Επιχείρηση «Βαριοπούλα» : Τι μπορεί να διδάξει στην ελληνική πολιτική ηγεσία;
Γράφει ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος *
Στις 30 Ιανουαρίου 2010, ο Μεχμέτ Μπαρανσού, δημοσιογράφος της εφημερίδας Ταράφ, παρέδωσε στον εισαγγελέα του Μπεσίκτας (ενός προαστίου της Κωνσταντινούπολης) μια βαλίτσα, μέσα στην οποία υπήρχαν 5.000 αρχεία με βάση τα οποία, ανώτατοι αξιωματικοί των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, εξέταζαν σχέδια επιχειρήσεων που θα οδηγούσαν στην κατάλυση της κυβέρνησης Ερντογάν. Τα σχέδια αυτά ήταν το Οράζ για την πολεμική αεροπορία, το Σούγκα για το πολεμικό ναυτικό και το Μπαλυόζ (Βαριοπούλα) για τον στρατό ξηράς. Το υποτιθέμενο σχέδιο, του οποίου η ύπαρξη χρονολογείται πίσω στο 2003 (ένα χρόνο δηλαδή μετά την εκλογή του Ερντογάν), υποστήριζε πως το κόμμα του Ερντογάν συνεργάζονταν με φονταμενταλιστικές ομάδες, οι οποίες γινόντουσαν ολοένα και πιο ισχυρές. Απώτερος στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν ένα σύστημα διακυβέρνησης βασισμένο στην Ισλαμ. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, σκοπός του σχεδίου ήταν να αποτραπεί ένας εμφύλιος πόλεμος και να απομακρυνθούν μια και καλή όλα τα στοιχεία που εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία του κοσμικού κράτους. Το σχέδιο «Βαριοπούλα», όπως τελικα έμεινε στην ιστορία η συγκεκριμένη υπόθεση, είχε υπογραφεί απο τον αντιστράτηγο Τσετίν Ντοάν.
Η επιχείρηση «Βαριοπούλα» θα είχε τέσσερα στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι Τούρκοι αξιωματικοί θα κατέρριπταν ένα δικό τους μαχητικό πάνω απο το Αιγαίο και θα έριχναν την ευθύνη στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Στη συνέχεια, θα αυξανόταν ο αριθμος των πτήσεων των τουρκικών μαχητικών και θα γίνοταν πιο αισθητή η παρουσία του στόλου στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου για να αναγκάσουν την ελληνική πλευρά να αντιδράσει, ώστε οι δύο πλευρές να φτάσουν σε ένα θέρμο επεισόδιο ή ακομη και στα πρόθυρα πολέμου. Παράλληλα, θα αυξάνοταν η στρατιωτική παρουσία στην Θράκη ή θα επιδιωκόταν ακόμη και εισβολή ενός τμήματος του τουρκικού στρατού στον Βόρειο Έβρο και η πρόκληση μιας τεχνητής κρίσης. Αυτή η εξέλιξη με την σειρά της, θα έκανε την Κυβέρνηση Ερντογάν να φανεί αδύναμη, καθώς η ελληνική προκλητικότητα θα έμενε αναπάντητη. Στο δεύτερο μέρος, θα πραγματοποιούνταν μια σειρά επιθέσεων στο Εθνικό Αεροπορικό Μουσείο καθώς και σε στρατιωτικές βάσεις γύρω απο τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, απο άντρες ντυμένους ως Ισλαμιστές. Στην τρίτη φάση του σχεδίου, θα γινόντουσαν εκρήξεις στα δυο μεγάλα τζαμιά της Κωνσταντινούπολης (Fatih και Beyazit). Οι εκρήξεις όμως θα ήταν σχεδιασμένες ώστε εξασφαλιστεί ένας μεγάλος αριθμός τραυματισμένων και όχι νεκρών. Τέλος, μεσα σε αυτό το κλίμα αστάθειας και ανασφάλειας, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις θα κηρυτταν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, θα ανέτρεπαν την Ισλαμική κυβέρνηση του Ερντογάν και τέλος θα έκαναν αποβίβαση στις Οινούσσες, στους Φούρνους και στην Λέρο (μέρος του σχεδίου Σούγκα), ως απάντηση στην ελληνική προκλητικότητα. Οι Οινούσσες, συγκεκριμένα αποτελούσαν (και αποτελούν) ένα στρατηγικό σημείο για την Ελλάδα, καθώς ελέγχουν την βόρεια θαλάσσια έξοδο για την τουρκική επαρχία Τσεσμέ και στα δυτικά τους, βρίσκεται η Χίος.
