28/03/2024

Η στρατηγική της Γερμανίας για τη Ρωσία μετά τη Μέρκελ

Gustav Gressel
European Council on Foreign Relations

 

Για χρόνια η Γερμανία και ιδιαίτερα η Καγκελάριος Angela Merkel έχει παρουσιαστεί ως το θεμέλιο της ευρωπαϊκής πολιτικής και κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία. Ωστόσο οι εξελίξεις τις τελευταίες εβδομάδες έχουν ρίξει νέο φως στην ασυνέπεια της στάσης των γερμανικών πολιτικών ελίτ για την Ανατολή -υποδηλώνοντας ότι, μετά από την αποχώρηση της Merkel, το Βερολίνο θα έχει να αντιμετωπίσει δύσκολες στιγμές αναφορικά με το θέμα.

Αμέσως μόλις ο Armin Laschet εξελέγη νέος ηγέτης της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και ως εκ τούτου, πιο πιθανός διάδοχος της Merkel, ξεκίνησε μία συζήτηση αναφορικά με την προσέγγιση του για την εξωτερική πολιτική. Ορισμένες από τις προηγούμενες δηλώσεις του, υποδηλώνουν συμπάθεια για τα καθεστώτα των Putin και Assad και την εξωτερική τους πολιτική, ενώ παράλληλα έχει ασκήσει σκληρή κριτική στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, για έχει υπερασπιστεί ανοιχτά τον αγωγό Nord Stream 2. Η συμπάθειά του για τη Γαλλία προκαλεί περαιτέρω ανησυχία στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η Γερμανία θεωρείται ευρέως αντίβαρο τυ Παρισιού και ιδιαίτερα των προσπαθειών του προέδρου Emmanuel Macron να προσεγγίσει τη Μόσχα. Καθώς η εξωτερική πολιτική διαδραμάτισε ελάχιστο ή καθόλου ρόλο στην εκστρατεία που προηγήθηκε της ψηφοφορίας του CDU, η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική του Laschet ξεκίνησε μόνο όταν είχε εκλεγεί ηγέτης του κόμματος.

Οι Γερμανοί, μαζί με τους Γάλλους και άλλους Δυτικοευρωπαίους, συχνά πιέζουν για να εξερευνηθούν πιθανότητες “επιλεκτικής εμπλοκής” με τη Μόσχα και συνεργασίας σε τομείς “κοινού ενδιαφέροντος”. Ωστόσο, δεν έκριναν σωστά την προθυμία του Κρεμλίνου να συνεργαστεί σε θέματα που αφορούν μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε για την βελτίωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας είτε για την εφαρμογή της κλιματικής πολιτικής. Επιπλέον, η Ευρώπη δεν έχει συναλλακτική επιρροή στη Μόσχα. Για οικονομικούς λόγους, η ΕΕ δεν εξετάζει την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στη Ρωσία. Επιπλέον, η Ευρώπη είναι αδύναμη στρατιωτικά, οι ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες δεν αποτελούν απειλή για τις ρωσικές μυστικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη ή στη γειτονιά της, και η κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ για την Ανατολική γειτονιά είναι τόσο αδύναμη, που θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιαστεί από στρατιωτική δύναμη. Με άλλα λόγια, η ΕΕ δεν έχει τίποτα να προσφέρει για τίποτα να απειλήσει. Γιατί θα πρέπει να την ακούσει το Κρεμλίνο;

Το Βερολίνο δεν έχει καμία πρόθεση να επανεξετάσει την μακροχρόνια εκτίμηση ότι μπορεί με κάποιον τρόπο να βελτιώσει τις σχέσεις Ευρώπης-Ρωσιας, ασχολούμενο με τη Μόσχα από μια θέση αδυναμίας και ποντάροντας στα οφέλη των μακροχρόνιων οικονομικών δεσμών. Αλλά αυτή η προσέγγιση είναι όλο και πιο σπάνια στην Ευρώπη.

Η γρήγορη διάλυση της πολιτικής της Merkel για τη Ρωσία στο κόμμα της ίσως αποτελεί έκπληξη για τα ξένα ακροατήρια: εξάλλου, υπερασπίστηκε ένθερμα τις κυρώσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και απέρριψε τις επιθυμίες άλλων χωρών για ενίσχυση των οικονομικών δεσμών με τη Μόσχα. Αλλά τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά στο εσωτερικό. Τα τελευταία 16 χρόνια, η Merkel έχει εστιάσει όλες τις σημαντικές αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής στην Καγκελαρία. Δυστυχώς, η Merkel έχει επίσης ξεπεράσει κάθε ικανό διεκδικητή στο δικό της κόμμα την τελευταία δεκαετία. Και η προσωπική της αδιαφορία για θέματα ασφάλειας και άμυνας, δεν βοήθησε σχεδόν καθόλου στο να επιτευχθεί μια βιώσιμη εγχώρια συναίνεση για το πώς θα αντιμετωπίσει την Μόσχα ή για τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Επομένως, η γερμανική συζήτηση για τη Ρωσία και την ευρωπαϊκή ασφάλεια θα επιστρέψει στο καθεστώς του 2005, υποτιμώντας τον ρυθμό με τον οποίο έχει αλλάξει ο κόσμος. Όταν ο Laschet περιγράφει τον εαυτό του ως πραγματιστή, έχει δίκιο με βάση τα γερμανικά πρότυπα: θέλει να βρει ένα ελάχιστο κοινό έδαφος για αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Ωστόσο, αυτός ο ρεαλισμός δύσκολα θα λειτουργήσει με δυνάμεις που πιστεύουν σε εξαναγκασμούς και κυριαρχία, και είναι έτοιμες να εκμεταλλευτούν κάθε είδους σχέσεις σύμφωνα με τους στόχους τους, και να αντιληφθούν την σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες ως απειλή παρά ως ευκαιρία. Ως εκ τούτου, ο πραγματισμός απέτυχε στο παρελθόν και προορίζεται να αποτύχει και στο μέλλον.

Στο μεταξύ, πολλοί στην κοινότητα των εμπειρογνωμόνων και στον διεθνή Τύπο, εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην άνοδο του Γερμανικού Πράσινου Κόμματος, του οποίου η ατζέντα εξωτερικής πολιτικής είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένη με τις προσδοκίες τους. Αλλά είναι πολύ νωρίς για να προβλεφθεί μια βαθύτερη αλλαγή στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Ενώ το κομματικό σύστημα της Γερμανίας βρίσκεται σε μια θεμελιώδη αλλαγή, δεν πρέπει κανείς να υποτιμά την επιμονή του “πραγματισμού’ σε όλα τα μεγάλα κόμματα και τον γραφειοκρατικό μηχανισμό.

Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής θα διαδραματίσουν μικρό ρόλο στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και των διαπραγματεύσεων για τον συνασπισμό. Ενώ η εξωτερική πολιτική έχει σημασία για τους εμπειρογνόμωνες, δεν έχει σημασία στον πολιτικό ανταγωνισμό. Υπό αυτή την έννοια, το μόνο πράγμα που φαίνεται να είναι προβλέψιμο, είναι ότι η Γερμανία μετά τη Merkel θα είναι λιγότερο σταθερή στην εξωτερική της πολιτική και ακόμη λιγότερο αξιόπιστη.

πηγή: Capital.gr 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024