Η σύμβαση της Λωζάνης

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Στις 30 Ιανουαρίου του 1923, υπογράφτηκε η Σύμβαση της Λωζάνης. Δεν πρέπει να συγχέεται με την ομώνυμη συνθήκη που ακολούθησε, καθώς υπογράφτηκε έξι μήνες πριν και ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ήτοι την υποχρεωτική ανταλλαγή Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας.
Ίσχυε για αυτούς:
α)που παρέμεναν στις εστίες τους
β) που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα και
γ) ίσχυε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις από την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (18.10.1912).
Εξαιρέθηκαν οι ακόλουθοι:
α)Έλληνες Ορθόδοξοι Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου, Τενέδου
β)Μουσουλμάνοι Δυτικής Θράκης.
Οι “ανταλλάξιμοι” υποχρεώνονταν σε αποβολή παλιάς ιθαγένειας, μπορούσαν να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία, ενώ θα τους δινόταν αποζημίωση από το κράτος εγκατάστασης ίση με την περιουσία που εγκατέλειπαν. Θα διευκολύνονταν στην μετακίνησή τους από την Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής.

Την “Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής” με έδρα την Κωνσταντινούπολη αποτελούσαν έντεκα μέλη ( 4 Έλληνες, 4 Τούρκοι και 3 μέλη -πολίτες ουδέτερων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών) με αρμοδιότητα τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης των πληθυσμών και της εκτίμησης της ακίνητης περιουσίας των ανταλλαξίμων. Η παραπάνω επιτροπή αποπεράτωσε το έργο της το 1925, αλλά από τους Έλληνες πρόσφυγες υπήρχαν πολλά παράπονα καθώς η Συμφωνία της Άγκυρας (1930) εξίσωσε τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στη Μικρά Ασία με εκείνες των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν από την Ελλάδα. Πρακτικά, αυτό δυσχέραινε την αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων και την ομαλή κοινωνικοποίησή τους, καθώς θα έπρεπε ουσιαστικά να περιοριστούν στην κρατική αρωγή που έως τότε τους είχε δοθεί. Επιπρόσθετα, οι ελληνικές περιουσίες ήταν σε μέγεθος πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες μουσουλμανικές. Το παραπάνω μάλιστα στοίχισε εκλογικά στον Ελευθέριο Βενιζέλο καθώς για πρώτη φορά είχε τους πρόσφυγες απέναντι. Σε όλο τον Μεσοπόλεμο οι πρόσφυγες ψήφιζαν Φιλελεύθερους.
Η σύμβαση της Λωζάνης διέφερε από τις προηγούμενες ανταλλαγές πληθυσμών που είχαν προηγηθεί μεταξύ βαλκανικών κρατών στο ότι ήταν υποχρεωτική. Στηρίχθηκε μάλιστα σε ένα προνεωτερικό κριτήριο, την θρησκεία. Ουσιαστικά, η διάκριση των πληθυσμών γινόταν επί τη βάση των πάλαι ποτέ θρησκευτικών εθνών (μιλλέτ) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, επιχειρούσε να εγκαταστήσει μια “ισορροπία του τρόμου”. Η καλή μεταχείριση των τελευταίων Ελλήνων Ορθοδόξων στην Τουρκία από τις τουρκικές κυβερνήσεις εξασφαλιζόταν από την ύπαρξη των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και τούμπαλιν.

Η ελληνική πλευρά προσπάθησε και κατάφερε να διασώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρά τις διαμαρτυρίες των Τούρκων. Οι Τούρκοι μάλιστα προσπάθησαν να διασαλεύσουν την πνευματική εξουσία του Πατριαρχείου με την δημιουργία της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας και τον παπα-Ευθύμ. Ο παπα-Ευθύμ (πραγματικό όνομα Ευθύμιος Καραχισαρίδης 1884-1968), ήταν σχισματικός κληρικός και επικεφαλής της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος είχε έρθει σε συνεννόηση με τους κεμαλικούς.

Τελικά, με την ανταλλαγή των πληθυσμών η Τουρκία απαλλασσόταν από έναν πολύ μεγάλο αριθμό Ορθοδόξων Χριστιανών, ενώ η Ελλάδα ενίσχυε σημαντικά την εθνική της ομοιογένεια στη Μακεδονία στα σημεια εκείνα που διαβιούσαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί ρευστής συνειδήσεως.

Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα
Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα ήταν μια ειρηνική εποποιία του ελληνικού κράτους με την αποφασιστική συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών. Σημαντική συνδρομή είχε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), οργανισμός με νομική υπόσταση και διεθνή εποπτεία που ανέλαβε με τη βοήθεια του κράτους το έργο της στέγασης και της παραγωγικής απασχόλησης των προσφύγων.

