19/04/2024

Στόχοι της Υψηλής Στρατηγικής της Ελλάδας για το 2021

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς 

 

 

Oι προσπάθειες που έγιναν για διαμόρφωση μιας στρατηγικής ισορροπίας στην Ελλάδα το 2020 αποτελούν τη βάση για τις δράσεις πολιτικής στο 2021. Για την εφαρμογή αυτών των δράσεων, είναι σημαντικό να τονίσουμε τους γενικούς στόχους, οι οποίοι περιγράφονται στη προσπάθεια να ενισχύσουμε τη Πατρίδα μας ως φιλελεύθερο, δημοκρατικό, ασφαλές, ευημερούμενο και δίκαιο κράτος που είναι ειρηνικό με τους γείτονές του. Αυτοί οι στόχοι καθορίζουν το σκοπό της Ελλάδας, τόσο στα μάτια του ελληνικού λαού όσο και στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Οι στρατηγικές προσπάθειες και οι πόροι της Ελλάδας πρέπει να επικεντρωθούν στη προώθηση αυτών των στόχων, οι οποίοι είναι κρίσιμοι για την ενίσχυση της εθνικής μας ασφάλειας και άμυνας. Ωστόσο, η πορεία προς την επίτευξη των στόχων δεν είναι απλή ή άμεση, υπάρχουν εντάσεις και εμπόδια σε αυτόν το δρόμο. Οι δράσεις πολιτικής πρέπει να επιδιώκουν να επιλύσουν τις εντάσεις και να μεγιστοποιήσουν τις αμυντικές δυνατότητές μας, όχι μόνο με διπλωματία, αλλά και εμπράκτως με νέα οπλικά συστήματα, ενισχύοντας την αμυντική μας βιομηχανία και τη ναυπηγοεπισκευαστική μας ικανότητα.

Το 2020, η ισορροπία της Ελλάδας έναντι των απειλών και των ευκαιριών στο διεθνές περιβάλλον εκτιμάται ότι παρουσιάζει θετικό πρόσημο, αλλά η εθνική ανθεκτικότητα και συνοχή του Ελληνισμού είναι σοβαρά ανεπαρκής. Στις αρχές του 2021, και ιδιαίτερα περί το Μάρτιο, αναμένεται να προκύψουν προκλήσεις τόσο σε σχέση με τις εξωτερικές απειλές όσο και στην ικανότητα ανάκαμψης από τις εσωτερικές κρίσεις. Στη θετική στήλη του ισολογισμού εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας για το 2020 υπάρχουν πολλές σημαντικές εξελίξεις. Οι στρατιωτικές συμφωνίες που υπογράφηκαν για τη Μεσόγειο, ενισχύθηκαν με κοινές επιχειρήσεις και ασκήσεις, καθώς και η τάση της ομαλοποίησης στο ανεξέλεγκτο κύμα εισόδου μεταναστών φαίνεται να συνεχίζεται και να επεκτείνεται.

Ωστόσο, σημειώθηκε μια συνολική μείωση του ισοζυγίου εθνικής ασφάλειας του Ελληνισμού το 2020, το οποίο μπορεί κυρίως να αποδοθεί σε τέσσερις παράγοντες: τη συνεχιζόμενη έλλειψη πολιτικής συνοχής, η οποία υπονομεύει βαθιά την εμπιστοσύνη των πολιτών σε κυβερνητικούς θεσμούς, την κοινωνική αλληλεγγύη και την εθνική ανθεκτικότητα. Τη πανδημία του COVID-19, η οποία δημιούργησε, οικονομική και κοινωνική κρίση που ενίσχυσε τη ζημία που προκλήθηκε από το έλλειμα πολιτικής συνοχής, ενώ η Τουρκία συνέχισε να παραβιάζει συστηματικά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Τέλος η ισορροπία ισχύος αρχίζει να διαταράσσεται, καθώς η Τουρκία παράγει προηγμένα όπλα και προχωρά στη ναυπήγηση δικών της πλοίων.

Στις αρχές του 2021, ο Ελληνισμός θα πρέπει να καθορίσει ένα μεγάλο στρατηγικό στόχο, της εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής αναβίωσης, παράλληλα με τη δημιουργία ισχυρών σχέσεων με τους συμμάχους, προκειμένου να ενισχυθεί η στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επαναδιαπραγματευόμενοι υπέρ μας τους όρους διάθεσης των Νατοϊκών ευκολιών βάσεων.

