29/03/2024

Η Νότια Σινική Θάλασσα και η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ και Κίνας

Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης

 

Η κινεζική ηγεσία αποφάσισε ότι δεν υπάρχει λόγος για μεγάλη περίοδο αναμονής ή χάριτος απέναντι στη νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν. Αντίθετα, η επιλογή της είναι να δείξει ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις αξιώσεις της σε σχέση με τη Νότια Σινική Θάλασσα.

Η αποστολή μιας μοίρας κινεζικών αεροσκαφών πάνω από την Ταϊβάν παρουσιάστηκε ως μια προειδοποίηση σε εξωτερικές δυνάμεις, μια αναφορά που όλοι κατάλαβαν ότι αφορούσε την τις ΗΠΑ.

Βεβαίως, άμεση ήταν και η απάντηση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών που δήλωσε ότι η Συνθήκη Αμοιβαίας Άμυνας με τις Φιλιππίνες «θα εφαρμοστεί σε ένοπλες επιθέσεις ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις των Φιλιππίνων, σε δημόσια σκάφη ή αεροσκάφη στον Ειρηνικό Ωκεανό συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Σινικής Θάλασσας».

Από τη μεριά του το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο της Κίνας ενέκρινε έναν νέο νόμο για την Ακτοφυλακή που για πρώτη φορά γίνει τη δυνατότητα στην Κινεζική Ακτοφυλακή να βάλει κατά ξένων σκαφών σε «ύδατα που διεκδικούνται από τη Κίνα», δηλαδή την Νότια Σινική Θάλασσα. Η συγκεκριμένη απόφαση στέλνει ένα σαφές μήνυμα στις χώρες που έχουν διαφορές με την Κίνα στη Νότια Σινική Θάλασσα  αλλά και προς τις ΗΠΑ, που έχουν κλιμακώσει τις επιχειρήσεις υπεράσπισης της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στην περιοχή.

 

Η αντιπαράθεση γύρω από τη «γραμμή των 9 παυλών»

Η «γραμμή των 9 παυλών», είναι η αποτύπωση σε χάρτη, ήδη από το 1949, των κινεζικών αξιώσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των νήσων Σπάτλι και Πάρασελ.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι εντός αυτής της γραμμής συμπεριλαμβάνονται ύδατα που άλλες χώρες θεωρούν ότι αποτελούν τμήμα των δικών τους ΑΟΖ, ενώ διαμάχη υπάρχει και για το καθεστώς των νησιωτικών συμπλεγμάτων.

Ειδικότερα η κινεζική οριοθέτηση υπερκαλύπτει  μέρος της ΑΟΖ του Μπρουνέι, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, των Φιλιππίνων, του Βιετνάμ και της Ταïβάν (με την Κίνα προφανώς να μην αναγνωρίζει την τελευταία). Υπάρχουν προβλήματα οριοθέτησης των χωρικών υδάτων με τις Φιλιππίνες, την Ινδονησία, τη Μαλαισία. Και βέβαια υπάρχει το πρόβλημα με το καθεστώς των νησιωτικών συμπλεγμάτων, που επιτείνεται από το γεγονός ότι η Κίνα έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια να μετατρέψει όχι μόνο ακατακοίκητες νησίδες αλλά και ύφαλους σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής φυλακίων και στρατιωτικών αεροδρομίων. Αντίστοιχες στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε νησιά, αλλά μικρότερης κλίμακας σε σχέση με τις κινεζικές, έχουν το Βιετνάμ, η Μαλαισία, οι Φιλιππίνες και η Ταϊβάν.

Η περιοχή θεωρείται ότι έχει και αποθέματα φυσικού αερίου, στοιχείο που επίσης έχει επιτείνει τις διαφορές, όπως έγινε με τη διαμαρτυρία του Βιετνάμ το 2014 ότι η κινεζική πλατφόρμα άντλησης Hai Yang Shi You 981 που εγκαταστάθηκε στα ανοιχτά των νήσων Πάρασελ παραβίαζε τα κυριαρχικά δικαιώματά του.

