29/03/2024

Τρόποι αξιολόγησης της επάρκειας της Εθνικής Άμυνας

Του Δημήτρη Τσαϊλά*

 

Η διατήρηση της πορείας του πλοίου δεν είναι τόσο δύσκολη ή τόσο εύκολη δουλειά όσο φαίνεται. Εάν παρακολουθείτε την πυξίδα, τηρείτε το συντονισμό της πλώρης με το κυματισμό και αποκτήσετε εμπειρία μπορείτε να πηδαλιουχήσετε με μεγάλη άνεση. Είναι σημαντικό να μάθετε να παρακολουθείτε το κύμα. Πρέπει να παρατηρείτε τα κύματα από νωρίς, ώστε να τηρείτε την πορεία σας με έναν τρόπο που το πλοίο σας θα αποφεύγει τους διατοιχισμούς και τον προνευστασμό, δηλαδή το μπότζι. Εάν θέλετε να έχετε μια κακή μέρα, τότε μην παρατηρείτε το κυματισμό και αφήστε ένα κύμα να σας τιμωρήσει για το έλλειμα της προσοχή σας. Ενώ, επιτέλους, ακούμε για ανάπτυξη νέου στόλου με νέες φρεγάτες για να ανταποκριθούμε στην πρόκληση ακόμη είμαστε στα λόγια. Ο στόλος όμως, δεν χτίζεται σε μια νύχτα. Ο στόλος μας χτίζεται με την πάροδο των χρόνων καθώς η ηγεσία μας έπρεπε να ευθυγραμμίζεται με τις απειλές που αντιμετωπίζουμε. Το 2021, έχουμε μια σημαντική πρόκληση, το κύμα που λέγαμε, έρχεται ακριβώς πάνω μας. Πλέον απελπισμένοι ψάχνουμε να βρούμε κάποιο τρόπο να καλύψουμε γρήγορα τα κενά στην άμυνα μας. Εν τω μεταξύ αντιδρούν εκείνοι που κατείχαν τη θέση πριν αγνοήσουν αυτό το κύμα. Έτσι προσπαθούμε σήμερα, όπως ο πνιγμένος που πιάνεται από τα μαλλιά του, ξέροντας ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστο μια δεκαετία υγιούς ηγεσίας και ακόμη πιο σωστές αποφάσεις για να ανακάμψουμε από την κακή θέση που βρισκόμαστε. Μια θέση για την οποία δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν, αλλά εμάς τους ίδιους. Όμως δεν υπάρχει μαγική λύση. Δεν υπήρξε ποτέ.

Εν τω μεταξύ οι απόψεις για το απαραίτητο μέγεθος ενίσχυσης της άμυνας μας ποικίλλουν. Τα εθνικά σχόλια αναπηδούν μεταξύ της άποψης ότι η άμυνα είναι μια άχρηστη σπατάλη, και της άποψης ότι η χρηματοδότηση της άμυνας είναι εντελώς ανεπαρκής. Επίσης ακούστηκαν ακραίες απόψεις περί πρόσκτησης οπλικών συστημάτων, μεταξύ των οποίων προτάθηκαν ακόμη και αεροπλανοφόρο, ή όπλα λέιζερ (κατευθυνόμενης ενέργειας), επίσης τοποθέτηση σε όλα τα νησιά συστοιχιών κατευθυνόμενων βλημάτων μέχρι και απόκτηση οπλισμένων διαστημοπλοίων, ονειρεύονται κάποιοι αιθεροβάμονες.