Η αποκατάσταση διακρίθηκε σε αγροτική και αστική. Η ΕΑΠ έδωσε το βάρος στην αγροτική αποκατάσταση και φρόντισε ιδιαίτερα για την εγκατάσταση του σε παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, στοχεύοντας και στην ενίσχυση των συνόρων. Η αγροτική αποκατάσταση περιλάμβανε τη στέγαση σε ανταλλάξιμα σπίτια των χωριών ή σε νέους προσφυγικούς οικισμούς, που συντάσσονταν με πρότυπα ρυμοτομικά σχέδια. Προέβλεπε επίσης τη διανομή στους πρόσφυγες κλήρων 35 στρέμματα, που δεν αποτελούσαν ενιαία έκταση και ποίκιλλαν ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και το μέγεθος της οικογένειας. Στους αγρότες παραχωρούνταν ακόμη εργαλεία, σπόροι και ζώα για τις καλλιέργειες των χωραφιών τους.

Η αστική αποκατάσταση ήταν πιο δύσκολη και πολλές φορές την δημιουργία των αστικών συνοικισμών, συχνά ελλείψει χρόνου και χρημάτων, δεν συνοδεύονταν από έργα υποδομής και κοινής ωφέλειας. Πρόβλημα επίσης αποτελούσε η περιπλάνηση των αστών προσφύγων από πόλη σε πόλη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι πρόσφυγες στις πόλεις τα πρώτα χρόνια εργάζονταν περιστασιακά, είτε κάνοντας «μεροκάματα» στις οικοδομές, σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, είτε ως πλανόδιοι μικροπωλητές και μικροκαταστηματάρχες. Άλλοι δούλεψαν ως ναυτεργάτες και εργάτες σε δημόσια έργα στις πόλεις ή στην ύπαιθρο (αρδευτικά και αποστραγγιστικά έργα, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή ή επέκταση λιμανιών κ.ά.).
Η Σύμβαση της Λωζάνης και οι Τσάμηδες
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η κοινωνία ήταν οργανωμένη στα λεγόμενα millet, τα θρησκευτικά έθνη. Οι Βούλγαροι προέκυψαν ως αντίδραση στο Rum millet και την ελληνική πολιτισμική ηγεμονία.Οι Αλβανοί ως έθνος προέκυψαν αργότερα. Πιο πριν, στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 είτε πολεμούν στο πλευρό των Ελλήνων, είτε των Οθωμανών. Όχι μόνο όμως οι Αλβανοί αργούν να θεωρήσουν τον εαυτό τους έθνος, αλλά και οι Έλληνες τους αντιμετωπίζουν ως ομοεθνείς ή έστω αδερφούς.
Παραθέτω μερικά αποσπάσματα:
«Παιδιόθεν καί εξ απαλών ονύχων, ού μην αλλά καί πατρόθεν καί από πάππου καί των άλλων προγόνων, την Αλβανίαν εμάθομεν να θεωρούμε επαρχία ελληνικήν… τούς δε Αλβανούς Έλληνας γνησιωτάτους καί ελληνικωτάτους» (Λουκάς Μπέλλος).
«Η διαίρεσις ημών Αλβανών καί Ελλήνων διευκολύνει το κράτος άλλων. Μίαν ημέραν εξυπνήσαντες, θα ίδωμεν αίφνης ότι απωλέσθημεν, νομίσαντες ότι αναγεννώμεθα» (εφημερίς «Νεολόγος» αριθ.φ.617,Κων/πολη 1870).
«Οί Έλληνες είνε Αλβανοί καί οί Αλβανοί είνε Έλληνες»(Βλάσης Γαβριηλίδης,ιδρυτής καί διευθυντής της εφημερίδος «Ακρόπολις», 1883).
Το πράγμα πάει ακόμη παραπέρα αφού τον 19ο αιώνα γίνονται συζητήσεις για δημιουργία ελληνοαλβανικου κράτους υπό το ελληνικό Στέμμα. Αυτό ονομάστηκε “Ελληνοαλβανική προσέγγιση (1881-1912)”. Πολιτικοί κύκλοι στην Ελλάδα είχαν εκφράσει την άποψη ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ελληνοαλβανικο κράτος στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας. Η Ελλάδα μάλιστα κατέληξε σε μια μυστική συμφωνία με τον Ισμαήλ Κεμάλ Μπέι Βλόρα, ιδρυτή και πρώτο πρωθυπουργό της Αλβανίας.
Ο Ισμαήλ Κεμάλ καταγόταν από οικογένεια μπέηδων του Αυλώνα και είχε σπουδάσει σε γυμνάσιο των Ιωαννίνων. Στην εφημερίδα που τύπωνε σε τρεις γλώσσες: αλβανική, ελληνική και τουρκική, υπερασπίζονταν με επιμονή τα συμφέροντα του αλβανικού λαού, που θεωρούσε ότι ταυτίζονταν με αυτά των Ελλήνων. Στις 22 Ιανουαρίου 1907 υπέγραψε μυστική συμφωνία, ονομαζόμενη και ως Δήλωση Συνεννόησης, με τον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, η οποία συντάχθηκε από τον ίδιο τον Κεμάλ, παρουσία του Θεοτόκη και του Λάμπρου Κορομηλά. Η Ελλάδα αναλάμβανε ουσιαστικά να «υποστηρίξει την αλβανική υπόθεση στην βόρεια Αλβανία και να βοηθήσει στην δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους»
