25/04/2024

Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας

Χωρίς συναισθήματα ή ψευδαισθήσεις: Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας

Τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η νοοτροπία της ύφεσης στις σοβιετο-αμερικάνικες σχέσεις  και η «ίση, αμοιβαία επωφελής συνεργασία» είναι απελπιστικά ξεπερασμένη.

 

Dmitri Trenin*
Carnegie Moscow Center  

 

Μετά από τις πρόσφατες δηλώσεις του Αμερικάνου προέδρου με τις οποίες άφηνε να εννοηθεί ότι θεωρεί “δολοφόνο” τον Ρώσο ομόλογο του, η Ρωσία ανακάλεσε τον πρέσβη της, Anatoly Antonov πίσω στη Μόσχα για διαβουλεύσεις: ένα άνευ προηγουμένου βήμα στην ιστορία των Ρώσο-αμερικανικών σχέσεων. Αλλά ακόμη και πριν από αυτό, οι διμερείς σχέσεις χρειαζόταν μια επανεκτίμηση, απαλλαγμένη από συναισθήματα και ψευδαισθήσεις που χαρακτήρισαν την προεδρική σύγκρουση.

Τα συναισθήματα αναγκάζουν τη Ρωσία να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ ή ακόμη και να μετατρέψει τον αγώνα εναντίον της αμερικανικής κυριαρχίας στην κεντρική ιδέα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής -και σε κάποιο βαθμό και της εσωτερικής. Αυτή η θέση ξεκινά από την σοβιετική πολιτική του Ψυχρού Πολέμου, αλλά δεν είναι εφικτή με την τρέχουσα έλλειψη πόρων από την πλευρά της Μόσχας.

Επιπλέον, η υπερέκταση της εξωτερικής πολιτικής ήταν ένας από τους παράγοντες που οδηγήσαν τη Σοβιετική Ένωση σε κρίση στη δεκαετία του 1980. Η απελευθέρωση του συναισθήματος μέσω της ρητορικής -το οποίο βλέπουμε να συμβαίνει τώρα- είναι λιγότερο επικίνδυνη ασφαλώς, αλλά επίσης εντελώς αντιπαραγωγική.

Υπάρχει μια ψευδαίσθηση ότι η Ρωσία μπορεί ακόμη να αποδείξει κάτι στις ΗΠΑ, να φέρει την Ουάσιγκτον στα συγκαλά της και να υποχρεώσει τις ΗΠΑ να σεβαστούν τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα στη βάση μας παγκόσμιας Ρώσο-αμερικανικής κατανόησης: κάποιου είδους μεγάλη συμφωνία. Αυτές οι ψευδαισθήσεις έχουν ξεθωριάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αλλά οι ρωσικές ελίτ δεν τις έχουν αφήσει εντελώς.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τρεις δεκαετίες μετά από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η νοοτροπία της ύφεσης στις σοβιετο-αμερικανικές σχέσεις, της αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας, είναι απελπιστικά ξεπερασμένη. Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας πλήττεται από την σταθεροποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ.

Αφήνοντας κατά μέρους τα συναισθήματα και τις ψευδαισθήσεις, υπάρχουν τουλάχιστον δέκα ρεαλιστικοί στόχοι για την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας.

Πρώτον, συνεχίζει να διασφαλίζει ότι τυχόν περιστατικά που εμπλέκονται ρωσικά και αμερικανικά ή ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα, αεροπλάνα ή πλοία, αποφεύγονται ή επιλύονται άμεσα. Για αυτό υπάρχουν οι γραμμές επικοινωνίας κι αυτές οι γραμμές φαίνεται να είναι σε καλή κατάσταση. Ο βασικός στόχος στις αμερικανό-ρωσικές σχέσεις για το προσεχές μέλλον, είναι να αποτρέψει μια ακούσια ένοπλη σύγκρουση.

Δεύτερον, να ενισχύσει την κοινή πυρηνική και μη πυρηνική αποτροπή των ΗΠΑ ως ακρογωνιαίο λίθο της ανεξάρτητης θέσης της Μόσχας σε σχέση με την Ουάσιγκτον.  Η αποτροπή -όχι οι συμφωνίες ελέγχου των όπλων- είναι το θεμέλιο για τη στρατηγική σταθερότητα και την εγγύηση της ίδιας της ύπαρξης της Ρωσίας. Ενώ πρέπει να αποφευχθεί μια δαπανηρή κούρσα εξοπλισμών, στις τρέχουσες συνθήκες, η αποτροπή δεν περιορίζεται στα πυρηνικά όπλα, αλλά περιλαμβάνει όλο και περισσότερο το διάστημα και τον κυβερνοχώρο.

Τρίτον, να ξεκινήσει συζητήσεις για τη στρατηγική σταθερότητα, έχοντας κατά νου ότι το θέμα αυτών των συνομιλιών είναι εξαιρετικά περίπλοκο, και ότι η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ είναι απίθανο να φτάσουν σε συμφωνία στη διάρκεια των πέντε ετών που θα παραμείνει σε ισχύ η πρόσφατα διευρυμένη συμφωνία του New START. Η Ρωσία θα πρέπει επομένως να είναι έτοιμη να διατηρήσει τη στρατηγική σταθερότητα χωρίς ένα πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας.

