Ο Μπάιντεν και η ώρα της αλήθειας για ΗΠΑ-Ρωσία
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Στα πεδία που υπάρχει περιθώριο διαλόγου μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ, τώρα που οι ΗΠΑ «γυρίζουν σελίδα» μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Τζο Μπάιντεν, αναφέρεται σε άρθρο του στους Moscow Times ο πρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (RIAC) και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Ιγκόρ Ιβάνοφ, ενώ προειδοποιεί και τη Μόσχα πως δεν είναι προς το συμφέρον της μια οξεία αντιπαράθεση με τη Ουάσινγκτον.
Ένα νέο κεφάλαιο έχει αρχίσει στην αμερικανική ιστορία. Ο Joseph Robinette Biden Jr ορκίστηκε 46ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι επιπτώσεις της εκλογής του και η μάχη -κυριολεκτικά- για το Οβάλ Γραφείο θα είναι αισθητές για πολύ καιρό.
Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει μπροστά της τέσσερα δύσκολα χρόνια. Βέβαια, κανένας από τους προκατόχους του Biden δεν πέρασε εύκολα, καθώς πάντα είχαν υπεραρκετά προβλήματα να τους απασχολούν. Αλλά τα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΗΠΑ είναι πολύ βαθύτερα από ποτέ. Τόσο το μέλλον των ΗΠΑ όσο και η ευρύτερη παγκόσμια πολιτική αρχιτεκτονική θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το πώς θα αντιμετωπίσει ο Biden τα ζητήματα αυτά.
Ο νέος πρόεδρος έχει βάλει στην κορυφή της λίστας αυτών που πρέπει να κάνει τη μάχη κατά της Covid-19, την εσωτερική πολιτική, την κλιματική αλλαγή και την αποκατάσταση της αμερικανικής ηγεσίας στον κόσμο. Αλλά είναι ξεκάθαρο πως η χώρα έχει μια σειρά προβλημάτων που πάνε πέραν των ζητημάτων αυτών. Η βασική πρόκληση του Biden στο εσωτερικό μέτωπο θα είναι να γιατρέψει με κάποιον τρόπο μια χώρα που είναι διχασμένη σε τόσα επίπεδα -πολιτικά, εθνικά, φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά, γενεαλογικά. Είναι αδύνατον να μπορέσει να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή γρήγορα, αποτελεσματικά και πειστικά. Αλλά αν η κυβέρνησή του δεν θέλει υπό έλεγχο την πολιτική σύγκρουση εντός της χώρας -η οποία έχει αρχίσει να εμφανίζεται και στους δρόμους και να εκδηλώνεται με τη μορφή της βίας-, τότε τα άλλα προβλήματα, περιλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθούν.
Στη Ρωσία, θα πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Η «κληρονομιά» που έχει αφήσει ο Donald Trump από αυτήν την άποψη είναι δυσοίωνη. Ίσως το πιο ανησυχητικό όλων δεν είναι το γεγονός πως οι διμερείς σχέσεις έφτασαν στο ναδίρ πολλών δεκαετιών, αλλά ότι υπό τον Trump σχεδόν όλοι οι διαπραγματευτικοί μηχανισμοί στους οποίους βασιζόμασταν κατά το παρελθόν, για να επιλύσουμε προβλήματα ή για να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο να γίνουν ανεξέλεγκτα, καταστράφηκαν. Γι’ αυτό ορισμένοι ειδήμονες στις ΗΠΑ και στη Ρωσία ήδη μιλούν για την απειλή άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο μεγαλύτερων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου.
Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Και οποιοσδήποτε σώφρων άνθρωπος -Ρώσος ή Αμερικανό- θα πρέπει να το αντιλαμβάνεται αυτό.
Ενώ δεν υπάρχει γρήγορος τρόπος να διορθωθούν τα πράγματα -ούτε μπορεί να υπάρξει-, ωστόσο η ευκαιρία για αλλαγή της γενικής πορείας των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας υπάρχει. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας διάλογος -τουλάχιστον για τα ζητήματα εκείνα στα οποία μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιου είδους συμφωνία. Αυτό δεν σημαίνει κάποια από τις δύο πλευρές να κάνει παραχωρήσεις. Υπάρχουν πολλοί τομείς όπου οι διαπραγματεύσεις και οι συμφωνίες αναμφίβολα ικανοποιούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα και των δύο χωρών.