Σε έναν ιδανικό κόσμο, η συζήτηση για τα απαιτούμενα οπλικά συστήματα βασίζεται στη Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας η οποία ενημερώνεται συνεχώς, λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά συμφέροντα και τις απειλές, δηλαδή την Εθνική Στρατηγική. Φυσικά, κανείς δεν πρέπει να πιστεύει στη ψευδαίσθηση ότι οι τελικοί αμυντικοί προϋπολογισμοί ξεκινούν πλήρως από ανυπόφορες για τον περισσότερο κόσμο στρατηγικές αναλύσεις. Η τελευταία λέξη για τις αμυντικές δαπάνες προκύπτει πάντα από τη σύγκρουση της στρατηγικής σκέψης και του πολιτικού περιβάλλοντος. Προτού, όμως υποβάλουν τον αμυντικό προϋπολογισμό στη βάσανο της πολιτικής συζήτησης, οι ηγέτες μας πρέπει πρώτα να αναζητήσουν κατανόηση των γεγονότων, των αναγκών και της τρέχουσας κατάστασης των ενόπλων δυνάμεων. Αυτή η σαφήνεια είναι συχνά αόριστη. Οι συζητήσεις σχετικά με τον αμυντικό προϋπολογισμό συχνά περιλαμβάνουν άτομα που μιλούν μεταξύ τους – σκόπιμα ή ακούσια – για να πείσουν το κοινό τους (ψηφοφόρους). Για τα άτομα που αναζητούν ρεαλιστικές λύσεις, μπορεί να είναι ενοχλητικό. Ωστόσο, οπλισμένοι με κάποια γνώση, είναι δυνατόν να φτάσουμε σε εθνικό διάλογο με συναινέσεις.

Υπάρχουν, τρεις βασικές προσεγγίσεις για την αξιολόγηση της επάρκειας του αμυντικού προϋπολογισμού: η συγκριτική, η ορθολογική και η στρατηγική. Κάθε μια έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Συνήθως, τα επιχειρήματα για μεγαλύτερους ή μειωμένους αμυντικούς προϋπολογισμούς χρησιμοποιούν μόνο μία από αυτές τις μεθοδολογίες, οπότε είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το πλήρες φάσμα των τρόπων ενεργείας για επίτευξη των σκοπών μας με χρήση των διαθέσιμων πόρων προτού αποφασίσουμε.

Η συγκριτική μέθοδος παρέχει πληροφορίες εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ του προτεινόμενου αμυντικού προϋπολογισμού με προηγούμενους, λαμβάνοντας υπόψη τους δείκτες της οικονομίας. Το πιο σημαντικό, στις ευθείες συγκρίσεις παραλείπουν το κρίσιμο πλαίσιο, όπως οι διαφορετικές υποχρεώσεις των συνθηκών, τα εθνικά συμφέροντα και τις γεωπολιτικές καταστάσεις. Κατά συνέπεια, αγνοούν τις τεράστιες παραλλαγές των θεμελιωδών στρατηγικών προβληματισμών της χώρας.

Η ορθολογική μέθοδος προβάλει τον προϋπολογισμό για την άμυνα μέσω ενός φακού που τον τοποθετεί στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της Ελλάδας στο σύνολό του, ανταγωνιζόμενος άλλες εθνικές προτεραιότητες, συμπεριλαμβανομένου και του χρέους. Έτσι ο προτεινόμενος αμυντικός προϋπολογισμός με οποιουσδήποτε συνετούς στόχους δαπανών συμβάλει στην προώθηση της κατανόησης ότι οι αμυντικές δαπάνες ακολουθούν σκληρές επιλογές. Η μοναδική μεγαλύτερη πρόκληση με αυτήν την προσέγγιση είναι να αποφασίσουμε πού να σχεδιάσουμε τη «γραμμή ορθολογισμού».

Τέλος οι στρατηγικές εκτιμήσεις του προϋπολογισμού αξιολογούν τις προγραμματισμένες δυνάμεις που απαιτούνται και συντηρούνται από τα υποτιθέμενα επίπεδα αμυντικών δαπανών, έναντι των απαιτήσεων της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας και των στρατιωτικών στρατηγικών της χώρας και αξιολογούν την απειλή. Αυτός είναι ο πιο δύσκολος τύπος αξιολόγησης, και είναι ο πιο ενημερωτικός. Αυτές οι αναλύσεις είναι βασισμένες στις απαιτήσεις για καθορισμένους στόχους, αλλά και βάσει απειλών.

Σε κάθε περίπτωση, το σημείο εκκίνησης για αυτές τις αξιολογήσεις είναι ένα σενάριο αμυντικού σχεδιασμού, το οποίο περιλαμβάνει μια περιγραφή υψηλού επιπέδου μιας εύλογης απειλής, τη στρατηγική προσέγγιση για την αντιμετώπισή της και τις κατευθυντήριες υποθέσεις.