Η ιστορική έννοια της ασφάλειας του Ελληνισμού δίνει έμφαση στην αποτροπή, την έγκαιρη προειδοποίηση, την άμυνα σε όλες τις διαστάσεις και την ικανότητα επίτευξης αποφασιστικής νίκης. Οι συμφωνίες με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Γαλλία και τα άλλα Μεσογειακά κράτη καθώς και η ειδική σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας παραμένουν πυλώνες της εθνικής ασφάλειας του Ελληνισμού. Προς το παρόν, η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει αυτές τις αρχές και να προσπαθήσει, να ενισχύσει τις στρατιωτικές και τεχνολογικές της πλευρές με έμφαση στις αεροναυτικές δυνάμεις και να διατηρήσει την ισχυρή στρατηγική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Γαλλία. Επιπλέον, οι διάφορες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, οι οποίες προέρχονται από την εσωτερική αρένα καθώς και από την περιφερειακή και διεθνή αρένα, απαιτούν επανεκτίμηση και επανεξισορρόπηση των διαφόρων συνιστωσών της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας, με έμφαση στην εσωτερική ανθεκτικότητα, αλληλεγγύη και τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

Η αποτροπή, είναι με λίγα λόγια η αποθάρρυνση των αντιπάλων από τη λήψη ανεπιθύμητων ενεργειών, ιδίως στρατιωτικών επιθέσεων. Επειδή η Τουρκία, είναι πολύ πιο ικανή από ό,τι πριν από μια δεκαετία ή περισσότερο, οι κίνδυνοι να συγκρουσθούμε πραγματικά σε ένα πόλεμο είναι πιο σημαντικοί από ποτέ, καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την αποτροπή των συγκρούσεων. Εν τω μεταξύ, οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας έχουν μετατρέψει το πλαίσιο για την αποτροπή, προκαλώντας πιθανώς μακροχρόνιες υποθέσεις και δημιουργώντας νέες απαιτήσεις. Το πιο σημαντικό γενικό μάθημα αυτής της αναθεώρησης είναι ότι η αποτροπή και η ανάσχεση πρέπει να εκληφθούν κυρίως ως μια προσπάθεια διαμόρφωσης της σκέψης του επιτιθέμενου. Οποιαδήποτε στρατηγική για την πρόληψη της επιθετικότητας πρέπει να ξεκινά με την αξιολόγηση των συμφερόντων, των κινήτρων και των επιταγών του επιτιθέμενου, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας της αποτροπής (λαμβάνοντας υπόψη τι εκτιμά και γιατί). Η αποτροπή δεν είναι μια απλή απειλή κατά του αντιπάλου. Απαιτεί τη διαχρονική διαμόρφωση των αντιλήψεων, έτσι ώστε ο αντίπαλος να βλέπει τις εναλλακτικές λύσεις για την επιθετικότητα του πιο ελκυστικές από τον πόλεμο.

Όμως, η συνεχής προσπάθεια της Τουρκίας για επίτευξη στρατιωτικής υπεροχής είναι η πιο σοβαρή εξωτερική απειλή για την ασφάλεια μας. Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί, εκτός της αποτροπής και για τον αναμενόμενο διάλογο μεταξύ της νέας διοίκησης του Προέδρου Μπάιντεν, της διεθνούς κοινότητας και της Τουρκίας, καθορίζοντας τα ζωτικά συμφέροντα μας στο πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας, μόνο για το καθορισμό των θαλασσίων ζωνών.

Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί για κάθε πιθανό σενάριο. Σε όλα τα σενάρια, πρέπει να διατηρήσει το συντονισμό και ένα κοινό σχέδιο δράσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το διεθνή παράγοντα. Πρώτα απ’ όλα, είναι απαραίτητο να υπάρξει κατανόηση ότι η οποιαδήποτε επίλυση απαιτείται να είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και ότι απορρίπτεται το ενδεχόμενο της ευθυδικίας, εφόσον η Τουρκία μας απειλεί με “casus belli”.

