Ρωσία και Ουκρανία οδηγούνται σε σύγκρουση;
Maxim Samorukov
Carnegie Moscow Center
Μετά από έξι χρόνια μιας δυσάρεστης και ενίοτε βίαιης εκεχειρίας, το φάντασμα ενός νέου πολέμου πλανάται στις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας. Ως αντίποινα για την πρόσφατη καταστολή του Κιέβου σε φιλορωσικά ΜΜΕ και πολιτικούς, η Μόσχα διεξάγει μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική συγκέντρωση κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα εύθραυστη στο Ντομπας, όπου η κατάπαυση πυρός μεταξύ του ουκρανικού στρατού και των βοηθούμενων από τη Μόσχα αποσχισθέντων περιοχών, έχει ουσιαστικά καταρρεύσει. Και οι δύο πλευρές κατηγορούν η μία την άλλη για προκλήσεις και ανταλλάσσουν τακτικά πυρά, με τον αριθμό θυμάτων να αυξάνεται τόσο μεταξύ του στρατιωτικού προσωπικού όσο και των αμάχων.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, οι ισχυρισμοί των δύο χωρών ότι κάνουν οτιδήποτε για να αποφύγουν τον πόλεμο, δεν ακούγονται πιστευτοί. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες τους ίσως να μην είναι εντελώς ψεύτικες. Αν και τόσο το Κιέβο όσο και η Μόσχα είναι πρόθυμες να αποκομίσουν τα οφέλη από την ξαφνική κλιμάκωση, μια ορθολογική αξιολόγηση των ενδεχόμενων κινδύνων θα πρέπει να διασφαλίσει ότι θα σταματήσουν πριν κλιμακωθεί η κατάσταση σε μια πλήρη στρατιωτική αντιπαράθεση.
Οι εντάσεις άρχισαν να αυξάνονται πριν από μερικούς μήνες, όταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια του Κιέβου με την αδιαλλαξία της Μόσχας στις συνομιλίες για το Ντονμπας, συνέπεσε με την αποδυνάμωση της θέσης του Ουκρανού προέδρου Volodymyr Zelensky στο εσωτερικό. Στερούμενος προηγούμενης πολιτικής και διπλωματικής εμπειρίας, ο Zelensky αρχικά ήλπιζε ότι η καλή θέληση του και η ειλικρίνειά του, θα ήταν αρκετά για να διευθετήσουν την αιματηρή σύγκρουση στο Ντονμπάς. Οι πρωτοφανείς εκλογικοί του θρίαμβοι το 2019 βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, στην ειλικρινή του υπόσχεση να φέρει ειρήνη στην Ουκρανία.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η διαπραγματευτική διαδικασία αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη. Το Κρεμλίνο συμφώνησε να συναντήσει τον Zelensky για ορισμένα θέματα, όπως η επιβολή μόνιμης κατάπαυσης του πυρός στο Ντονμπάς και η δημιουργία ενός καναλιού άμεσων επικοινωνιών μεταξύ των αναπληρωτών αρχηγών των προεδρικών διοικήσεων. Ωστόσο, αρνήθηκε να τροποποιήσει τις συμφωνίες του Μινσκ με στόχο την επίλυση της σύγκρουσης και επέμεινε στην πλήρη εφαρμογή των πολιτικών τους σημείων. Για τον Ζέλενσκι αυτό ήταν πρόβλημα καθώς οι μεγάλες παραχωρήσεις προς τη Ρωσία που απαιτούνται από τις συμφωνίες του Μινσκ ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσαν αντίδραση στην ουκρανική εθνικιστική αντιπολίτευση, η οποία θα μπορούσε να του κοστίσει την προεδρία.
Η πενιχρή πρόοδος στις συζητήσεις για το Ντονμπάς προκάλεσε απογοήτευση στην ουκρανική κοινωνία, που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Ο Zelensky υποχρεώθηκε να αυξήσει τις τιμές των υπηρεσιών κοινής ωφελείας προκειμένου να πετύχει τους στόχους που είχε θέσει το ΔΝΤ, τη στιγμή που η πανδημία αποστράγγιζε τις μικρές επιχειρήσεις της χώρας. Η ανικανότητα των ουκρανικών αρχών να εξασφαλίσουν αρκετά εμβόλια για να ξεκινήσει ο εμβολιασμός των πολιτών μαζικά, επέφερε το τελικό πλήγμα στη δημοτικότητα του Zelensky. Στην αρχή του 2021, βρισκόταν λίγες μόνο μονάδες μπροστά από τους αντιπάλους του στις δημοσκοπήσεις, ενώ το κόμμα του, Υπηρέτης του Λαού, είχε πέσει στη δεύτερη θέση.
