Από τα Ίμια στα ελληνοτουρκικά του 2021
Γράφει ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος *
Φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια απο την κρίση των Ιμίων και η τουρκική προκλητικότητα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη. Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας, αποτελούν δυστυχώς «αιώνιο» βάρος τόσο της Πολιτικής ηγεσίας, που επιδιώκει να βρεί μια λύση βάσει του Διεθνούς Δικαίου, όσο και των Ενόπλων Δυνάμεων, που «φυλάττουν Θερμοπύλες». Προφανώς, η κρίση στα Ίμια, δεν αποτέλεσε ούτε την πρώτη ούτε και την τελευταία κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από το 1974 μέχρι και σήμερα, η Τουρκία προσπαθεί να ανατρέψει το status quo που επικρατεί στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς επιθυμεί να εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα πετρελαίου και να γίνει περιφερειακη δύναμη στην περιοχή. Οι κρίσεις του «Χόρα» το 1976 και του «Σισμίκ» το 1987, θα μπορούσε να ειπωθεί, πως αντιμετωπίστηκαν με σχετική επιτυχία απο τις εκάστοτε Ελληνικές Κυβερνήσεις. Στα Ίμια όμως έγιναν σοβαρά σφάλματα, που οδήγησαν στη δημιουργία των γκρίζων ζωνών.
Ίσως το πιο σημαντικό λάθος, το οποίο πλέον φαίνεται να οφείλεται περισσότερο σε πολιτικές και εσωκομματικές διαφορές παρά σε πραγματική αδυναμία, ήταν πως η Κυβέρνηση Σημίτη δεν ήρθε σε συνεννόηση με την στρατιωτική ηγεσία. Φαινόταν σαν να μην υπήρχε εμπιστοσύνη ανάμεσα στον κ. Σημίτη και τον κ. Βασιλικόπουλο, τον ναύαρχο Λυμπέρη ή τον πτέραρχο Κουρή που ήταν τότε υφυπουργός Άμυνας. Αρκετοί ανέφεραν επίσης πως η συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, έπρεπε να είχε γίνει στο πεντάγωνο και οχι στη Βουλή, εκεί όπου η ενημέρωση θα ήταν συνεχόμενη και θα είχαν την πλήρη εικόνα της κατάστασης. Δεν έλειψαν φυσικά και αυτοί οι οποίοι κατηγόρησαν τις ένοπλες δυνάμεις για την ανεπαρκή προστασία των βραχονησίδων.
Σίγουρα πλέον, τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και οι ένοπλες δυνάμεις είναι πιο καλά προετοιμασμένες για την διαχείριση θερμών επεισοδίων. Απόδειξη αυτού, αποτελεί η αντιμετώπιση της κρίσης στον Έβρο το Μάρτιο του 2020. Η Ελλάδα απόδειξε πως μπορεί να υπερασπιστεί τα χερσαία σύνορα της, η πραγματική όμως πρόκληση εξακολουθεί να βρίσκεται στο Αιγαίο. Τα Ίμια πρέπει να αποτελούν για την Ελλάδα μια υπενθύμιση, πως κάθε νίκη που εξυπηρετεί το γόητρο της Τουρκίας, είναι μια υποχώρηση για τα δικά της ζωτικά συμφέροντα. Για αυτό το λόγο, ίσως πρέπει να γίνει ακόμα εντονότερη η παρουσία του πολεμικού ναυτικού στις αμφισβητούμενες περιοχές, ώστε να υπενθυμίζει στην Τουρκία πως τα ύδατα αυτά δεν της ανήκουν.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση, όπου η τουρκική προκλητικότητα έχει «υποχωρήσει», με το Ορούτς Ρεις να έχει επιστρέψει στην Αττάλεια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Ερντογάν δεν θα διστάσει να το ξαναβγάλει στο Αιγαίο. Αυτό ίσως γίνει μετά την 25η Μαρτίου, όπου και θα έχουν συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι οικονομικές, πολιτικές και εμπορικές σχέσεις της Ε.Ε με την Τουρκία. Πάντως οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, κάθε άλλο παρα αποκλιμάκωση της κρίσης σημαίνουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως είναι τακτική του Ερντογάν να προκαλεί αναταραχές στο εξωτερικό, για να στρέψει τα βλεμματα της Τουρκικής κοινωνίας, μακριά απο τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Όταν υπάρξει ξανά αναταραχή εντός της Τουρκίας, θα πρέπει να αναμένουμε έναν «δέυτερο γύρο» προκλήσεων. Πως μπορεί όμως η Ελλάδα να ετοιμαστεί για αυτό;
Μια καλή αρχή, είναι σίγουρα η αγορά νέων εξοπλιστικών συστημάτων και κατ’επέκταση, η αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η πρόσφατη αγορά των Rafale είναι προφανώς μια σωστή κίνηση, καθώς δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία. Δεν πρέπει όμως να έχουμε αυταπάτες πως τα Rafale ή η αγορά οποιουδήποτε άλλου νέου εξοπλισμού, θα σταματήσει απο μόνη της την τουρκική προκλητικότητα, καθώς θα χρειαστεί αρκετός χρόνος μέχρι να τεθούν σε πολεμική ετοιμότητα. Αυτό που ίσως έχει πραγματικά ανάγκη η Ελλάδα, είναι να εξετάσει ξανα το στρατηγικό της δόγμα (το οποίο είναι κυρίως αμυντικό) αλλά και την θέση και τον ρόλο που θέλει να κατέχει στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Πρέπει να γίνει πιο δραστήρια και να συμμετέχει ακόμα πιο ενεργά στις εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής. Το συμμαχικό τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, φαίνεται να λειτουργεί με επιτυχία μέχρι στιγμής. Οι συμφωνίες για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, αποτελούν εξίσου μια θετική εξέλιξη. Μένει να δούμε τι θα αποφασιστεί στη Χάγη για την οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας – Αλβανίας, το πως θα εξελιχθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων στην Κρήτη καθώς και οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία.
Γενικά, το κυριότερο ζήτημα της Ελλάδας, είναι πως χάνει αρκετά συχνά ευκαιρίες για να βελτιώσει τη θέση της, γεγονός που την κάνει να φαίνεται «αναξιόπιστη» στα μάτια των ισχυρών κρατών. Με την σειρά τους, τα ισχυρά κράτη απευθύνονται στην Τουρκία για να εξυπηρετήσει τα δικά τους συμφέροντα, μετατρέποντας την ανεπίσημα σε «περιφερειακό τοποτηρητή». Τα Ίμια ήταν μια χαμένη ευκαιρία για αλλαγή. Ίσως με τις πρόσφατες εξελίξεις γύρω από τις ΑΟΖ, κατι αρχίζει να αλλάζει. Η Ελλάδα αρχίζει να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της. Πρέπει να έχουμε συνεχώς στο νού μας, πως η Τουρκία θα συνεχίζει να αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι Τούρκοι δηλώνουν πως δεν θέλουν το Αιγαίο να είναι μια «Ελληνική λίμνη». Πρέπει να βρεθούν τρόποι με τον οποίους θα αυξηθούν οι συντελεστές ισχύος της χώρας και κατ’επέκταση η αποτρεπτική της δύναμη και γιατί όχι, ίσως στο μέλλον να αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή. Όλα αυτά όμως, εξαρτώνται απο τις κατευθύνσεις που θα δώσει η πολιτική ηγεσία.
*Φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς