Πώς θα σωθεί η τουρκική λίρα- Σίγουρα όχι με τις τζογαδόρικες πολιτικές του Ερντογάν
Τα θανατηφόρα λάθη πολιτικής που διαπράχθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση μεταξύ 2018 και 2020, τα οποία προκάλεσαν δύο τεράστια sell-off της λίρας σε δύο χρόνια, συνεχίζουν να αντηχούν στην οικονομία. Το πρώτο τρίμηνο του 2021 δεν έχει τελειώσει, αλλά οι απώλειες για την τουρκική λίρα έχουν ήδη φτάσει σε εντυπωσιακά επίπεδα, σύμφωνα με άρθρο γνώμης στο ahval.com.
Αφού έπεσε στα 7,79 ανά δολάριο την περασμένη εβδομάδα, το πιο χαμηλό επίπεδο από τον Δεκέμβριο, η αξία της λίρας κυμαίνεται κατά μέσο όσο στα 7,5 έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Οι αδυναμίες και τα τρωτά σημεία της τουρκικής λίρας έχουν πλέον αποκαλυφθεί λόγω της επιδείνωσης των προσδοκιών για τον παγκόσμιο πληθωρισμό και της φρενίτιδας πωλήσεων στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Η αύξηση των παγκόσμιων τιμών των εμπορευμάτων και η άνοδος των τιμών του πετρελαίου ενισχύουν τους φόβους για επιστροφή του πληθωρισμού στις μεγάλες οικονομίες, που είναι αδρανείς την τελευταία δεκαετία. Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων των ΗΠΑ έχει οδηγήσει τον US Dollar Index στα 92.183, το υψηλότερο επίπεδο σε 14 εβδομάδες.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα συναντηθεί για να αποφασίσει σχετικά με τη νομισματική πολιτική στις 17 Μαρτίου. Η παγκόσμια προσοχή στρέφεται σε αυτήν τη συνάντηση που σηματοδοτεί πιθανή παρέμβαση στην καμπύλη αποδόσεων. Ωστόσο, αλλεπάλληλα μηνύματα από τον διοικητή της Fed, Τζερόμ Πάουελ, δείχνουν ότι μάλλον η τράπεζα θα επιλέξει να αποστασιοποιηθεί προσώρας. Και αυτό γιατί φαίνεται σχεδόν ικανοποιημένη με τις αποδόσεις ομολόγων που είναι ευθυγραμμισμένες με τις υψηλότερες προσδοκίες για την πορεία του πληθωρισμού, και δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει τώρα στην αντιμετώπιση των αυξανόμενων τιμών.
Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγάλη εξωτερική παγκόσμια πίεση στα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών, η οποία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί/αντισταθμιστεί απλώς με την αύξηση των επιτοκίων. Τα περισσότερα αναδυόμενα νομίσματα έχουν υποτιμηθεί από την αρχή του έτους. Από τις αρχές Μαρτίου, μάλιστα, αυτή η υποτίμηση έχει επιταχυνθεί παράλληλα με την εντατικοποίηση των πωλήσεων του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ.
Η λίρα έχει ξεχωρίσει μεταξύ των αναδυόμεων νομισμάτων κατά τους δύο πρώτους μήνες του έτους, κερδίζοντας τα περισσότερα. Όμως, καθώς ο αντίκτυπος των εξωτερικών οικονομικών εξελίξεων έγινε ισχυρότερος, η λίρα υποτιμήθηκε ακόμη περισσότερο.
Ενώ όμως η υποτίμηση μεταξύ των αναδυόμενων νομισμάτων παγκοσμίως έχει γίνει ευρέως διαδεδομένη, η λίρα για άλλη μια φορά διαφοροποιήθηκε αρνητικά, χάρη στις εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική και στις εξωτερικές σχέσεις.
Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να περιγράψουμε αυτούς τους συγκεκριμένους παράγοντες, που σχετίζονται άμεσα με την Τουρκία, προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η λίρα να ανακτήσει κάποια αξία.
Πρώτον, για άλλη μια φορά δημιουργείται αρνητικό περιβάλλον για τη νομισματική πολιτική της Τουρκίας. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Νατζί Αγμπάλ, που τοποθετήθηκε από τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις αρχές Νοεμβρίου, έκανε ό,τι μπορούσε για να αντιμετωπίσει τα συντρίμμια που του κληροδότησε η καταστροφική θητεία του πρώην υπουργού Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος παραιτήθηκε πριν από τέσσερις μήνες. Ο Αγμπάλ αύξησε το βασικό επιτόκιο κατά 675 ποσοστιαίες μονάδες για να στηρίξει τη λίρα και να μειώσει τον πληθωρισμό, αφού η λίρα έφτασε στα 8,58 έναντι του δολαρίου τον Νοέμβριο του 2020. Οι ξένοι επενδυτές εισήλθαν στην εγχώρια αγορά (όταν η λίρα ήταν στα 8,5 ανά δολάριο) στα τέλη του περασμένου έτους και έκαναν μεγάλες αποταμιεύσεις αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο του τουρκικού νομίσματος. Ωστόσο, όταν η λίρα ενισχύθηκε σε περίπου 6,9 ανά δολάριο τον περασμένο μήνα, το ράλι έχασε τη δυναμική του επειδή οι εγχώριοι επενδυτές δεν πούλησαν τις καταθέσεις τους σε δολάρια. Το περιθώριο βραχυπρόθεσμου κέρδους εξαφανίστηκε.
Το πιο σημαντικό, δεδομένου ότι οι επενδυτές δεν πούλησαν τα αποθεματικά τους σε ξένο νόμισμα (ύψους περίπου 40 έως 50 δισ. δολ.) για να επιστρέψουν στη λίρα, η κεντρική τράπεζα δεν μπόρεσε να ξεκινήσει τις προγραμματισμένες αγορές συναλλάγματος για να ενισχύσει τα εξαντλημένα αποθέματα σε δολάριο και ευρώ.
Εν τω μεταξύ, ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε στο 15,6%. Η ανατίμηση της λίρας απέτυχε να προκαλέσει μείωση των βασικών μεγεθών του πληθωρισμού. Η αυξανόμενη παγκόσμια τιμή του πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων υποδηλώνει ότι ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή θα επιταχυνθεί μεταξύ 18% και 19% έως τον Απρίλιο. Ταυτόχρονα, η εμπιστοσύνη του κοινού στα στοιχεία για τον πληθωρισμό που ανακοινώνονται κάθε μήνα από το Τουρκικό Στατιστικό Ινστιτούτο έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, καθιστώντας ακόμη λιγότερο πιθανό οι εγχώριοι επενδυτές να πουλήσουν τα αποθεματικά τους σε ξένο νόμισμα.
Η εμπιστοσύνη είναι μια κρίσιμη λέξη εδώ. Η μετάβαση στην “ορθόδοξη” νομισματική πολιτική της Τουρκίας προσέφερε την ευκαιρία στην κυβέρνηση να διορθώσει τα λάθη της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε πέρυσι, η οποία περιελάμβανε μια έκρηξη δανείων με χαμηλά επιτόκια. Η κυβέρνηση της Τουρκίας, δηλαδή ο Πρόεδρος Ερντογάν, δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία.
Ο Ερντογάν πίστευε ότι η ανατίμηση της λίρας, ένα υποπροϊόν των υψηλών επιτοκίων, ήταν βιώσιμη. Αυτόν το μήνα, πίστευε επίσης ότι θα μπορούσε να ανακοινώσει “μεταρρυθμίσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα”, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν ήδη κατοχυρωθεί στην τουρκική νομοθεσία, για να κερδίσει περισσότερη εμπιστοσύνη από τους ξένους επενδυτές, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πίστευε, παρόλο που αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από τότε δεν έδωσε κανένα σημάδι ότι θα το κάνει.
Ο Τούρκος πρόεδρος πίστευε επίσης ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη ρητορική του, τις υποσχέσεις για μεταρρύθμιση και την απόπειρα επαναφοράς στις σχέσεις με τους γείτονες της Τουρκίας, για να δώσει ένα θετικό μήνυμα έναντι της λανθασμένης αγοράς πυραύλων S-400 από τη Ρωσία. Μέσα από αυτά τα βήματα, πίστευε ότι θα μπορούσε να πείσει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, για την αξία της Τουρκίας στη δυτική συμμαχία, όπως είχε πείσει τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραμπ.