Μένουν ακόμη τρία χρόνια περίπου προτού ο Zelensky ζητήσει την επανεκλογή του, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά στον ρευστό πολιτικό κόσμο της Ουκρανίας. Διαβόητη για τον οπορτουνισμό της, η ουκρανική πολιτική τάξη είναι έτοιμη να στρέψει αλλού την αφοσίωση της μόλις δει ό΄τι σταματήσει ο έλεγχος της εξουσίας από τον ηγέτη. Η πτώση της δημοτικότητας για τον Zelensky, προκάλεσε άμεσα συζήτηση για πρόωρες εκλογές, ενώ οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης μαζεύτηκαν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως εταίροι συνασπισμού και πιθανοί πρωθυπουργοί. Ο Zelensky κινδύνευε να παραγκωνιστεί και να ξεχαστεί, με μόλις δύο χρόνια θητείας.
Ο Ουκρανός πρόεδρος αντέδρασε. Με τις απαιτήσεις της πανδημίας και το ΔΝΤ να του αφήνουν περιθώριο ελιγμών στο οικονομικό μέτωπο, ο Zelensky επέλεξε να ενισχύσει τη νομιμότητά του κινητοποιώντας τη στήριξη της Δύσης. Τον Φεβρουάριο έκλεισε αρκετά φιλο-ρωσικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και επέβαλε κυρώσεις στον περίφημο ολιγάρχη Viktor Medvedchuk, που πιστεύεται ότι ήταν προσωπικός φίλος του Ρώσου προέδρου Vladimir Putin. Η κίνηση αυτή επέτρεψε στον Zelensky να ξεπεράσει την εθνικιστική αντιπολίτευση και να ζητήσει έναν ρόλο στον περιορισμό της Ρωσίας στο εξωτερικό.
Ακολούθησαν και άλλα τολμηρά βήματα. Ο Ζelensky αποστασιοποιήθηκε από τους Ουκρανούς ολιγάρχες μέσω συλλήψεων και νέων ερευνών σε υψηλά πρόσωπα, επιβεβαιώνοντας την αποφασιστικότητα του να προχωρήσει σε φιλοδυτικές μεταρρυθμίσεις. Ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας “πλατφόρμας της Κριμαία”, η οποία σκοπό είχε να διατηρήσει την διεθνή προσοχή για την τύχη της χερσονήσου. Ο Ουκρανός πρόεδρος παρουσίασε επίσης τη νέα στρατηγική ασφάλειας της χώρας, η οποία επαναλαμβάνει την φιλοδοξία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και βάζει στο επίκεντρο την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας. Επιπλέον, η Ουκρανία έχει σκληρύνει τη στάση της στις συνομιλίες του Ντονμπας, προσπαθώντας να υπογραμμίσει ότι διεξάγει συνομιλίες με τη Ρωσία, όχι με τις αυτονομιστικές δημοκρατίες.
Μ’ αυτό το μπαράζ εντολών και διαταγμάτων έχει μικτά αποτελέσματα. Κατάφερε να ενισχύσει τα πατριωτικά του διαπιστευτήρια στο εσωτερικό, αλλά εξακολουθεί να θεωρείται υπερβολικά συμφιλιωτικός από ένα σημαντικό αριθμό Ουκρανών εθνικιστών, οι οποίοι πραγματοποιούν διαδηλώσεις στους δρόμους εναντίον του. Η εναντίον των ολιγαρχών σταυροφορία του βασίζεται σε σαθρά νομικά θεμέλια και κινδυνεύει να υπονομεύσει περαιτέρω το κράτος δικαίου στη χώρα. Ο νέος αντί-ρωσικός ριζοσπαστισμός έχει φέρει την Ουκρανία ξανά στην προσοχή της Δύσης και εξασφάλισε ότι η πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία του Zelensky με το νέο Αμερικανό πρόεδρο ήρθε νωρίτερα από το αναμενόμενο. Αλλά οδήγησε επίσης και με μια τεράστια συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα. Στο μεταξύ, η υποστήριξη των Δυτικών ηγετών για την Ουκρανία είναι ηχηρή, αλλά κυρίως ρητορική.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μόσχα ανέμενε τη μετάβαση του Zelensky από ειρήνη σε αντιπαράθεση. Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, στο Κρεμλίνο δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ο πρόεδρος της Ουκρανίας δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει τις συμφωνίες του Μινσκ. Η Μόσχα ανέμενε επίσης ότι η άφιξη του Biden στον Λευκό Οίκο με την ατζέντα περιορισμού της Ρωσίας θα είχε ως αποτέλεσμα μια πιο αποφασιστική στάση από το Κίεβο. Κατά συνέπεια, το Κρεμλίνο ήταν καλά προετοιμασμένο απέναντι στις προσπάθειες του Ουκρανού προέδρου να ενισχύσει την εγχώρια και διεθνή του θέση παίζοντας το αντι-ρωσικό χαρτί.