Τέταρτον, να προσεγγίσει τα ιρανικά και βορειοκορεατικά πυρηνικά προβλήματα βασισμένα στις αξιολογήσεις της κατάστασης από την ίδια τη Ρωσία αντί να προσπαθεί να “πουλήσει” τη βοήθεια της στην Ουάσιγκτον ότι προωθεί την αμερικανική ατζέντα. Η Ρωσία θα πρέπει να συνεργαστεί με άλλους παράγοντες, όπως την Κίνα ή τα ευρωπαϊκά κράτη, για να εστιάσει σε μια ατζέντα την οποία η Μόσχα θεωρεί ρεαλιστική και ικανή να μειώσει τους πυρηνικούς κινδύνους.

Πέμπτο, να αναπτύξει συνεργασία για την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική προστασία και ασφάλεια στην Αρκτική, και στον αγώνα εναντίον της πανδημίας και της τρομοκρατίας με έναν τρόπο που υπαγορεύεται από ταα ρωσικά εθνικά συμφέροντα και την αμερικανική προθυμία να εργαστούν από κοινού.  Για τον σκοπό αυτό, η Ρωσία πρέπει να σκιαγραφήσει μια εθνική ατζέντα για όλα αυτά τα θέματα, τα οποία θα προωθήσει στις διαβουλεύσεις της με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.

Έκτο, να καλλιεργήσει σχέσεις με την Κίνα σε όλους τους τομείς, διατηρώντας παράλληλα μια ανεξάρτητη πολιτική και αποφεύγοντας να εμπλακούν στη σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας, με τον ίδιο τρόπο που το Πεκίνο αποφεύγει τη σύγκρουση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον.

Έβδομο, να θεωρηθούν οι αμερικανικές κυρώσεις ως ένα κίνητρο για να εργαστεί περαιτέρω προς την οικονομική, χρηματοπιστωτική, τεχνολογική, και πολιτιστική ανεξαρτησία εν μέσω του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Να ενισχύσει την κοινωνικοπολιτική βάση του κράτους, ενισχύοντας την υπεροχή του νόμου, φέρνοντας την κυβερνώσα ελίτ υπό έλεγχο, και τροποποιώντας την οικονομική πολιτική έτσι ώστε να προάγει την ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης μεσαίας τάξης. Η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ αναγκάζει τη Ρωσία να εφαρμόσει πολιτικές που ευνοούν την ανάπτυξη.

Όγδοο, να σταματήσει ως μάταια κάθε προσπάθεια να επηρεάσει την αμερικανική εγχώρια πολιτική. Το κόστος του να εμπλακεί στις εσωτερικές διαδικασίες ενός άλλου κράτους -ιδιαίτερα ενός πιο ισχυρού κράτους- είναι πολύ μεγαλύτερο από το πιθανό κέρδος. Δεν υπάρχουν πολιτικοί στις ΗΠΑ που να έχουν φιλική στάση απέναντι στη Ρωσία και δεν είναι πιθανό να υπάρξει κάποιος στο προσεχές μέλλον. Ο βαθμός της εσωτερικής σταθερότητας στις ΗΠΑ εξαρτάται από τις εσωτερικές διαδικασίες. Η Μόσχα θα πρέπει να παρακολουθήσει προσεκτικά αυτές τις διαδικασίες, καθώς μπορεί να έχουν συνέπειες για τη Ρωσία. Ωστόσο, η Μόσχα πρέπει να προσέξει να μην εμπλακεί.

Ένατο, να διαφοροποιηθεί από την αμερικανική πολιτική τάξη και τα ΜΜΕ από τη μία πλευρά, η οποία έχει σταθερά μια εχθρική στάση έναντι της Ρωσίας, και από άλλες ομάδες της αμερικανικής κοινωνίας, όπως η επιχειρηματική, η ερευνητική και η τεχνολογική κοινότητα, οι τοπικές κυβερνήσεις, και οι δημόσιοι οργανισμοί. Η Μόσχα θα πρέπει να προάγει την ανάπτυξη μη πολιτικών σχέσεων μεταξύ της ρωσικής και αμερικανικής κοινότητας σε όποιο βαθμό μπορεί.

Τέλος, να απομακρυνθεί από την αμερικανό-κεντρική φύση της εξωτερικής πολιτικής. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ είναι απίθανο να πετύχουν εκτεταμένη και παραγωγική συνεργασία στο προσεχές μέλλον. Η ρωσική εξωτερική πολιτική επίσης χρειάζεται να στοχεύσει και σε άλλες κατευθύνσεις, από τους πλησιέστερος γείτονες σε χώρες στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Η Ρωσία πρέπει να ανακατανείμει τους πόρους της, αν και χωρίς να υπονομεύει την ικανότητα της να παρακολουθεί την πολιτική και τις δράσεις της Ουάσιγκτον.

Το σκάνδαλο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του Biden, δίνει στη Ρωσία την ευκαιρία να πάρει χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει πώς θα συνεχίσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Για το προσεχές μέλλον, ο πρέσβης Antonov έχει περισσότερη δουλειά να κάνει στη Μόσχα από ό,τι στην Ουάσιγκτον.

 

* Ο Dmitri Trenin είναι διευθυντής  του Carnegie Moscow Center. Προεδρεύει επίσης το ερευνητικό συμβούλιο και στο Foreign and Security Policy Program.Αποσύρθηκε από το ρωσικό στρατό το 1993. Από το 1993-1997,  κατείχε θέση ως ανώτερος ερευνητής στο Institute of Europe στη Μόσχα. Το 1993, ήταν ανώτερος ερευνητής στο NATO Defense College στη Ρώμη.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024