Μέχρι το 2012, 300 αξιωματικοί του στρατού είχαν καταδικαστεί και φυλακιστεί για το υποτιθέμενο πραξικόπημα. Αρκετά γρήγορα όμως, αποδείχθηκε πως οι συγκεκριμένες δίκες δεν ήταν τίποτα παρα «δίκες-παρωδίες», στημένες απο τον Γκιουλέν και τους ακολούθους του, για να περιοριστεί η επιρροή των κεμαλιστών στην Τουρκία. Όταν αργότερα ο Ερντογάν ήρθε σε σύγκρουση με τον Γκιουλέν το 2013, με αφορμή τα σκάνδαλα διαφοράς που έφταναν μέχρι την οικογένεια του Ερντογάν, ο τελευταίος επέρριψε τις ευθύνες για τις δίκες των στρατιωτικών στον ιεροκύρηκα και το κίνημα του, που έλεγχε την δικαστική και αστυνομική εξουσία. Τελικά, όλοι οι αξιωματικοί που κατηγορήθηκαν για την Βαριοπούλα, αθωωθηκαν το 2015 απο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας και ορισμένοι απο αυτούς, επέστρεψαν στο στράτευμα. Το Δικαστήριο ανέφερε πως τα «ψηφιακά αρχεία-δεδομένα», δεν ήταν επαρκή για να θεωρηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την δίκη και δεν μπορούσαν να συνδεθούν με τους υπόπτους.
Ουσιαστικά οι δίκες δημιούργησαν έναν κενό ισχύος το οποίο ο Γκιουλέν και ο Ερντογάν προσπάθησαν να καλύψουν, κάτι που οδήγησε στην σύγκρουση τους. Ο Ερντογάν, ειδικά μετα την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, έθεσε ως στόχο να «ξεριζώσει» τους ακολούθους του Γκιουλέν απο νευραλγικές θέσεις του κρατους. Ο τρόπος πάντως με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε τις δίκες, άλλαξε την γνώμη ενός μέρους του λαού για την κυβέρνηση Ερντογάν. Από τότε, άρχιζε να φαίνεται περισσότερο αυταρχική παρά προοδευτική. Ταυτόχρονα, είχαν εκφραστεί ανησυχίες σχετικά με την ελευθερία του λόγου και τα μέσα ενημέρωσης, την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και την αξιοποίηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από το «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» για τη θέσπιση νόμων. Ίσως οι δίκες για την Βαριοπούλα να αποτελούσαν ένα είδος προάγγελου για τις εξελίξεις στην Τουρκία, για μια Τουρκία όπου ο Ερντογάν θα εξουσίαζε σαν ένας «Σουλτάνος» που θα όριζε το τι είναι δίκαιο και τι όχι, με τις εξουσίες συγκεντρωμένες γύρω απο τον ίδιο και τους οικείους του. Όπως και να έχει, πιο πρόσφατες εξελίξεις, δείχνουν πως ο Ερντογάν δεν είναι τόσο ισχυρός όσο επιδιώκει να δείχνει προς τα έξω. Με την αξία της τουρκικής λίρας να πέφτει σημαντικά και με ένα μέρος της τουρκικής κοινωνίας στα όρια της φτώχειας (βλέπε περιστατικό με το «Τσάι της Χαράς») η χώρα φαίνεται να οδηγείται σε μια νέα οικονομική κρίση. Ο Ερντογάν γνωρίζει πως αν χάσει τον έλεγχο στα εσωτερικά θέματα και αποτύχει ως Πρόεδρος, τον περιμένει είτε η μοίρα του Μεντερές είτε στην καλύτερη περίπτωση η ισόβια φυλάκιση.
Ας κάνουμε όμως ένα υποθετικό σενάριο. Τί θα σήμαινε μια βίαιη ανατροπή του Ερντογάν για την Ελλάδα; Αν ο Ερντογάν έχανε βίαια την εξουσία, θα μπορούσε η Ελλάδα να αντέξει τους κραδασμούς απο την πτώση του; Είτε ίσχυε στα αλήθεια το σχέδιο Βαριοπούλα, είτε όχι, πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο οι Τούρκοι να προκαλέσουν ένα θερμό επεισόδιο για να υπάρξουν αναταραχές στο εσωτερικό της Τουρκίας ή για να ικανοποιηθούν πολιτικά οφέλη. Θα μπορούσε η Ελλάδα να απαντήσει άμεσα σε μια αποβίβαση , για παράδειγμα, στις Οινούσσες ή σε άλλα νησιά του Αιγαίου και να προστατέψει τα κυριαρχικά της δικαιώματα ή θα ζούσε η χώρα ένα νέο σενάριο Ιμίων; Ίσως η «Βαριοπούλα» πρέπει να αποτελέσει ένα μάθημα για την πολιτική ηγεσία, ώστε να προετοιμάσει ένα εθνικό σχέδιο, για να μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο σενάριο. Υπάρχει όμως η διάθεση για κάτι τέτοιο;
*φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Διαβάστε επίσης: Σχέδιο Βαριοπούλα & Ελλάδα