Η τεχνητή νοημοσύνη στην υπηρεσία των μυστικών υπηρεσιών
Ο όρος τεχνητή νοημοσύνη (στα αγγλικά Artificial Intelligence) αναφέρεται στον κλάδο της πληροφορικής ο οποίος ασχολείται με τη σχεδίαση και την υλοποίηση υπολογιστικών συστημάτων που μιμούνται στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς τα οποία υπονοούν έστω και στοιχειώδη ευφυΐα: μάθηση, προσαρμοστικότητα, εξαγωγή συμπερασμάτων, κατανόηση από συμφραζόμενα, επίλυση προβλημάτων κλπ. Ο Τζον Μακάρθι όρισε τον τομέα αυτόν ως «επιστήμη και μεθοδολογία της δημιουργίας νοημόνων μηχανών». Με μια πιο απλή εξήγηση, τεχνητή νοημοσύνη είναι η ικανότητα μιας μηχανής να αναπαράγει τις γνωστικές λειτουργίες ενός ανθρώπου, όπως είναι η μάθηση, ο σχεδιασμός και η δημιουργικότητα. Η τεχνητή νοημοσύνη καθιστά τις μηχανές ικανές να ‘κατανοούν’ το περιβάλλον τους, να επιλύουν προβλήματα και να δρουν προς την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου. Ο υπολογιστής λαμβάνει δεδομένα (ήδη έτοιμα ή συλλεγμένα μέσω αισθητήρων, π.χ. κάμερας), τα επεξεργάζεται και ανταποκρίνεται βάσει αυτών.
Με άλλα λόγια τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης είναι ικανά να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, σε ένα ορισμένα βαθμό, αναλύοντας τις συνέπειες προηγούμενων δράσων και επιλύοντας προβλήματα με αυτονομία.
Ουσιαστικά, η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί σημείο τομής μεταξύ πολλαπλών επιστημών όπως της πληροφορικής, της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας, της νευρολογίας, της γλωσσολογίας και της επιστήμης μηχανικών, με στόχο τη σύνθεση ευφυούς συμπεριφοράς, με στοιχεία συλλογιστικής, μάθησης και προσαρμογής στο περιβάλλον, ενώ συνήθως εφαρμόζεται σε μηχανές ή υπολογιστές ειδικής κατασκευής.
Όπως αναφέρεται στην επίσημη σελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, απ΄όπου αλιεύσαμε και την παραπάνω εικόνα, η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον άνθρωπο και την καθημερινότητα του, καθώς θα χρησιμποιηθεί σε πολλούς τομείς, από τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο, μέχρι τα έξυπνα σπίτια (smart homes) και τις σύγχρονες υποδομές των νέων πόλεων. Βαρύνουσα όμως σημασία δίνεται στα ζητήματα ασφάλειας και κυβερνοασφάλειας, καθώς τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να συμβάλουν στην αναγνώριση και αντιμετώπιση επιθέσεων και απειλών σε φυσικό επίπεδο ή στο κυβερνοχώρο βάσει της συνεχόμενης εισροής δεδομένων. Με άλλα λόγια η τεχνητή νοημοσύνη θα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια ελπίδα για τον χώρο των ανθρώπων της ασφάλειας.
Παρόμοιος είναι και ο τίτλος που χρησιμοποεί σε άρθρο για το ζήτημα και ο Economist το οποίο τιτλοφορείται: «Machine intelligence – Spy agencies have high hopes for AI». Όπως αναφέρει το κείμενο, οι κατασκοπικές υπηρεσίες ασχολούνται με την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) περισσότερο καιρό απ΄ό,τι πιστεύουν οι απλοί πολίτες. Από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Αμερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA) και τα Κεντρικά Γραφεία Επικοινωνιών της Βρετανικής Κυβέρνησης (GCHQ) διερεύνησαν τις πρώτες εκδοχές της με στόχο να διευκολύνουν τη μεταγραφή και μετάφραση τεράστιου όγκου πληροφοριών από τις υποκλοπές σοβιετικών τηλεφωνημάτων. Μιλάμε για τις δεκαετίες του 1960 και 1970, όπου η τεχνητή νοημοσύνη βρισκόταν ήδη στα σπάργανα- ο μαθηματικός Τζον Μακάρθι μόλις το 1956 είχε χρησιμοποιήσει τον όρο. Βέβαια εκείνη την εποχή η εξελγμένη αυτή τεχνολογία ήταν ακόμη ανώριμη.
