Όταν η ρωμαϊκή λεγεώνα ηττήθηκε στην έρημο – Το στρατηγικό σφάλμα του Κράσσου
Γράφει ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος*
Στις στρατηγικές σπουδές, αναφέρεται συχνά η σημασία της άμυνας στο πεδίο της μάχης. Ο μεγάλος θεωρητικός Καρλ φον Κλαούζεβιτς, είχε πει πως η άμυνα αποτελεί την ισχυρότερη μορφή πολέμου. Ο χρόνος κυλάει πάντα προς όφελος του αμυνόμενου, καθώς ο επιτιθέμενος καταβάλλει πολύτιμη ενέργεια στην προσπάθεια του να σπάσει τις γραμμές του αντιπάλου. Αυτό όμως δεν ίσχυσε στην μάχη των Καρρών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματά από την αρχή.
Βρισκόμαστε στο 56 πΧ, την περίοδο όπου η Ρώμη φτάνει στο απόγειο της δύναμης της. Για να αποφευχθεί ένας εμφύλιος πόλεμος, η Πρώτη Τριανδρία μοιράζει τις κατεκτημένες ρωμαϊκές επαρχίες. Στον Ιούλιο Καίσαρα δόθηκε η επαρχία της Γαλατίας, στον Πομπήιο η Ισπανία και στον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο, η επαρχία της Συρίας. Οι στρατηγικές επιτυχίες του Καίσαρα και του Πομπήιου, είχαν θορυβήσει τον Κράσσο, ο οποίος, αν και ο πλουσιότερος άνδρας στην Ρώμη, επιθυμούσε νίκες στο πεδίο της μάχης. Παρά το γεγονός πως ήταν ένας πετυχημένος πολιτικός, ο Κράσσος επιδίωκε να αποκτήσει δόξα στο πεδίο της μάχης για να αυξήσει περισσότερο την επιρροή του στην Ρώμη.
Καθώς ήταν κυβερνήτης της Συρίας, έστρεψε το βλέμμα του στην Αυτοκρατορία της Πάρθιας, που ήταν γνωστή για τον πλούτο της. Ακολουθώντας το πρότυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Κράσσος ήθελε να επεκτείνει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προς την Ανατολή, επιδιώκοντας να φτάσει μέχρι και την μακρινή Ινδία. Όταν ο Πάρθος Βασιλιάς έμαθε για τις προθέσεις του Κράσσου, έστειλε αγγελιοφόρους για να εξασφαλίσει την ειρήνη μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Ο Κράσσος αρνήθηκε, λέγοντας πως θα έφτανε με το στρατό μέχρι και την Σελεύκεια. Ένας απο τους αγγελιοφόρους έδειξε την παλάμη του στον Κράσσο, απατώντας του πως «πρώτα θα δεις τρίχες να φυτρώνουν εδώ και μετά θα δεις τα τείχη της Σελεύκειας».
Το καλοκαίρι του 53 πΧ, ο Κράσσος και περίπου 35.000 στρατιώτες πέρασαν τον ποταμό Ευφράτη, που αποτελούσε το σύνορο μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Το ιππικό (που υπολογίζοταν γύρω στους 4.000 ιππείς), βρισκόταν υπό τη διοίκηση του Ποπλίου, γιού του Κράσσου. Παράλληλα, ο Βασιλιάς της γειτονικής Αρμενίας (η οποία τότε κατείχε τμήματα της σημερινής Τουρκίας) πρόσφερε στον Κράσσο την βοήθεια του, εφόσον τα ρωμαϊκά στρατεύματα περνούσαν από τα βουνά στα βόρεια σύνορα της Συρίας. Ο Κράσσος όμως, απέρριψε την βοήθεια του Αρμένιου βασιλιά, καθώς ήθελε να ακολουθήσει τον συντομότερο δρόμο για την Πάρθια μέσω της ερήμου, κάτι που αποδείχθηκε μοιραίο λάθος. Παρά την ζέστη και την δίψα, οι λεγεώνες του Κράσσου διέσχισαν την έρημο.