Ο έλεγχος των εξοπλισμών
Πρωτ’ απ’ όλα υπάρχει ο έλεγχος των εξοπλισμών. Η επέκταση της Νέας Συνθήκης START χωρίς επιπλέον όρους ανταποκρίνεται στα συμφέροντα ασφαλείας και των δύο πλευρών. Το μόνο που απαιτείται, είναι η πολιτική βούληση της Μόσχας και της Ουάσινγκτον. Η επέκταση της Συνθήκης δεν θα σήμαινε και πολλά για την ίδια τη διεθνή ασφάλεια, αλλά θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την ετοιμότητα των δύο πλευρών να συμμετέχουν σε έναν ευρύτερο διάλογο για ζητήματα-κλειδιά της στρατηγικής σταθερότητας. Δεν έχουμε λόγο να περιμένουμε πως θα υπάρξουν άλλες συμφωνίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών στο προβλέψιμο μέλλον, παρά μόνο την επέκταση της Νέας START. Αλλά οι πλευρές έχουν μια ευκαιρία να δημιουργήσουν έναν μόνιμο μηχανισμό διαπραγμάτευσης για τον έλεγχο των εξοπλισμών και είναι ουσιώδους σημασίας να αντιληφθούν αυτή την ευκαιρία.
Από αυτή την άποψη, καλό θα ήταν να θυμηθούμε πως οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση ήταν σχεδόν σε συνεχή επαφή μεταξύ τους τις δεκαετίες 1960 με 1980 για ζητήματα πυρηνικού οπλοστασίου και εξοπλισμών. Κατά την περίοδο εκείνη, οι αμερικανικές και σοβιετικές αντιπροσωπείες εργάζονταν ακάματα, έχοντας κοντά στις διαπραγματεύσεις και τους ηγέτες των δύο πλευρών και ενεργώντας με βάση τις οδηγίες τους. Με άλλα λόγια, δεν ήταν απλώς οι ειδικές αντιπροσωπείες και οι κυβερνητικές υπηρεσίες που εμπλέκονταν σε αυτή την περίπλοκη διαδικασία, αλλά και αυτοί που βρίσκονταν στην κορυφή των δύο πλευρών.
Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα ατμόσφαιρα στις διμερείς σχέσεις -μια ατμόσφαιρα που κατέστησε εφικτές συγκεκριμένες συμφωνίες. Αυτό είναι το είδος του μηχανισμού διαπραγμάτευσης που χρειαζόμαστε τόσο απεγνωσμένα σήμερα. Πολύ περισσότερο επειδή η στρατιωτική τεχνολογία αναπτύσσεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό σήμερα απ’ ό,τι πριν από μισό αιώνα.
Όπως και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο διάλογος και οι δυνητικές συμφωνίες για τη στρατηγική σταθερότητα μπορούν -αν υπάρξει η κατάλληλη πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές- να ενεργήσουν ως «σκαλοπάτι» προς την αποκατάσταση της διμερούς συνεργασίας σε άλλους τομείς.
Περιφερειακές συγκρούσεις
Ο δεύτερος τομέας αμοιβαίας ανησυχίας είναι οι περιφερειακές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, τη Συρία και τη Λιβύη, καθώς και το πυρηνικό πρόβλημα στο Ιράν και στη Βόρεια Κορέα.
Είναι απίθανο πως θα δούμε διμερείς συμφωνίες στα ζητήματα αυτά στο κοντινό μέλλον. Όμως οι δύο πλευρές θα μπορούσαν οπωσδήποτε να ωφεληθούν από τον διάλογο, δεδομένου ότι τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ έχουν τα δικά τους γεωπολιτικά και άλλα συμφέροντα στις περιοχές αυτές.