Εξάλλου, όπως αναφέρεται στον Economist, οι μυστικές υπηρεσίες της Ευρώπης, ακόμη και το 2000, δεν χρησιμοποιούσαν αυτόματες μεταφράσεις για υποκλοπές από το φόβο λάθους, αλλά διερμηνείς. Όμως πλέον το 2021 τα μέσα που διαθέτουν στη διάθεσή τους είναι απείρως πιο σύγχρονα και αποτελούν αρωγό στις κατασκοπευτικές τους επιχειρήσεις. Οι τεχνολογικές τάσεις μετατρέπουν τη τεχνητή νοημοσύνη σε ελκυστικό μέσο/βοήθημα για κάθε είδους επιχειρήσεις, αφού τους επιτρέπει να συλλέγουν περισσότερα δεδομένα, να έχουν καλύτερους αλγόριθμους, αλλά και μεγαλύτερη υπολογιστική δύναμη ώστε όλα να κυλούν ομαλά. Το γεγονός αυτό γεννά μεγάλες ελπίδες στις σύγχρονες μυστικές υπηρεσίες.
Μάλιστα όπως γράφει ο Economist, τις 24 Φεβρουαρίου, τα Κεντρικά Γραφεία Επικοινωνιών της Βρετανικής Κυβέρνησης δημοσίευσαν άρθρο όπου εξηγούσεαν τους τρόπους με τους οποίους η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων τους. Για παράδειγμα, Ο έλεγχος πληροφοριών με την υποστήριξη μηχανών θα μπορούσε να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις φωτογραφίες που έχουν υποστεί επεξεργασία, να ελέγξει την παραπληροφόρηση εις βάρος αξιόπιστων πηγών και να εντοπίσει τα διαβόητα bots των κοινωνικών δικτύων. Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει κυβερνοεπιθέσεις αναλύοντας μοτίβα δραστηριότητας σε δίκτυα και συσκευές και να καταπολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα εντοπίζοντας ύποπτες αλυσίδες οικονομικών συναλλαγών.
Αυτού του είδους οι μηχανισμοί πλέον είναι συνηθισμένοι. Η Πρωτοβουλία για την Πυρηνική Απειλή, μια αμερικάνικη ΜΚΟ, πρόσφατα απέδειξε ότι εφαρμόζοντας τη νοημοσύνη των μηχανών σε δημοσίως διαθέσιμα εμπορικά δεδομένα, μπορούμε να εντοπίσουμε εταιρείες που ήταν άγνωστες στο παρελθόν και οι οποίες είναι ύποπτες για εμπλοκή στο παράνομο πυρηνικό εμπόριο. Όμως οι κατασκοπικές υπηρεσίες δεν περιορίζονται στα δεδομένα που είναι διαθέσιμα σε όλους.
Ορισμένοι ελπίζουν ότι με τη βοήθεια αυτής της νέας δυνατότητας εξέτασης απόρρητων πληροφοριών, τέτοιου είδους ταπεινές εφαρμογές θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο σε έναν «οδοστρωτήρα» επιχειρήσεων τεχνητής νοημοσύνης
«Η τεχνητή νοημοσύνη θα φέρει την επανάσταση στην κατασκοπεία», ανέφερε έκθεση που δημοσιεύθηκε την 1η Μαρτίου από την Επιτροπή για την Τεχνική Νοημοσύνη της Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, μια ομάδα μελέτης στην οποία συμμετέχει και ο Έρικ Σμιντ, πρώην εκτελεστικός επικεφαλής της Alphabet, της μητρικής εταιρείας της Google και ο Μπομπ Γουόρκ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ.Η έκθεση είναι εξαιρετικά φιλόδοξη. Αναφέρει ότι μέχρι το 2030, οι περίπου 17 κατασκοπικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν δημιουργήσει μια «ομοσπονδιακή αρχιτεκτονική μηχανών ανάλυσης που θα μαθαίνουν διαρκώς» και οι οποίες θα επεξεργάζονται κάθε πληροφορία, από τις αναφορές των πληροφοριοδοτών, μέχρι τις δορυφορικές εικόνες, προκειμένου να εντοπίσουν κάθε πιθανό κίνδυνο. Η επιτροπή παραπέμπει στην απόκριση του Πενταγώνου απέναντι στον νέο κοροναϊό, η οποία συμπεριέλαβε την ενοποίηση δεκάδων σετ δεδομένων προκειμένου να εντοπιστούν πιθανά επίκεντρα μετάδοσης του ιού και να ανταποκριθούν στη ζήτηση προμηθειών.