Η Κίνα έχει προσπαθήσει να βελτιώσει τις σχέσεις με κυβερνήσεις της περιοχής με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την προσπάθεια αναβάθμισης της σχέσης με τις Φιλιππίνες και την κυβέρνηση Ντουτέρτε. Ωστόσο, η βασική κατεύθυνση παραμένει η ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή.

Δεν είναι τυχαίο ότι διαρκώς αναβαθμίζει τον εξοπλισμό της Ακτοφυλακής, που στην Κίνα είναι λιγότερο ένα αστυνομικό σώμα και περισσότερο ένα στρατιωτικό σώμα. Άλλωστε υπάγεται απευθείας στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.

Ούτε είναι τυχαίο ότι πρόσφατα η Κίνα προώθησε πυραυλικές συστοιχίες μέσου βεληνεκούς (IRBM) του τύπου DF-26 και τον Αύγουστο έκανε δοκιμή πλήγματος πλοίου στην Νότια Σινική Θάλασσα. Οι ΗΠΑ έχουν αναβαθμίσει σημαντικά τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή έχοντας αποστείλει σημαντικές ομάδες πολεμικών σκαφών, συμπεριλαμβανομένων αεροπλανοφόρων.

 

Ένας κρίσιμος κόμβος για την παγκόσμια οικονομία

Η Νότια Σινική Θάλασσα δεν έχει μόνο γεωπολιτική σημασία αλλά και οικονομική. Αποτελεί έναν από τους πιο κρίσιμους κόμβους για το παγκόσμιο εμπόριο

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι με βάση τα στοιχεία toy 2016 από εκεί πέρασε το 30% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου με εκτιμώμενη αξία σχεδόν 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό αφορούσε περίπου το 40% του συνολικού εμπορίου της Κίνας και το 90% των εισαγωγών πετρελαίου της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, όπως και το 6% του αμερικανικού εμπορίου.

Τυχόν μεγάλης κλίμακας στρατιωτική αντιπαράθεση στην περιοχή, που θα προκαλέσει πρόβλημα στις εμπορικές ροές θα έχει ως αποτέλεσμα ιδιαίτερα αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις.

Η αμερικανική αναζήτηση στρατηγικής

Οι ΗΠΑ θέλουν πάρα πολύ να περιορίσουν αυτές τις προβολές ισχύος της Κίνας και θα προσπαθήσουν να κατοχυρώσουν με κάθε δυνατό τρόπο την στρατιωτική παρουσία τους στην περιοχή, στο όνομα, πέραν όλων των άλλων, και της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.

Ούτε είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ κάνουν μια εκτεταμένη προσπάθεια να οικοδομήσουν τις συμμαχίες τους με τις χώρες που είναι γύρω από την Κίνα, από την παραδοσιακή αμυντική σχέση με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν μέχρι την προσπάθεια προσεταιρισμού της Ινδίας αλλά ακόμη και την προσπάθεια καλύτερων σχέσεων με το Βιετνάμ.

Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν μια αντιπαράθεση με την Κίνα, δεδομένης της ισχύος που η τελευταία σωρεύει και αντιστρατεύεται ευθέως τη δική τους, την ίδια ώρα που ένας αυξημένος βαθμός αλληλεξάρτησης των οικονομιών καθιστά πιο δύσκολη την προσπάθεια αποσύνδεσης.

Την ίδια στιγμή, ειδικά στην εποχή Τραμπ, η αμερικανική υποχώρηση από την προσπάθεια για πολυμερείς συμφωνίες εμπορίου και επενδύσεων, μέσα από τη στρατηγική «Πρώτη η Αμερική» έδωσε αρκετά περιθώρια στην Κίνα να παρουσιαστεί ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας «ανοιχτής» και «ισότιμης» εκδοχής παγκοσμιοποίησης, παίρνοντας μάλιστα και τις ανάλογες πρωτοβουλίες.