Η πρόταση για δημιουργία ελληνοαλβανικου κρατους “θα πέσει” από πλευράς Αλβανών τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων (το 1911). Η ελληνική κυβέρνηση (Αντώνης Σαχτούρης, Λάμπρος Κορομηλάς) συμφώνησε γενικά με τις προτάσεις για προσέγγιση. Ήταν όμως αντίθετη προς την δημιουργία ενός δυαδικού κράτους, ως μη πρακτικού και ρεαλιστικού και αντιπρότεινε να προωθηθεί η ιδέα συνεργασίας Ελλήνων και Αλβανών στο πλαίσιο της συνεννόησης των εθνοτήτων. Σε ένδειξη των φιλικών διαθέσεων, ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τη διδασκαλία της αλβανικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία στις περιοχές της Αλβανίας, ήταν όμως αντίθετοι στην αλβανική απαίτηση για την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στην Εκκλησία.
Ως αιτίες που διέλυσαν την προσέγγιση μπορούν να ειπωθούν οι ακόλουθες:
- Η ανάδυση του αλβανικού εθνικισμού, η οποία από ένα σημείο και ύστερα τάχθηκε απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα.
- Η ύπαρξη πολλών Αλβανών Μουσουλμάνων και η συμμετοχή αρκετων από αυτούς στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό σε υψηλές θέσεις.
- Η έλλειψη ενός Αλβανού ηγέτη που θα μιλούσε εκ μέρους όλων των Αλβανών.
- Οι παρεμβάσεις των Νεότουρκων.
- Το θέμα της Βόρειας Ηπείρου, στην οποία κατοικεί ενας απόλυτα συμπαγής και συνειδητοποιημένος ελληνικός πληθυσμός.
- Οι μηχανορραφίες των Ιταλών και των Αυστριακών.
Οι Αλβανοί αποτελούν το πιο νεωτερικό έθνος καθώς η ύπαρξή τους δεν στηρίζεται στην θρησκεία, χριστιανική ή μουσουλμανική αλλά στην έννοια του έθνους ιδωμένη καθαρά με δυτικό τρόπο. Οι Τσάμηδες ήταν γηγενείς χριστιανοί της Θεσπρωτίας, που εξισλαμίστηκαν πιθανότατα τον 17ο αιώνα, κυρίως μετά το κίνημα του Διονύσιου του Φιλοσόφου (1611). Μάλιστα μετά το 1635, φαίνεται ότι οι εξισλαμισμοί αυτοί εντάθηκαν.
Στην αρχή δεν φαίνεται να είχαν αλβανική συνείδηση. Στο μυαλό των Ελλήνων διαπραγματευτων της Σύμβασης της Λωζάνης, οι Τσάμηδες, αν και Μουσουλμάνοι, δεν έπρεπε να ανταλλαγουν γιατί δεν ήταν Τούρκοι. Βλέπουμε λοιπόν ότι ενώ στην Σύμβαση της Λωζάνης ως βάση διάκρισης τίθεται ένα προνεωτερικο στοιχείο, όπως η θρησκεία, οι Τσάμηδες αντιμετωπίζονται νεωτερικα. Το μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας Δημ. Κακλαμάνος, δήλωσε ότι “Η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανταλλάξει τους μουσουλμάνους “αλβανικής” καταγωγής. Αυτοί κατοικούσαν σε μία περιοχή σαφώς καθορισμένη, την Ήπειρο και, παρόλο που η θρησκεία τους ήταν η ίδια με αυτή των Τούρκων, ήταν διαφορετικής εθνικότητας.”
Στην συνέχεια θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις για το αν οι Τσάμηδες έπρεπε να εξαχθούν στην Τουρκία ή όχι. Τα Τίρανα υποστήριζαν πως έπρεπε να παραμείνουν στην Ελλάδα για να έχουν ενα αντίβαρο στο ζήτημα των Βορειοηπειρωτών Ελλήνων. Αν και ο Μιχαλακοπουλος (ένας εξαιρετικός μετριοπαθής πρωθυπουργός, παραγνωρισμενος από την ελληνική ιστοριογραφία) θα καταφέρει να δώσει μια ευνοϊκή τροπή για τα ελληνικά συμφέροντα, ο Πάγκαλος θα τα ανατρέψει όλα. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, με ηπειρωτικές ρίζες και έχοντας ως πεποίθηση ότι η εξομάλυνση των σχέσεων με την Αλβανία θα οδηγούσε την περιοχή της Ηπείρου σε οικονομική ανάπτυξη, έλαβε την απόφαση να εξαιρεθούν οι Τσάμηδες από την ανταλλαγή (Φεβρουάριος 1926).
About Post Author





