναφερθούν οι προσπάθειες του κυβερνήτη του Πάνθηρα, Ιωάννη Γιαννηκώστα, να περισώσει τους Έλληνες πρόσφυγες από το αναμενόμενο μένος των Μπολσεβίκων. Ο απολογισμός της ελληνικής συμμετοχής στην εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων είναι τελικά μάλλον αρνητικός. Είχε ως συνέπεια τον διωγμό του ελληνικού στοιχείου της περιοχής καθώς και την αρνητική διάθεση της σοβιετικής πολιτικής στα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, ιδίως δε στο θέμα της σχεδιαζόμενης εκστρατείας στην Μικρά Ασία.
About Post Author