Καθώς η Μόσχα συγκεντρώνει στρατό στα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας και στην Κριμαία, το Κίεβο έχει ελάχιστες πιθανότητες ναα αντέξει εάν η διαμάχη κλιμακωθεί σε στρατιωτική αντιπαράθεση. Ωστόσο υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι καμία πλευρά δεν θέλει να εξαπολύσει πόλεμο. Από την πλευρά της Ουκρανίας, μια επιχείρηση στο Ντομπάς θα έδινε πιθανότατα στη Ρωσία την αφορμή για να επέμβει: Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένως δηλώσει την ετοιμότητα της χώρας για να προστατεύσει τις ανακηρυχθείσες δημοκρατίες. Οι επακόλουθες απώλειες θα κατέστρεφαν την ήδη περιορισμένη λαϊκή στήριξη του Zelensky, ενώ δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγυημένη η άμεση βοήθεια της Δύσης προς την Ουκρανία.
Για τη Ρωσία, τα οφέλη του να πάει σε πόλεμο με την Ουκρανία είναι επίσης αμφίβολα. Διαψεύδοντας τις προσδοκίες του Κρεμλίνου, το ουκρανικό κράτος δεν κατέρρευσε ούτε το 2014 όταν αντιμετώπισε μια πιο δεινή κατάσταση. Είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να το κάνει τώρα. Επιπλέον, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ρωσική κοινωνία έχει κουραστεί από την περιπετειώδη εξωτερική πολιτική και δεν θα καλωσόριζε μια νέα στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, λίγο πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για τον Σεπτέμβριο.
Επιπλέον, η ιδέα μιας χερσαίας γέφυρας που να ενώσει την Κριμαία με την ηπειρωτική Ρωσία, είναι ξεπερασμένη. Από το 2014, η Μόσχα έχει επενδύσει δισ. Δολαρίων σε διάφορα projects υποδομών, από σιδηροδρόμους μέχρι δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών της χερσονήσου χωρίς τη χερσαία σύνδεση. Η Κριμαία υποφέρει ακόμη από έλλειψη νερού, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα που διαρκεί χρόνια, και δύσκολα δικαιολογεί πόλεμο για την επίλυση του.
Οι ηγέτες των αυτονομιστικών δημοκρατιών θα ήθελαν πολύ να επεκτείνουν τα σύνορα τους. Η αποκαλούμενη “αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας” του Ντονμπάς (που σημαίνει τα προ 2014 διοικητικά σύνορα), παραμένει σημαντικό μέρος της ρητορικής τους, και θα μπορούσε να τονώσει την τοπική οικονομία. Αλλά είναι όλες πολύ ελεγχόμενες από τη Μόσχα, ενώ οι ανησυχίες τους είναι στενόμυαλες για να επηρεάσουν την πολιτική του Κρεμλίνου. Είναι εξαιρετικά απίθανο η ρωσική ηγεσία να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση του μεγάλου της project, τον αγωγό Nord Stream 2, για χαρη μιας αμφισβητούμενης αύξησης της δημοτικότητας στο εσωτερικό, πόσο μάλλον στις δημοκρατίες του Ντονμπάς.
Ο σκοπός της τωρινής στρατιωτικής έντασης επομένως, περιορίζεται στο να αποδείξει στο Κιέβο και στην Ουάσιγκτον ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να απαντήσει σε οποιαδήποτε στρατιωτική προσπάθεια για την αλλαγή του καθεστώτος στο Ντονμπας. Η επιδεικτικότατα με την οποία μετακινούνται τα στρατεύματα, επιβεβαιώνει ότι η Ρωσία μάλλον απειλεί παρά σκέφτεται έναν κεραυνοβόλο πόλεμο (Blitzkrieg).
Στο μεταξύ, η απουσία ενός λογικού κινήτρου για τη διεξαγωγή πολέμου, δεν αποκλείει η κρίση να ξεφύγει από τον έλεγχο κατά λάθος. Η τεταμένη ατμόσφαιρα και τα θύματα και στις δύο πλευρές, αυξάνουν την πιθανότητα μια λάθος κίνηση σε τοπικό επίπεδο, να σύρει τις δυο χώρες σε νέα στρατιωτική αντιπαράθεση. Η έλλειψη αυτοσυγκράτησης θα μπορούσε να ακυρώσει όλους τους λογικούς υπολογισμούς: μόλις ξεσπάσει, ο πόλεμος δίνει άπειρους λόγους για να συνεχίσει.
*Maxim Samorukov is a fellow at the Carnegie Moscow Center and deputy editor of Carnegie.ru.