Υπάρχουν ορισμένα μειονεκτήματα στις στρατηγικές αξιολογήσεις. Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν σωστά. Η εκτέλεσή τους απαιτεί σημαντική επένδυση σε δυνατότητες ανάλυσης. Επιπλέον, οι στρατηγικές αξιολογήσεις διέπονται από τις παραδοχές και τις προϋποθέσεις, και τα στελέχη πρέπει να επιλέξουν σωστά και να καταλάβουν τι έχει ενταχθεί στην ανάλυση. Η απόκτηση εμπιστοσύνης σε μια στρατηγική εκτίμηση απαιτεί εμμέσως εμπιστοσύνη στα στελέχη που διεξάγουν την ανάλυση.

Καμία προσέγγιση δεν είναι επαρκής για τον προσδιορισμό ενός ρεαλιστικού βέλτιστου αμυντικού προϋπολογισμού. Μια σωστή ανάλυση πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία και των τριών μεθόδων/προσεγγίσεων, με ιδιαίτερη βαρύτητα προς τη στρατηγική αξιολόγηση. Οι ηγεσίες και οι επαγγελματίες της εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να εξοπλιστούν με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία δεδομένων, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στα αποτελέσματα του καλά διεξαγόμενου πολεμικού παιγνίου και ασκήσεων με αναλύσεις της επάρκειας μιας προτεινόμενης δύναμης του Υπουργείου Άμυνας για την εκτέλεση της εθνικής αμυντικής στρατηγικής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ΚΥΣΕΑ χρησιμοποιείται και μια τέταρτη προσέγγιση για να υποστηρίξει μια υπόθεση για ένα αμυντικό πλεονέκτημα ή για περικοπή δαπανών, μετά από μια ενδελεχή διαχείριση κινδύνων. Έτσι αντιμετωπίζει τρεις βασικές προκλήσεις στο πλαίσιο συνεργασίας με συμμάχους και εταίρους. Πρώτον, η οικοδόμηση της ικανότητας των συνεργατών κρατών γίνεται ακόμη πιο σημαντική για την ελληνική εθνική ασφάλεια. Δεύτερον, η Ελλάδα λόγω δημοσιοοικονομικών περιορισμών δεν μπορεί πλέον να προμηθευτεί πολλά ακριβά οπλικά συστήματα από όλα τα κράτη-εταίρους που θέλουν να επηρεάσουν τη κατάσταση ή με τα οποία θέλουμε να συμμαχήσουμε. Τρίτον, υπάρχει μια αυξανόμενη σύνδεση μεταξύ του τύπου των όπλων και των συστημάτων υψηλής τεχνολογίας που είναι χρήσιμα για τις Ένοπλες Δυνάμεις μας.

Ως εκ τούτου απαιτείται η αξιοποίηση του μοντέλου δημιουργού/κατασκευαστού για την ανάπτυξη οικονομικά αποδοτικών, βιώσιμων και προσαρμοσμένων λύσεων, που μπορεί να αντιμετωπιστεί κάθε ένα από τα παραπάνω ζητήματα. Επιπλέον, ενεργοποιώντας την εθνική αμυντική βιομηχανία αναπτύσσονται όχι μόνο εθνικά συστήματα καινοτομίας από αυτόχθονες εμπορικούς και ακαδημαϊκούς τομείς, προστίθεται και μια γεύση οικονομικής ανάπτυξης «ολόκληρης της κυβέρνησης» που η τρέχουσα πολιτική στερείται. Ακριβώς όπως εξελίσσονται οι απειλές, στο κυβερνοχώρο, τη τεχνητή νοημοσύνη, την υπερηχητική τεχνολογία, τον υβριδικό πόλεμο, και άλλα θέματα, έτσι αυτές οι συνθήκες θα έπρεπε να διαμορφώνουν την αμυντική μας βιομηχανία. Παρόλα αυτά η ελληνική αμυντική βιομηχανία αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει πνεύμα απαξίωσης τουλάχιστον τα τελευταία 30 με 40 χρόνια. Αντιμετωπίστηκε όπως σχεδόν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες με σταθερή τη μείωση της παραγωγικής διαδικασίας και με υπέρογκες δανειοδοτήσεις για αποπληρωμή μισθών των εργαζομένων, ενώ το Υπουργείο Άμυνας αγωνίζεται να ανταποκριθεί σε δύσκολες στρατηγικές συνθήκες που προκαλούνται κυρίως από την άνοδο της Τουρκίας. Οι ένοπλες δυνάμεις, σήμερα, εισάγουν ολοένα και περισσότερα αμυντικά συστήματα και εμπορικές τεχνολογίες από το εξωτερικό με αποτέλεσμα να χάσουμε τη δυνατότητα να αναδείξουμε το παραδοσιακό επιχειρηματικό μας μοντέλο. Φυσικά από μόνη της, αυτή η λύση δεν θα δώσει λύσεις στο πρόβλημα του ανταγωνισμού με την Τουρκία, και δεν έχει σκοπό να αντικαταστήσει άλλες μορφές βοήθειας. Θα ήταν, ωστόσο, ένα νέο μέσο για την ενίσχυση των προσπαθειών, ενισχύοντας παράλληλα τις σχέσεις μας και με τις δυνάμεις των εταίρων.

