Μπάιντεν: Οι πρώτες προκλήσεις για τον νέο πλανητάρχη
Του Κώστα Ράπτη
Ποια είναι η πρώτη που θα μπορούσε να προσφέρει την καταλληλότερη θεραπεία στην τραυματισμένη Αμερική; Η οικονομία ή η πολιτική; Και πώς θα μπορούσε να μία να αναιρέσει το έργο της άλλης;
Αυτό είναι το κρισιμότερο ερώτημα που σημαδεύει την έναρξη της “εποχής Μπάιντεν”, καθώς η ανάληψη των καθηκόντων του 46ου προέδρου των ΗΠΑ φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη αποκατάστασης των κοινωνικών ρηγμάτων τα οποία γλαφυρά περιέγραψε ο ίδιος ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου στην ομιλία της ορκωμοσίας του.
Δίνοντας το σύνθημα για την ταχεία αποκαθήλωση της κληρονομιάς του Ντόναλντ Τραμπ, ο Αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε από την πρώτη κιόλας μέρα 17 εκτελεστικά διατάγματα που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, το πάγωμα της διαδικασίας αποχώρησης των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, την επιστροφή στις προβλέψεις του Συμφώνου των Παρισίων για το κλίμα, την παράταση της αναστολής, λόγω πανδημίας, των εξώσεων και των αποπληρωμών φοιτητικών δανείων, την άρση της απαγόρευσης εισόδου σε πολίτες συγκεκριμένων μουσουλμανικών κρατών, την προώθηση της λογοδοσίας της διοίκησης και του σεβασμού των δικαιωμάτων των φυλετικών, σεξουαλικών κ.ο.κ. μειονοτήτων.
Η πανδημία στο επίκεντρο
Παράλληλα εξήγγειλε, αν και όχι με τις απαραίτητες εξειδικεύσεις, την εθνική στρατηγική του για την καταπολέμηση της πανδημίας, την οποία εμφανώς τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων του.
Όμως τα εκτελεστικά διατάγματα είναι σχετικά απλή υπόθεση. Πολύ δυσκολότερα αναμένεται να γίνουν τα πράγματα όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν κληθεί να νομοθετήσει, έχοντας απέναντί της ένα Κογκρέσο με οριακούς συσχετισμούς και στα δύο σώματα (50 Δημοκρατικοί και 50 Ρεπουμπλικανοί στη Γερουσία) και με την πολιτική πόλωση να μην έχει διόλου υποχωρήσει, παρότι τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου έξω από το Καπιτώλιο έφεραν σε θέση “παρία” τον Ντόναλντ Τραμπ και τους οπαδούς του, διευκολύνοντας την επιχειρούμενη ανάκτηση του ελέγχου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τους “φυσικούς ιδιοκτήτες” του. Και ασφαλώς η ρητορική της καταγγελίας των “εγχώριων τρομοκρατών” από τον Μπάιντεν δεν συντελεί στην ψυχική επανένωση της χώρας.
Η απόφαση της ηγεσίας των Δημοκρατικών να εκκινήσουν διαδικασία καθαίρεσης του προηγούμενου προέδρου (η οποία και θα συνεχισθεί κανονικά παρά τη λήξη της θητείας του), με το βλέμμα στραμμένο στην απαγόρευση μιας νέας υποψηφιότητάς του το 2024, έρχεται σε σύγκρουση με την ανάγκη να αναζητηθούν διακομματικές συναινέσεις, αν μη τι άλλο για να εξασφαλισθούν οι αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που χρειάζονται για την υλοποίηση της κεντρικής εξαγγελίας Μπάιντεν: την υιοθέτηση ενός νέου πακέτου αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας, ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων.
Χαλάρωση άνευ προηγουμένου
Υπό τη νέα κυβέρνηση οι ΗΠΑ επιχειρούν μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική χαλάρωση, η οποία έρχεται να προστεθεί στα προηγούμενα πακέτα στήριξης της άνοιξης (2,4 τρισ. δολάρια) και του Δεκεμβρίου (900 δισ.), ήτοι αθροιστικά στο 25% του αμερικανικού ΑΕΠ, ξεπερνώντας κατά πολύ οτιδήποτε παρόμοιο έχουν επιχειρήσει οι λοιπές ισχυρές οικονομίες και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας πληθωριστικής “εκτροπής”. Εξού και οι ενστάσεις δεν αφορούν μόνο τους κοινοβουλευτικούς “ιέρακες”, που επιδίδονται στα συνήθη μικροπολιτικά παιχνίδια, αλλά περιλαμβάνουν και αρκετούς έγκυρους αναλυτές. Έτσι, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Λάρι Σάμερς ήδη μιλά για κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας εξαιτίας του μεγέθους των πακέτων στήριξης.
