Stratfor: Ο πληθωρισμός… παίζει με τα νεύρα του Ερντογάν
Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας φαίνεται να έχει δεσμευτεί σε μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική για τα επόμενα χρόνια, με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ωστόσο, ο κίνδυνος ο Ταγίπ Ερντογάν να ασκήσει εκ νέου πίεση στην τράπεζα για χαλάρωση της πολιτικής παραμένει υψηλός, γεγονός που θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη στην κεντρική τράπεζα, αυξάνοντας παράλληλα την έκθεση της τουρκικής οικονομίας σε εξωτερικά παγκόσμια οικονομικά σοκ.
Μέσω δηλώσεων που δημοσιεύτηκαν στις 21 Ιανουαρίου, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας υποδεικνύει ότι θέλει να διατηρήσει μια σφιχτή νομισματική πολιτική ως το 2023, εφόσον χρειαστεί, καθώς η Τουρκία δυσκολεύεται να επιτύχει τον στόχο για πληθωρισμό 5%. Η κεντρική τράπεζα ανέφερε επίσης ότι είναι εφικτός ένας πληθωρισμός στο 10% το 2021, καθώς η πανδημία Covid-19 αποδυναμώνεται και τα υψηλότερα επιτόκια βοηθούν να διατηρηθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός, μειώνοντας τη ζήτηση πίστωσης, υποδηλώνοντας ότι δεν θεωρεί πλέον εφικτό τον φετινό στόχο για πληθωρισμό 5%.
Οι αριθμοί της Τουρκίας τον Ιανουάριο ήταν απογοητευτικοί, με τον ετήσιο πληθωρισμό να αυξάνεται ελαφρώς στο 14,97% από 14,6% τον Δεκέμβριο, καθώς η τιμή της ενέργειας και διαφόρων αγαθών αυξήθηκε.
Οι δηλώσεις της τράπεζας έρχονται λίγες εβδομάδες αφού ο Ερντογάν κατηγόρησε για άλλη μια φορά τα υψηλά επιτόκια για τον πληθωρισμό, μια άποψη που δεν συμμερίζονται οι οικονομολόγοι του ή οι διεθνείς επενδυτές.
Τα σχόλια της τράπεζας θα ενισχύσουν τις προσπάθειες να οικοδομήσει ένα νέο ανεξάρτητο προφίλ, καθησυχάζοντας τους διεθνείς επενδυτές και ενθαρρύνοντάς τους να φέρουν χρήματα στη χτυπημένη από την πανδημία τουρκική οικονομία. Ωστόσο, η τράπεζα έχει περιορισμένα εργαλεία για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη και παράγοντες που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό της θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εγχώρια πολιτική εμπιστοσύνη στην πολιτική της. Τα εξωτερικά οικονομικά σοκ παραμένουν πιθανά λόγω της πτώσης της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου, καθώς και των χαμηλών συναλλαγματικών αποθεμάτων της Τουρκίας και της έλλειψης αξιοπιστίας της κεντρικής τράπεζας.
Ο Nασί Αγκμπάλ ανέλαβε επικεφαλής της τουρκικής κεντρικής τράπεζας τον Νοέμβριο. Έκτοτε, η κεντρική τράπεζα βοήθησε να ανακοπεί η πτώση της λίρας, η οποία ανέκτησε το 19% της αξίας έναντι του δολαρίου. Ωστόσο, ενώ ο διορισμός του Αγκμπάλ συνέβαλε στην υποχώρηση ορισμένων ανησυχιών σχετικά με την ανεξαρτησία των οικονομικών θεσμών της χώρας, η λίρα παραμένει κοντά σε χαμηλό 10 ετών, έχοντας υποτιμηθεί περισσότερο από 78% έναντι του δολαρίου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Τα καθαρά αποθέματα της Τουρκίας, εξαιρουμένων των συμφωνιών ανταλλαγής συναλλάγματος, μειώθηκαν κατά 70 δισ. δολάρια το 2020, σύμφωνα με τη Fitch Ratings, καθώς η χώρα έδωσε μάχη να υπερασπιστεί τη λίρα της κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ο Αγκμπάλ δεσμεύθηκε να βελτιώσει τα συναλλαγματικά αποθέματα το 2021, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις στη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, η Τουρκία είχε 48,5 δισ. δολάρια σε ακαθάριστα συναλλαγματικά αποθέματα, εξαιρουμένου του χρυσού. Αλλά η χώρα είχε επίσης περίπου 136,9 δισ. δολάρια σε υποχρεώσεις, φέρνοντας τα καθαρά αποθέματά της σε αρνητικό έδαφος.
Αν η οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας επιβραδυνθεί, ο Ερντογάν πιθανότατα θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει τον θυμό των πολιτών κατηγορώντας τις πολιτικές της κεντρικής τράπεζας και υπονομεύοντας για άλλη μια φορά την ανεξαρτησία της, απαιτώντας να μειώσει τα επιτόκια. Τυχόν κυρώσεις (ιδίως από τις ΗΠΑ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση), μαζί με μια βραδύτερη από την αναμενόμενη παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη ή/και μια μετατόπιση της στάσης των επενδυτών απέναντι στην Τουρκία ή τις αναδυόμενες αγορές, θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανάκαμψη της Τουρκίας. Αν ο Ερντογάν επιστρέψει στην άσκηση κριτικής στα υψηλά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας για την παρατεταμένη οικονομική ανέχεια, οι ξένοι επενδυτές θα επανεκτιμήσουν το ενδιαφέρον τους για την Τουρκία, μειώνοντας τις επενδύσεις και τις ταμειακές ροές στη χώρα και επιδεινώνοντας περαιτέρω τα οικονομικά της προβλήματα.
Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζουν να αναφέρονται στο ενδεχόμενο κυρώσεων κατά της Τουρκίας για διαφωνίες σε διάφορα ζητήματα πολιτικής. Η Ουάσινγκτον θέλει η Τουρκία να εγκαταλείψει το πυραυλικό σύστημα S-400 που αγόρασε από τη Ρωσία, ενώ οι Βρυξέλλες θέλουν η Άγκυρα να υποχωρήσει από την αντιπαράθεση και τις επιθετικές, ερευνητικές δραστηριότητες στα ύδατα που διεκδικεί η Ελλάδα στην ανατολική Μεσόγειο.
Η κριτική του Ερντογάν στην κεντρική τράπεζα έχει υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να εφαρμόζει συνετή νομισματική πολιτική. Ωστόσο, παρά τις αντιδράσεις των επενδυτών, ο πρόεδρος ακολουθεί εδώ και χρόνια την ανορθόδοξη άποψη ότι η τράπεζα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα τα χαμηλότερα επιτόκια παρά τον υψηλό πληθωρισμό.
πηγή: Euro2day.gr