Τα στρατηγικά διλήμματα της Κίνας

Είναι προφανές ότι η Κίνα σε αυτή τη φάση δεν πρόκειται να υποχωρήσει ως προς την προβολή ισχύος στη συγκεκριμένη περιοχή. Ο λόγος είναι ότι πρόκειται για περιοχές που η Κίνα τις θεωρεί κατεξοχήν τμήμα των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Αντίστοιχα, αντιμετωπίζει οποιαδήποτε πίεση δέχεται σε σχέση με αυτά ως απόπειρα μείωσης της δικής της ισχύος.

Από τη μεριά της η Κίνα βρίσκεται επίσης αντιμέτωπη με στρατηγικά διλήμματα και προκλήσεις. Η κινεζική υγεία γνωρίζει καλά ότι η απλή προβολή ισχύος δεν αρκεί, ούτε μπορεί να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμες συμμαχίες. Από την άλλη, σε αρκετές περιπτώσεις η Κίνα έδειξε και δείχνει να κινείται κυρίως με το κριτήριο να κατοχυρώσει τη δική της θέση και τα δικά της συμφέροντα.

Αυτό δε κάποιες περιπτώσεις διαμορφώνει και κάπως αντιφατικές συνθήκες. Οι σχέσεις με το Βιετνάμ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια σχέση φορτισμένη από το παρελθόν φάνηκε να βελτιώνεται στη βάση της αδελφικής σχέσης των δύο κομμουνιστικών κομμάτων στη διάρκεια των πολέμων  των βιετναμέζων κομμουνιστών, που δέχτηκαν κρίσιμη βοήθεια από την Κίνα, για να φτάσει στο χειρότερο σημείο με την εισβολή των κινεζικών ένοπλων δυνάμεων στο Βόρειο Βιετνάμ τον Φεβρουάριο του 1979 σε συνέχεια του πολέμου ανάμεσα σε Βιετνάμ και Καμπότζη, πριν σταδιακά επανακάμψει σε ένα επίπεδο οικονομικής συνεργασίας που δεν σημαίνει και το τέλος της καχυποψίας.

Η αλήθεια είναι ότι η Κίνα δοκίμασε μια πιο «ηγεμονική» προσέγγιση των διεθνών της σχέσεων μέσα από τη στρατηγική «μία ζώνη – ένας δρόμος», προσφέροντας συνεργασία σε και χρηματοδότηση σε μεγάλα έργα υποδομών με όρους που παρουσιάστηκαν ως αμοιβαία επωφελείς. Ωστόσο, και εδώ υπήρξαν προβλήματα, ξεκινώντας από την επιφύλαξη χωρών ως προς τον κίνδυνο υπερχρέωσής τους προς την Κίνα.

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η συνολική προσπάθεια της Κίνας να παρουσιαστεί ως η χώρα που κατεξοχήν υπερασπίζεται μια παγκοσμιοποίηση με έμφαση στα αμοιβαία οφέλη. Ωστόσο, παρότι η Κίνα όντως πήρε πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, στην πραγματικότητα δεν ακολούθησε ακριβώς μια «ισότιμη» κατεύθυνση. Εκμεταλλεύτηκε σε μεγάλο βαθμό δυνατότητες να αποκτήσει πρόσβαση σε αγορές ή να κάνει επενδύσεις, όμως την ίδια στιγμή δεν έδωσε την ίδια πρόσβαση στις δικές της αγορές.

Κυρίως, όμως, η Κίνα δεν έχει πείσει ακόμη ότι μπορεί να κάνει το κρίσιμο βήμα από την υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων, έστω και με τρόπου που επιτρέπουν και οφέλη για άλλες χώρες και μια στρατηγική «ηγεσία» που να εγγυάται την ανάπτυξη ακόμη και των δυνητικών ανταγωνιστικών της. Δεν δείχνει, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, να επαναλαμβάνει κάτι ανάλογο με αυτό που έκαναν οι ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ουσιαστικά βοήθησαν την Ιαπωνία και την Δυτική Γερμανία να αναπτυχθούν ακόμη και εάν αυτές οι χώρες εξελίχτηκαν σε ανταγωνίστριες δυνάμεις.

 

 

πηγή: in.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024