Εδώ πρέπει να γίνει αναφορά στη δομή των δυο στρατών. Αδιαμφισβήτητα, οι λεγεώνες αποτελούσαν τον πυρήνα του ρωμαϊκού στρατού. Εξοπλισμένοι με τα χαρακτηριστικά pilum (ακόντιο) , gladius (σπαθί) και scutum (ασπίδα), οι λεγεωνάριοι αποτελούσαν την κορυφαία στρατιωτική δύναμη της εποχής, καθώς είχαν κατορθώσει να ξεπεράσουν ακόμη και τις μακεδονικές φάλαγγες. Ήταν με άλλα λόγια, το «βαρύ πεζικό». Από την άλλη, οι Πάρθοι είχαν εντελώς διαφορετική στρατηγική και πολεμική κουλτούρα. Ήταν κατά κύριο λόγο ιππείς, εκπαιδευμένοι να πολεμούν στις ερήμους και σε ανοιχτές πεδιάδες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έφιπποι τοξότες, εξοπλισμένοι με ειδικά τόξα που απελευθέρωναν με μεγαλύτερη ορμή τα βέλη τους, γεγονός που τους επέτρεπε να διαπερνούν την πανοπλία των αντιπάλων τους. Οι Πάρθοι ήταν κυριολεκτικά οι «μετρ» του ελιγμού και οι ικανότητες τους στην τοξοβολία ήταν θρυλικές, καθώς μπορούσαν να ρίξουν με τα τόξα τους, όχι μόνο όταν κάλπαζαν προς τον εχθρό αλλά και όταν υποχωρούσαν. Φυσικά, ένας στρατός αποτελούμενος από τοξοβόλους και μόνο δεν μπορεί να επιφέρει την νίκη. Για αυτό το λόγο, οι τοξότες ιππείς υποστηρίζονταν από τους κατάφρακτους, έφιππους με βαριά πανοπλία και δόρατα.
Όταν ο Κράσσος έφτασε κοντά στις Κάρρες (σημερινή Χαρράν της Τουρκίας), ειδοποιήθηκε από τους ανιχνευτές του πως ο στρατός των Πάρθων ήταν κοντά. Θέλοντας να τους αντιμετωπίσει το συντομότερο δυνατό, διέταξε τους στρατιώτες του να γευματίσουν και να ετοιμαστούν για μάχη. Αργότερα, εμφανίστηκε στον ορίζοντα η δύναμη των Πάρθων, γύρω στους 10.000 ιππείς, εμφανώς λιγότεροι από τους Ρωμαίους στρατιώτες. Αρχηγός των Πάρθων ήταν ο Σουρένας, ένας νέος σχετικά στρατηγός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ευφυής. Για να αιφνιδιάσει τους λεγεωνάριους, διέταξε τους κατάφρακτους να καλύψουν την πανοπλία τους με υφάσματα και δέρματα ζώων. Έτσι οι Ρωμαίοι δεν θα έβλεπαν τη βαριά πανοπλία.
Ο Κράσσος έδωσε εντολή σε όλες τις λεγεώνες να σχηματίσουν ένα τεράστιο κενό τετράγωνο, ώστε να μην μπορέσουν να τους πλαγιοκοπήσουν οι Πάρθοι. Στο κέντρο αυτού του σχηματισμού ήταν τοποθετημένο το ιππικό. Ο Σουρένας έδωσε την εντολή για επίθεση σε μία από τις πλευρές του τετραγώνου. Οι κατάφρακτοι βρίσκονταν μπροστά και οι τοξότες από πίσω. Λίγο πριν συγκρουστούν με τις λεγεώνες, οι κατάφρακτοι έβγαλαν από πάνω τους τα υφάσματα, φανερώνοντας την βαριά πανοπλία. Παρά το τέχνασμα του Σουρένα, οι πειθαρχημένοι λεγεωνάριοι κατόρθωσαν να τους αποκρούσουν. Ο Σουρένας, αντιλαμβανόμενος πως οι κατάφρακτοι δεν θα έσπαγαν την ρωμαϊκή γραμμή, διέταξε την υποχώρηση τους. Τότε έδωσε εντολή στους τοξοβόλους ιππείς να περικυκλώσουν τον σχηματισμό των Ρωμαίων και να αρχίσουν την ρίψη βελών. Τότε ο λεγεώνες, διατηρώντας τον τετράγωνο σχηματισμό, σχημάτισαν η κάθε μία ξεχωριστά την περίφημη «testudo». Παρά αυτή την τακτική όμως, οι Ρωμαίοι άρχισαν να έχουν σοβαρές απώλειες. Ο Κράσσος πίστευε πως κάποια στιγμή οι βολές των τοξοτών θα σταματούσαν, καθώς θα εξαντλούταν τα βέλη, και τότε η μάχη θα επέστρεφε αναγκαστικά στην πρώτη φάση της, όπου και οι λεγεωνάριοι θα είχαν το πάνω χέρι. Ο Κράσσος δεν είχε αντιληφθεί εγκαίρως πως ο Σουρένας είχε τοποθετήσει σε κοντινή απόσταση καραβάνια από καμήλες, που κουβαλούσαν βέλη, με τα οποία ανεφοδιάζονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι έφιπποι τοξότες. Ο ρωμαϊκός στρατός είχε παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο.