Υπάρχουν ορισμένοι τρόποι με τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να βοηθήσει τους πολίτες και τους εμπειρογνώμονες εθνικής ασφάλειας να αξιολογήσουν καλύτερα την επάρκεια του αμυντικού προϋπολογισμού. Πρώτον, μπορεί να κάνει τα δεδομένα πιο προσβάσιμα και κατανοητά. Η απαίτηση για συγκρίσεις δαπανών με τη Τουρκία είναι ιδιαίτερα αναγκαία. Δεύτερον, η Κυβέρνηση πρέπει να παρέχει τους κανόνες για περισσότερη διαφάνεια στη διαδικασία του προϋπολογισμού.  Η τελική, και πιο σημαντική, βελτίωση που μπορεί να κάνει η Κυβέρνηση είναι η ανοικοδόμηση της αναλυτικής ικανότητας του Υπουργείου Άμυνας, η οποία δεν είναι η απαιτούμενη. Ίσως εξαιτίας αυτών των ελλείψεων, οι εξωτερικές ομάδες προβληματισμού και δεξαμενές σκέψης, παρά το Υπουργείο Άμυνας, έχουν πραγματοποιήσει πολλές στρατηγικές αξιολογήσεις. Το Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να συγκροτήσει σκόπιμα μια αναλυτική ικανότητα διεθνούς κλάσης όπου θα συνεργάζονται ειδικευμένοι αναλυτές και στελέχη των ΕΔ.

Το σημείο εκκίνησης για να αποφασιστεί πόσα χρήματα πρέπει να ξοδέψει το κράτος για την άμυνα είναι να διαμορφώσει πρώτα μια ενημερωμένη γνώμη για το τι είναι απαραίτητο. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της αξιολόγησης, οι αναλυτές μπορούν στη συνέχεια να σκεφτούν εάν το τρέχον πολιτικό περιβάλλον θα υποστηρίξει το απαραίτητο ποσό χρηματοδότησης. Στην ελληνική πραγματικότητα, αυτή η ακολουθία αντιστρέφεται συχνά. Η στερεότυπη έκφραση ότι οι αμυντικοί προϋπολογισμοί αναμένεται να είναι σταθεροί ή να μειώνονται για τα επόμενα χρόνια είναι μια πολιτική πρόκληση, και όχι μια σοβαρή ανάλυση της άμυνας. Τελειώνοντας, στη πατρίδα μας, δεν μας επιτρέπεται να συζητούμε ατελείωτα. Τα εθνικά μας συμφέροντα εξαρτώνται από την αποτρεπτική μας ισχύ για αυτό οι ηγεσίες που κάνουν τις καλύτερες εκτιμήσεις και ενεργούν ανάλογα, δεν θα επιτρέψουνε  στο κύμα να μας τιμωρήσει για το έλλειμα της προσοχή μας.

 

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

ΠΗΓΗ:  Ανιχνεύσεις 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024