Τώρα η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική περισσότερων προβλημάτων στις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της αυξανόμενης αδιαλλαξίας της στο Κυπριακό και της επικείμενης εκδίκασης της κρατικής τράπεζας Halkbank, η οποία κατηγορείται ότι βοήθησε το Ιράν να αποφύγει τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Μέχρι τον Μάιο, θα καταστεί σαφές σε τι αδιέξοδο βρίσκεται η Τουρκία αναφορικά με τους δεσμούς της με το ισχυρότερο έθνος του κόσμου.
Ο Ερντογάν δεν καταλαβαίνει επίσης ότι το κύριο πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας είναι η αποτυχία της κυβέρνησής του να απομακρυνθεί από τις επενδύσεις σε έναν επιδοτούμενο κατασκευαστικό τομέα, και να εστιάσει σε τρόπους αύξησης της παραγωγής μέσω διαφανών και αποτελεσματικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Αποτυγχάνει να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές επειδή γνωρίζει ότι οι ρήξεις που είχαν ήδη αναδυθεί στους οικονομικούς κύκλους που είχε δημιουργήσει γύρω από το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), βάσει των κρατικών πόρων, θα ενταθούν ακόμη περισσότερο. Οι επιθετικές αναπτυξιακές φιλοδοξίες της κυβέρνησης, που βασίζονται σε λάθος οικονομικό μοντέλο, συνεχίζουν να δημιουργούν οικονομικά προβλήματα, τα οποία καθίστανται αδύνατον να αντιμετωπιστούν.
Αλλά ο πυρήνας των προβλημάτων της Τουρκίας έγκειται στη δυναμική του προεδρικού συστήματος, το οποίο απαιτεί από τον Ερντογάν να κερδίσει περισσότερο από το 50% των ψήφων για να διατηρήσει τις υπερβολικές εξουσίες που απέκτησε οριακά σε ένα πανεθνικό δημοψήφισμα το 2017.
Σύμφωνα με τον Ερντογάν, ο οποίος λειτουργεί σαν τζογαδόρος, ο εθνικισμός, η οικονομική ανάπτυξη και η λογοκρισία πρέπει να επιταχυνθούν. Αλλά αυτό χρησιμεύει μόνο για να επιδεινώσει τη λανθασμένη πολιτική του. Αντί να ενώσει την Τουρκία, για να παραμείνει στην κορυφή, ο Ερντογάν προκαλεί βαθιές οικονομικές και κοινωνικές ρωγμές, δημιουργώντας έναν καταστροφικό φαύλο κύκλο.
Η τουρκική λίρα δεν θα ανακτήσει την προηγούμενη αξία της λόγω αυτών των βαθιών ρηγμάτων στην κοινωνία και την οικονομία, οι οποίες καλλιεργούνται από το προεδρικό σύστημα. Είναι πολύ αργά να ακολουθήσουμε μια πολιτική υψηλότερων επιτοκίων ή τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα ή την οικονομία για να σωθεί η τουρκική λίρα.
Για να ανακάμψει η λίρα, η Τουρκία χρειάζεται υψηλής ποιότητας management. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, όμως, δεν είναι μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης, όπως προτείνει τώρα ο Ερντογάν, η οποία θα ενισχύσει το προεδρικό σύστημα μέσω της συνεργασίας του ΑΚΡ με το Εθνικιστικό Κίνημα (MHP), έναν από τους κύριους αρχιτέκτονες της κατατονικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία.
Ο τρόπος για να σωθεί η τουρκική λίρα είναι να επιστρέψει η χώρα σε μια πλουραλιστική δημοκρατία. Η πρωτοβουλία πρέπει να βασιστεί στην κοινή εμπειρία τόσο του AKP όσο και της αντιπολίτευσης, και μαθαίνοντας από τα λάθη που έγιναν κατά το προηγούμενο κοινοβουλευτικό σύστημα και τις μεγάλες ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν από το προεδρικό σύστημα.
πηγή: Capital.gr