Βαλλόμενος ακατάπαυστα από βέλη, ο Κράσσος διέταξε τον γιό του να επιτεθεί στους κατάφρακτους που βρίσκονταν έξω από το τετράγωνο σχηματισμό. Ο Πόπλιος , με 4.000 ιππείς και λεγεωνάριους, ακολούθησε τις εντολές του πατέρα του και επιτέθηκε στο παρθικό βαρύ ιππικό. Όμως οι κατάφρακτοι, προσποιήθηκαν υποχώρηση και αφού απομακρύνθηκαν αρκετά από το κύριο ρωμαϊκό στράτευμα περικύκλωσαν την μονάδα του Ποπλίου, εξολοθρεύοντας την. Πίσω στο κύριο στράτευμα, η επίθεση είχε σταματήσει. Οι Πάρθοι όμως επέστρεψαν και έδειξαν στον ρωμαϊκό στρατό, το κεφάλι του Πόπλιου που ήταν τοποθετημένο πάνω σε έναν δόρυ, γεγονός που καταρράκωσε το ηθικό των Ρωμαίων. Ο Σουρένας τότε διέταξε να αρχίσουν ξανά οι βολές και να συνεχιστούν μέχρι το σούρουπο. Τη νύχτα οι Πάρθοι υποχώρησαν και κατασκήνωσαν σε κοντινή απόσταση, έχοντας όμως σκοτώσει πάνω από 20.000 Ρωμαίους στρατιώτες. Μέσα στην νύχτα, ο Κράσσος διέταξε την υποχώρηση του στρατού για τις Κάρρες, εγκαταλείποντας πίσω τους τραυματίες. Με την αυγή, οι Πάρθοι επιτέθηκαν τους εναπομείναντες άντρες και τους κατέσφαξαν. Ο Σουρένας, αρνούμενος να αφήσει τον Κράσσο να ξεφύγει, κάλπασε προς τις Κάρρες και κάλεσε τον Ρωμαίο πολιτικό σε διαπραγμάτευση. Όταν ο Κράσσος και η συνοδεία του έφτασε στο σημείο συνάντησης, οι Πάρθοι τον πήραν αιχμάλωτο και τον σκότωσαν χύνοντας του λιωμένο χρυσάφι στο στόμα του. Οι εναπομείναντες 14.000 Ρωμαίοι, επέστρεψαν στην Συρία. Όσο για τον Σουρένα, παρά την λαμπρή του νίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Πάρθο Βασιλία, πιθανώς επειδή είχε αποκτήσει μεγάλη επιρροή στο στράτευμα.
Η μάχη των Καρρών αποτελεί μια απο τις μεγαλύτερες ήττες στην Ρωμαϊκή ιστορία. Ο Σουν Τσου είχε αναφέρει στο έργο του «Η Τέχνη του Πολέμου» πως «εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι το αποτέλεσμα (ακόμη και) εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι και τον εχθρό, για κάθε νίκη που κερδίζεις θα έχεις και μία ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, ούτε τον εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη.» Είναι ολοφάνερο πως ο Κράσσος όχι μόνο δεν γνώριζε τον αντίπαλο του, αλλά υπερεκτίμησε και τις δικές του στρατηγικές ικανότητες. Τυφλωμένος από την δίψα του για πλούτο και δόξα, οδήγησε το στράτευμα του σε μια εκστρατεία-παγίδα. Πέρα από το λάθος να διασχίσει την έρημο, δεν είχε μελετήσει τις τακτικές των Πάρθων και έχασε πολύτιμο χρόνο περιμένοντας να ξεμείνουν οι αντίπαλοι τοξότες από βέλη. Κατά ομολογία, «ήταν μια μάχη που δεν χρειαζόταν να γίνει».
*Φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς