18/04/2024

Η αντιστροφή της σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας

Του Κώστα Ράπτη

Η επίσκεψη ήταν βέβαια προγραμματισμένη, αλλά το timing αποδείχθηκε, αν μη τι άλλο, ατυχές. Όπως άλλωστε και η σκηνοθεσία της υποδοχής των υψηλών ξένων στο προεδρικό ανάκτορο της Άγκυρας.

Οι επικεφαλής της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Σαρλ Μισέλ συναντήθηκαν χθες Τρίτη με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, για πρώτη φορά δια ζώσης μετά τον Μάρτιο του 2020, προκειμένου να προωθήσουν την “θετική ατζέντα” στις ευρωτουρκικές σχέσεις, όπως αυτή έχει περιγραφεί στις αποφάσεις των συνόδων κορυφής των “27”, ήτοι με κινήσεις “σταδιακές, αναλογικές και αναστρέψιμες”.

Αν όμως κάτι πρόκειται να μείνει επικοινωνιακά από αυτή τη συνάντηση, αυτό είναι μάλλον η προσβολή που επιφυλάχθηκε στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για την οποία δεν είχε προβλεφθεί κάθισμα πλάι στον Ερντογάν τη στιγμή της φωτογράφησης. Αλλά “ατυχήματα” αυτού του τύπου είναι μάλλον προβλέψιμα σε μία χώρα, η οποία μόλις προ δεκαπενθημέρου ανακοίνωσε την αποχώρησή της από τη Διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τα δικαιώματα των γυναικών…

Το ζήτημα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, όπως και αυτό της μη συμμόρφωσης της Τουρκίας με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (λ.χ. για την αποφυλάκιση του πρώην ηγέτη του φιλοκουρδικού κοινοβουλευτικού κόμματος HDP Σελαχατίν Ντεμίρτας και του μαικήνα και ακτιβιστή Οσμάν Καβάλα) είχε προέχουσα θέση στις ανησυχίες που εξέφρασαν κατά τις κοινές δηλώσεις τους οι Ευρωπαίοι επισκέπτες, οι οποίοι τόνισαν ότι η Ε.Ε. δεν θα διστάζει να επισημαίνει τις αρνητικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων και των μονομερών ενεργειών της Τουρκίας εις βάρος γειτονικών χωρών.

Μόνο που λίγα 24ωρα πριν από την έλευση των Μισέλ και φον ντερ Λάιεν στην Άγκυρα, η ερντογανική αντίληψη για την αντιμετώπιση των διαφωνούντων είχε φθάσει σε νέα ύψη, με τη σύλληψη των 10 από τους 104 απόστρατους ναυάρχους οι οποίοι σε ανοικτή επιστολή τους εξέφρασαν ανησυχίες για την επιχειρούμενη ισλαμοποίηση του στρατεύματος και τον γεωπολιτικό τυχοδιωκτισμό της συζητούμενης απόσυρσης από τη Σύμβαση του Μοντρέ για τα Στενά (1936), άπαξ και υλοποιηθεί το φαραωνικό σχέδιο της Διώρυγας της Κωνσταντινούπολης.

Στην πραγματικότητα οι όροι της συζήτησης μοιάζει να έχουν αντιστραφεί. Δεν είναι η ευρωπαϊκή πλευρά αυτή που πιέζει την Τουρκία για μέτρα εμβάθυνσης της δημοκρατίας, όπως συνέβαινε την πρώτη δεκαετία του αιώνα, αλλά αυτή που καλείται να δείξει όλο και μεγαλύτερη ανοχή στην υποστολή των ελευθεριών, την ώρα που ο Ερντογάν, επισείοντας το φόβητρο των “πραξικοπηματιών”, πετυχαίνει να εμφανίζεται ως ο εγγυητής της δημοκρατίας.

Και είναι επίσης η τουρκική πλευρά αυτή που ανακαλεί πως στόχος της είναι η πλήρης ένταξη στην Ε.Ε. (προοπτική που έμοιαζε να έχει ενταφιαστεί από τότε που ο Ζακ Σιράκ ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο θα αποτελέσει αντικείμενο δημοψηφίσματος στη Γαλλία), ενώ οι Ευρωπαίοι επιχειρούν να διασφαλίσουν συνεργασίες “α λα καρτ”. Ποιος υπαγορεύει λοιπόν τους όρους σε αυτή τη σχέση και ποιος είναι περισσότερο θωρακισμένος επικοινωνιακά;

Τα βασικά αντικείμενα της “θετικής ατζέντας”, ήτοι η επανάληψη του πολιτικού διαλόγου υψηλού επιπέδου, η επικαιροποίηση της Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε.-Τουρκίας, η αναθεώρηση του καθεστώτος της βίζας για τους Τούρκους πολίτες και κυρίως η ανανέωση της συμφωνίας του 2016 για το προσφυγικό και άρα η συνέχιση της σχετικής χρηματοδότησης της Τουρκίας (επί της οποίας η Κομισιόν δεσμεύθηκε να παρουσιάσει τις προτάσεις της) αναδεικνύουν την ασυμμετρία της σχέσης. Και αυτή δεν ανατρέπεται με υψιπετείς συστάσεις για τα δικαιώματα των γυναικών και των προσφύγων ή τη σημασία της ελευθερίας του λόγου. 

πηγή: Capital.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024