Μετά την επανέναρξη των διερευνητικών τι;
Του Κώστα Ράπτη
Ο Ιμπραχίμ Καλίν, σύμβουλος και εκπρόσωπος του Ταγίπ Ερντογάν, χαιρέτισε την διεξαγωγή του 61ου γύρου ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, του οποίου ο ίδιος εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά ως οικοδεσπότης, αναρτώντας το εξής μήνυμα: “Η λύση όλων των προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του Αιγαίου, είναι εφικτή υπό την ισχυρή ηγεσία του προέδρου μας. Η βούλησή μας για αυτό είναι πλήρης. Η περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα είναι προς όφελος όλων”.
Με άλλα λόγια, η ειρηνοποιός διάθεση που προβάλλει η Τουρκία δεν είναι παρά η προώθηση της αναθεωρητικής πολιτικής με άλλα μέσα: Τα “προβλήματα” που έχει κατά νου η ηγεσία της γείτονος πηγαίνουν πολύ πέρα από τα θέματα του Αιγαίου (μοναδικό αντικείμενο διαπραγμάτευσης που αναγνωρίζει η ελληνική πλευρά) και πάντως ο ρυθμός των εξελίξεων και η πρωτοβουλία των κινήσεων εναπόκειται στην “ισχυρή ηγεσία” Ερντογάν (ήταν άλλωστε η αμφισβήτησή της με την μη έκδοση από την Ελλάδα των οκτώ εκζητούμενων Τούρκων αξιωματικών που προκάλεσε την διακοπή των διερευνητικών το 2016 με εντολή του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας). Η διεθνής κοινότητα δεν έχει παρά να χειροκροτήσει από μακριά οτιδήποτε συντελεί στην “περιφερειακή σταθερότητα” – και αυτό πράττει ήδη.
Οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Χέικο Μάας μετά την συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Ε.Ε. είναι ενδεικτικές της σπουδής του Βερολίνου να αξιοποιήσει την επανέναρξη των διερευνητικών για να τερματίσει τη συζήτηση περί ευρωπαϊκών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας. Προκύπτει έτσι μια “λήψη του ζητουμένου”, όπου η έναρξη μιας άτυπης διαπραγματευτικής διαδικασίας αντιμετωπίζεται ως επιτυχής ολοκλήρωσή της και η “ειρηνοποιός” διάθεση της Τουρκίας εισπράττεται τοις μετρητοίς, ενώ το “μαστίγιο” που θα ήταν ενδεχομένως απαραίτητο να επισείεται για την επιβεβαίωσή της, φεύγει από το τραπέζι.
Διαισθάνεται κανείς ότι πέραν των άμεσων μελημάτων της (μεταναστευτικό, οικονομικές σχέσεις, τουρκογερμανική ψήφος, στάση άλλων χωρών της Ε.Ε.) η Γερμανία “επιστρατεύει” την Τουρκία ώστε και οι δύο να οχυρωθούν απέναντι στις τυχόν τιμωρητικές διαθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για κινήσεις τους όπως η προμήθεια των ρωσικών συστημάτων S-400 και η κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2. Οι εκκλήσεις να μην εξωθηθεί εκτός δυτικού στρατοπέδου η Τουρκία παραδόξως υποκρύπτουν διαθέσεις κατοχύρωσης στοιχείων στρατηγικής αυτονομίας – και όχι μόνο από μέρους της Άγκυρας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προειδοποιεί ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ του Ahval News, οι διερευνητικές επαφές “δεν είναι τίποτε περισσότερο από διάλογος. Ενώ η τύχη των διαπραγματεύσεων θα εξαρτηθεί από την τακτική των δύο πλευρών, οι βασικές παράμετροι, τις οποίες κάποιοι μεγάλοι παίκτες της Ε.Ε. κυνικά αποδέχθηκαν, παραμένουν αμετάβλητες. Για τον Ερντογάν, η επιθετική εξωτερική πολιτική είναι αναγκαία για την πολιτική του επιβίωση, και η ιστορία μας διδάσκει ότι όταν ένας ηγέτης μπαίνει σε αυτό το μονοπάτι είναι σχεδόν αδύνατο να κάνει μεταβολή. Οι διερευνητικές επαφές με την Ελλάδα θα παραμείνουν ακριβώς ένας επιφυλακτικά χρησιμοποιούμενος, δίχως σκοπό μηχανισμός αναζήτησης, ενώ η πραγματική αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, αν προκύψει, θα προέλθει από την κυβέρνηση Μπάιντεν και την πολιτική χορογραφία της για την περιοχή. Αλλά για αυτό θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο παραπάνω”.
πηγή: Capital.gr