Ήδη οι αγορές προσαρμόζονται καταλλήλως, εκτινάσσοντας, λ.χ., τις τιμές των εμπορευμάτων σε επίπεδα ανώτερα της προ της πανδημίας περιόδου, ενώ τράπεζες και οίκοι αξιολόγησης σπεύδουν να αναπροσαρμόσουν τις εκτιμήσεις τους, με την Goldman Sachs να εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 6,5% φέτος, την J.P. Morgan 5,5% και τη Moodys 8% (έναντι πρόβλεψης για 4% προ μηνός!), με καθήλωση της ανεργίας στο 4%.
Αποφασιστική διπλωματία με το βλέμμα στην Κίνα
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, οι ακροάσεις στη Γερουσία των προτεινόμενων από τον Μπάιντεν υπουργών είναι διαφωτιστικές. Καθόλου τυχαία, ο αυριανός επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν, αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφέρει ότι, παρά τις διαφωνίες του με την πολιτική Τραμπ, βρίσκει σωστή την επιλογή μιας σκληρότερης στάσης απέναντι στην Κίνα. Η δε μέλλουσα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, προανήγγειλε ότι θα αξιοποιηθεί όλη η γκάμα των εργαλείων απέναντι στις παράνομες και καταχρηστικές πρακτικές της Κίνας.
Στην ακρόασή του ο Μπλίνκεν εξέπεμψε όλους τους ενοχλητικούς για το Πεκίνο “θορύβους”, είτε αυτοί αφορούν τα δικαιώματα της μειονότητας των Ουιγούρων (η οποία συμφώνησε ότι υφίσταται γενοκτονία), είτε το ζήτημα του Χονγκ Κονγκ, είτε τη Βόρεια Κορέα, όπου τάχθηκε υπέρ της άσκησης εντονότερης πίεσης με τη βοήθεια Νότιας Κορέας και Ιαπωνίας. Κυρίως, όμως, έθιξε το μεγαλύτερο κινεζικό ταμπού, ήτοι το “δόγμα της μίας Κίνας”, το οποίο αναγνώριζε μέχρι τώρα η αμερικανική πολιτική, κάνοντας λόγο για την ανάγκη να ενισχυθεί η αυτονομία και η άμυνα της Ταϊβάν.
Κατά τα λοιπά, από τις ακροάσεις στη Γερουσία πληροφορούμαστε ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ, θα επιμείνουν στον εξοπλισμό της Ουκρανίας, θα συνεχίσουν να αναγνωρίζουν τον Χουάν Γουαϊδό ως πρόεδρο της Βενεζουέλας, θα επισείουν πάντα την απειλή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας για την προμήθεια των ρωσικών συστημάτων S-400 κ.ο.κ. Δεν πρόκειται εδώ ασφαλώς για κατεδάφιση της διπλωματικής κληρονομιάς του Τραμπ.
Επιστροφή στην πολυμέρεια
Αν κάπου η διαφορά αναμένεται να γίνει άμεσα εμφανής, αυτό θα είναι στην επανεπένδυση στην πολυμερή διπλωματία, με νέο εργαλείο αυτήν τη φορά τη δημιουργία ενός Φόρουμ των Δημοκρατιών, το οποίο, με την πρόθυμη συνεργασία και της Ε.Ε., θα διεξαγάγει και “αξιακό” αγώνα εναντίον των αυταρχικών ανταγωνιστών.
Μέγας άγνωστος προς το παρόν η στάση του Μπάιντεν έναντι του Ιράν. Εν μέσω πληροφοριών, τις οποίες ο ίδιος αρνείται, ότι έχουν ήδη ξεκινήσει οι υπόγειες επαφές με την Ισλαμική Δημοκρατία, ο νέος πρόεδρος καλείται από τη μια να υπερασπιστεί το μεγαλύτερο διπλωματικό επίτευγμα της προεδρίας Ομπάμα, ήτοι τη διεθνή συμφωνία του 2015 που θέτει υπό έλεγχο το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, και από την άλλη να αποσπάσει περαιτέρω εγγυήσεις, τις οποίες η Τεχεράνη δεν έχει κανέναν λόγο να διαπραγματευτεί, για το βαλλιστικό της πρόγραμμα και τη “διεθνή συμπεριφορά” της, που τόσο απασχολούν παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία.
πηγή: Capital.gr