Φοβάται η Ρωσία την ισχύ του τουρκικού στρατού;
Του Κώστα Ράπτη
Ο Ρώσος δημοσιογράφος Αλεξάντρ Ζελένιν προέβη πρόσφατα στο Rosbalt.ru σε έναν ενδιαφέροντα ισχυρισμό. Υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η στάση της Ρωσίας στη σύγκρουση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ προσδιορίσθηκε από τον φόβο της Μόσχας για τη στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας.
Μια υπεροχή η οποία στηρίζεται κυρίως στην μαζική παραγωγή και αξιοποίηση drones και είχε επιβεβαιωθεί προηγουμένως σε άλλα δύο μέτωπα όπου συγκρούονται οι τουρκικές και οι ρωσικές δυνάμεις: την Λιβύη και την Ίντλιμπ της Συρίας.
Ειδικά για την τελευταία ο Ζελένιν υποστηρίζει ότι η ήττα υπήρξε η πιο οδυνηρή για την ρωσική πλευρά, καθώς η προσπάθεια της συμμάχου κυβέρνησης της Δαμασκού να προωθηθεί τον περασμένο Μάρτιο στον ελεγχόμενο από φιλότουρκους ισλαμιστές θύλακα σημαδεύτηκε από μεγάλες απώλειες, εν μέσω μίας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές κινητοποιήσεις της τελευταίας πεντηκονταετίας.
Ο απολογισμός ήταν τρία κατεστραμμένα συριακά αεροσκάφη, οκτώ ελικόπτερα, 155 τεθωρακισμένα, οκτώ αντιαεροπορικά συστήματα, 12 αντιαρματικά, 51 τεθωρακισμένα οχήματα, δέκα αποθήκες εξοπλισμού, καθώς και ζημιές στο στρατιωτικό αεροδρόμιο του Χαλεπίου και 3.500 νεκροί ή τραυματίες στρατιώτες από συριακής πλευράς.
Δύο μήνες μετά αναζωπυρώθηκαν οι συγκρούσεις στη Λιβύη ανάμεσα στην Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας και τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του Χαλίφα Χάφταρ, ο οποίος είχε τη στήριξη και Ρώσων μισθοφόρων της εταιρείας Wagner.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες που επικαλείται ο Ζελένιν, εννέα αντιαεροπορικά συστήματα Pantsir ρωσικής κατασκευής καταστράφηκαν από τουρκικά μαχητικά drones “Bayraktar TB2”.
Όταν τον Σεπτέμβριο ξέσπασε η σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ τα ίδια Bayraktar έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα των Αρμενίων, ενώ η Μόσχα προτίμησε να μην εμπλακεί επιχειρησιακά, παρά επενέβη διπλωματικά για τον τερματισμό της κρίσης, αφότου ο συσχετισμός είχε κριθεί.
Με άλλα λόγια, η Ρωσία αναμετρήθηκε εμμέσως με την Τουρκία τρεις φορές σε έναν χρόνο και έχασε και τις τρεις. Πρόκειται για μια εικόνα πολύ διαφορετική από την εύκολη επικράτηση της Ρωσίας επί της Γεωργίας το 2008, την αναίμακτη προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την ανεμπόδιστη προβολή της ρωσικής ισχύος στη Συρία από το 2015 και εξής.
Το γιατί επιλέγεται πλέον η “φιλία” με τον Ερντογάν ως άξονας της ρωσικής πολιτικής μπορεί εύκολα να εξηγηθεί.
Οι ισχυρισμοί του Ζελένιν πάντως συναντούν τη διαφωνία πολλών ειδικών, στους οποίους απευθύνηθηκε το Ahval News.
Έτσι, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα BlueMelange που εδρεύει στην Άγκυρα, ο Ζελένιν παραβλέπει το γεγονός ότι η Τουρκία αξιοποιεί τόσο τις τακτικές δυνάμεις της όσο και φίλιες παραστρατιωτικές οργανώσεις, ενώ η Ρωσία σε αρκετές περιπτώσεις δεν εμπλέκεται άμεσα, παρά βασίζεται, όπως στη Λιβύη, στην δράση της εταιρείας Wagner.
Επιπλέον, τα ρωσικά συστήματα που διαθέτουν σύμμαχοι όπως η κυβέρνηση της Αρμενίας είναι πεπαλαιωμένα και ευάλωτα στις επιθέσεις μίας δύναμης του ΝΑΤΟ με μεγάλη τεχνογνωσία στη διεξαγωγή πολέμου, ή τα χειρίζονται ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι σύμμαχοι, όπως ο συριακός στρατός.
Ο Τομ Ρένκουιστ της Stratfor επισημαίνει παράλληλα, ότι ο Πούτιν επιλέγει με μεγάλη αυτοσυγκράτηση τα μέτωπα στα οποία θα ρίξει δυνάμεις, ακολουθώντας τη συνταγή της απόσπασης των μεγαλύτερων δυνατών γεωπολιτικών κερδών με τη μικρότερη δυνατή έκθεση του προσωπικού και των μέσων του ρωσικού στρατού σε κίνδυνο. Εξ ού και οι επιλογές του στην Ίντλιμπ ή τον Καύκασο.
Η αξιοποίηση των drones δίνει βεβαίως ένα ασύμμετρο πλεονέκτημα, ωστόσο το να οδηγηθεί κανείς ευθύγραμμα από αυτό στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει στρατιωτική υπεροχή έναντι της Ρωσίας είναι υπερβολικό και προκύπτει από σύγκριση ανόμοιων δεδομένων.
ΠΗΓΗ: Capital.gr