Όμως αυτά που είναι εφικτά στο πεδίο της δημόσιας υγείας δεν είναι πάντα εξίσου εύκολα και σε εκείνο της εθνικής ασφάλειας. Οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με τη νομοθεσία που ορίζει τον τρόπο συλλογής και χρήσης των προσωπικών δεδομένων. Στο άρθρο του, πάντως, τα Κεντρικά Γραφεία Επικοινωνιών της Βρετανικής Κυβέρνησης αναφέρουν ότι θα είναι προσεκτικά απέναντι στη συστημική προκατάληψη, για παράδειγμα με το γεγονός ότι ορισμένα software αναγνώρισης φωνής είναι πιο αποτελεσματικά απέναντι σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού σε σχέση με άλλες, αλλά και διαφανές σε ό,τι αφορά τα περιθώρια λάθους και τις αβεβαιότητες των αλγορίθμων του. Με μεγαλύτερη ασάφεια, οι Αμερικανοί κατάσκοποι δηλώνουν ότι θα σέβονται «την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες». Αυτές οι διαφορές, ενδέχεται να χρειαστεί να ευθυγραμμιστούν. Μια πρόταση που έκανε πρόσφατη ομάδα εργασίας πρώην Αμερικανών μυστικών πρακτόρων σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Κέντρο για τις Στρατηγικές και Διεθνείς Σπουδές (CSIS) της Ουάσινγκτον, αφορά τη δημιουργία ενός κοινού cloud server για τη συμμαχία μυστικών υπηρεσιών των πέντε ισχυρών χωρών οι οποίες αποκαλούνται Five Eyes Intelligence Allianz (Αμερική, Αυστραλία, Βρετανία, Καναδάς και Νέα Ζηλανδία) όπου θα αποθηκεύονται δεδομένα – πρόκειται για τις χώρες που αναφέρονται ως αγγλόσφαιρα σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύσαμε στο Geopolitics.
Σε κάθε περίπτωση, οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει το κατασκοπικό ΑΙ δεν είναι μόνο ηθικοί, αλλά και πρακτικοί. Η νοημοσύνη των μηχανών είναι καλή στον εντοπισμό μοτίβων, όπως για παράδειγμα τα διακριτά μοτίβα χρήσης κινητών τηλεφώνων, όμως αποδεικνύεται αναποτελεσματική στην πρόβλεψη ατομικών συμπεριφορών. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που τα δεδομένα είναι ελλιπή, όπως συμβαίνει στην αντι-τρομοκρατία. Τα μοντέλα πρόληψης και αστυνόμευσης (pre- crime policy) έχουν στη διάθεσή τους κάθε χρόνο καινούργια δεδομένα από χιλιάδες ληστείες, τα οποία μπορούν να επεξεργαστούν. Όμως η τρομοκρατία είναι πολύ σπανιότερη.
Αυτή η σπανιότητα δημιουργεί και ένα άλλο πρόβλημα, γνώριμο στους γιατρούς που επεξεργάζονται μαζικά διαγνωστικά προγράμματα για σπάνιες ασθένειες. Κάθε μοντέλο πρόβλεψης είναι δεδομένο ότι θα παράγει ψευδώς θετικά αποτελέσματα, στο πλαίσιο των οποίων αθώοι άνθρωποι ενδέχεται να σημανθούν προς έρευνα. Ο προσεκτικός σχεδιασμός μπορεί να μειώσει τον αριθμό των ψευδώς θετικών. Όμως επειδή ο πραγματικός αριθμός των τρομοκρατών είναι πολύ μικρός, ακόμη και ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα διατρέχει τον κίνδυνο της κινητοποίησης μεγάλου αριθμού κατασκόπων για τη διαλεύκανση ανύπαρκτων υποθέσεων – και αντιστοίχως, την παραβίαση της ιδιωτικότητας έστω και λίγων αθώων.
Ακόμη και τα υπάρχοντα δεδομένα, ενδέχεται να μην είναι κατάλληλα. Δεδομένα από κάμερες drone, αναγνωριστικούς δορυφόρους και υποκλοπές κλήσεων, για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή δεν είναι διαμορφωμένα ούτε καταχωρημένα με τρόπους που να μπορούν να αξιοποιηθούν από τη νοημοσύνη των μηχανών. Η διόρθωση αυτής της κατάστασης είναι μια «ανιαρή, χρονοβόρα, και κυρίως χειροκίνητη διαδικασία που δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο από τη διαφοροποίηση των σχετικών σημάνσεων μεταξύ των υπηρεσιών ή ακόμη και εντός της ίδιας υπηρεσίας», σημειώνει η έκθεση του CSIS. Και ενδέχεται να μην είναι ακριβώς η αρμοδιότητα που ονειρεύονται να έχουν οι επίδοξοι κατάσκοποι.
«Quis custodiet ipsos custodes?» δηλαδή « Ποιός θα μας φυλάξει από τους φύλακες;» αναρωτιέται ο Ιουβενάλης στις Σάτιρες, ένα ερώτημα που παραμένει τραγικά ζωντανό στις μέρες μας, ακόμη και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία είχε απαντήσει μέσω του Γλαύκωνα να αναφωνήσει «Γελοῖον γάρ, ἦ δ’ ὅς τόν γε φύλακα φύλακος δεῖσθαι» δηλαδή «Θα ήταν γελοίο ο φύλακας να χρειάζεται φύλακα»