Ο πιο ρεαλιστικός τρόπος για να υπάρξει ένας τέτοιος διάλογος αυτή τη στιγμή είναι εντός του πλαισίου των πολυμερών μηχανισμών. Η Ρωσία θα μπορούσε να εντείνει τις προσπάθειές της για να δώσει νέα δυναμική σε σχήματα όπως το Κουαρτέτο για τη Μέση Ανατολή -που απαρτίζεται από αντιπροσώπους της Μόσχας και της Ουάσινγκτον, καθώς και αντιπροσώπους του ΟΗΕ και της ΕΕ- καθώς και άλλα πολυμερή διαπραγματευτικά σχήματα που χειρίζονται τα ζητήματα των πυρηνικών του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.
Παρά τις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης εντός πολυμερών σχημάτων, έχουν και ορισμένα πλεονεκτήματα, καθώς επιτρέπουν στα μέρη να μην έχουν άμεση γραμμή επικοινωνίας για τη συμμετοχή.
Κλίμα
Ο τρίτος τομέας είναι το κλίμα. Οι δηλώσεις του Joe Biden κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου παραπέμπουν ξεκάθαρα στο ότι οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν σε μια πολιτική διεθνούς συνεργασίας για την παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Αν ο πρόεδρος αρχίσει να υλοποιεί τις υποσχέσεις του, τότε οι ευκαιρίες για διάλογο στο θέμα αυτό θα παρουσιαστούν. Εδώ πιθανότατα θα πρέπει να προτιμηθούν λιγότερο τοξικά πολυμερή σχήματα.
Μια σχετική περιοχή είναι η Αρκτική. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τοπικών και μη τοπικών παραγόντων για επιρροή στην Αρκτική εντείνεται. Και αν αυτό δεν μεταφραστεί σε επαρκή διεθνή νομική ρύθμιση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη ένταση και ακόμα και άμεση αντιπαράθεση στην περιοχή τα επόμενα χρόνια. Αργότερα φέτος, η Ρωσία θα αναλάβει την προεδρία του Αρκτικού Συμβουλίου μέχρι το 2023 και θα μπορούσε έτσι να δώσει νέα πνοή στον διάλογο και στην εποικοδομητική συνεργασία στην περιοχή.
Δράττοντας τις ευκαιρίες
Μαζί με αυτές τις κορυφαίες ανησυχίες, υπάρχουν πολλοί άλλοι τομείς όπου η Ρωσία και οι ΗΠΑ έχουν μια μακρά ιστορία συνεργασίας και όπου χρειάζεται σήμερα συνεργασία -από το Διάστημα, την επιστήμη και την παιδεία, μέχρι τον πολιτισμό και τους δεσμούς μεταξύ ΜΚΟ. Ευκαιρίες υπάρχουν σε όλους αυτούς τους τομείς. Αλλά μπορεί να μην έχουν σημασία, εάν τις χαραμίσουμε.
Έτσι, πρέπει να απαντήσουμε σε ένα βασικό ερώτημα: τι εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ρωσίας; Η επίμονη αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ ή η αμοιβαία κατανόηση σε βασικά παγκόσμια ζητήματα;
Υπάρχουν πιθανότατα ορισμένοι που θα προτιμούσαν την αντιπαράθεση και θα μπορούσαν να δώσουν διάφορους λόγους για τους οποίους στηρίζουν τη θέση αυτή. Αλλά πέραν της πολεμικής, θα σημείωνα ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις για τη Ρωσία, στην περίπτωση που ακολουθήσει έναν τέτοιον δρόμο στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Μια οξεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ θα «έδενε τα χέρια» της Ρωσίας σε ό,τι αφορά τα αντικειμενικά της πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη, θα μείωνε το περιθώριο ελιγμού στη διεθνή αρένα, θα περιόριζε την πρόσβασή της σε σύγχρονες τεχνολογίες και διεθνές κεφάλαιο και θα την ανάγκαζε να κατανείμει σημαντικούς πόρους στην εντεινόμενη κούρσα των εξοπλισμών.
Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς πως τα κόστη αυτά μπορεί να αντισταθμιστούν ή να μειωθούν με την πάροδο του χρόνου. Και το γεγονός πως οι ΗΠΑ επίσης θα υποστούν απώλειες σε μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία δεν αποτελεί λογική παρηγοριά.
Η στιγμή της αλήθειας έχει φτάσει τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τη Ρωσία. Οι πλευρές πρέπει να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που εμφανίζονται τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο. Αλλιώς, θα χαθούν για πάντα.
πηγή: Euro2day.gr