Επιπλέον, πρέπει να επιτευχθεί μια παράλληλη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να θεσπίζει μια κοινή πολιτική κατά της μεταναστευτικής δραστηριότητας της Τουρκίας καθώς και μια συντονισμένη απάντηση λήψης μέτρων, εφόσον η Τουρκία συνεχίσει να είναι αναθεωρητική, εις βάρος του Ελληνισμού. Ταυτόχρονα, είναι επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί μια αξιόπιστη στρατιωτική επιλογή εναντίον της Τουρκίας και να υπάρξει συμφωνία σχετικά με τους όρους στρατιωτικής δράσης ως έσχατη λύση για να αποτραπεί η Τουρκία να προχωρήσει σε αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Ως μέρος της στρατιωτικής μας ανάπτυξης και των επιχειρησιακών σχεδίων για την άμυνα και την επίθεση, η Ελλάδα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για την πιθανότητα ενός πολυμέτωπου πολέμου από τον Έβρο έως το Καστελόριζο. Αυτό αντικαθιστά τη μακροχρόνια προσέγγιση των ελληνικών κυβερνήσεων, του ελληνικού λαού, και σε κάποιο βαθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, που επικεντρώθηκαν στις “σημειακές συγκρούσεις και των μεμονωμένων θερμών επεισοδίων”. Είναι απαραίτητο να διαχειριστούμε τις προσδοκίες του λαού σχετικά με τη φύση ενός μελλοντικού πολέμου, το κόστος και τα πιθανά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει πολιτικές και στρατιωτικές προσπάθειες για την πρόληψη του πολέμου και να εκμεταλλευτεί πλήρως άλλες εναλλακτικές λύσεις για την προώθηση των στρατιωτικών στόχων του Ελληνισμού ιδιαίτερα στη θάλασσα.

Το δίλημμα δεν είναι πόλεμος ή ειρήνη, αλλά η σαφήνεια στη πρόκληση της αποτροπής που πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένες ενέργειες. Το κυριότερο βήμα είναι η Ελλάδα να διατυπώσει τη πολιτική της βούληση με σαφήνεια, τι επιθυμούμε να εφαρμοστεί και πως θα εκτελεστεί, στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η αποτροπή είναι επιτυχημένη όταν ο αντίπαλος, υπολογίζει πάντα κινδύνους και αντίποινα, απώλεια ευκαιριών και περιορισμούς. Όταν μια αποτρεπτική απειλή είναι ασαφής, οι αντίπαλοι αφήνονται στις δικές τους στρατηγικές και προκαταλήψεις για να καθορίσουν το εύρος, την πρόθεση και την αξιοπιστία της. Σε αυτήν την περίπτωση, τα ελληνικά μηνύματα και οι ενέργειες δεν αφήνουν στη Τουρκία σαφή κατανόηση του πότε η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει βία για να αντιμετωπίσει τις απειλές τους.

Επίλογος

Η Ελλάδα είναι ένα Ευρωπαϊκό κράτος που απολαμβάνει τη θέση μιας αμυντικής δύναμης σταθερότητας σε κάθε συμμαχική διάσταση. Ωστόσο, η κυβέρνηση πρέπει να λειτουργεί με μακροπρόθεσμο στρατηγικό όραμα.

Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε την εξωτερική διάσταση των εθνικών προκλήσεων ασφάλειας, χωρίς να υπονοούμε την ψευδαίσθηση ότι οι εσωτερικές προκλήσεις έχουν εξαφανιστεί. Η πιθανότητα ότι θα αντιμετωπίσουμε μια εξωτερική πρόκληση το 2021 δεν είναι χαμηλή. Η Τουρκία έχει προσπαθήσει επανειλημμένα με ποικιλία προκλήσεων και είναι πιθανό η Άγκυρα να λάβει επιθετική δράση βάσει της εκτίμησης ότι η διεθνής αντίδραση, ιδιαίτερα η Νατοϊκή θα είναι εξισορροπητική. Ούτε το μεταναστευτικό πρόβλημα έχει εξαφανιστεί και η αποδυνάμωση της τουρκικής μόχλευσης και επιρροής, υπό τη σκιά των ευρωπαϊκών μέτρων, δεν θα μπορούσε πραγματικά να αποτρέψει τη Τουρκία, κάτι που είναι επικίνδυνο για την Ελλάδα. Έτσι, ενώ η αποτροπή είναι το ζητούμενο η στρατηγική σύγχυση αυτήν τη στιγμή και σε αυτό το πλαίσιο, η αποτυχία διαμόρφωσης και ενημέρωσης της έννοιας της ασφάλειας και των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, καθώς και η αναβάθμιση και η ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων απαιτεί οι ομάδες προβληματισμού και η κοινωνία των πολιτών να παραμένουν ενήμεροι παρέχοντας στο επαγγελματικό και πολιτικό σύστημα και στους πολίτες ιδέες, γνώσεις και προτάσεις πολιτικής που αντιμετωπίζουν καλύτερα τις απειλές και εκμεταλλεύονται ευκαιρίες για ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας του Ελληνισμού.

 

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024