20/04/2024

Η ισορροπία της Τουρκίας μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ

Dimitar Bechev*
Carnegie Moscow Center

 

Ένα ερώτημα απασχολεί τους Τούρκους σχολιαστές από τον Ιανουάριο: γιατί ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν έχει μιλήσει στον Τούρκο ομόλογο του. Όλοι οι κρίσιμοι ηγέτες παγκοσμίως είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο -συμπεριλαμβανομένου και του Ρώσου προέδρου- αλλά όχι ο Τούρκος πρόεδρος. Ο Ερντογάν θα πρέπει να περιμένει μέχρι τις 22 Απριλίου για να μιλήσει με τον Μπάιντεν,  σε μια σύνοδο κορυφής μέσω βίντεο για το κλίμα, που διοργανώνει ο Λευκός Οίκος. Ακόμη και έτσι, μια πολυμερής συγκέντρωση δεν είναι το ίδιο με τηλεφωνικό τετ α τετ.

Η αδιαφορία του Μπάιντεν έρχεται σε αντίθεση με τη σχέση που απολάμβανε ο προκάτοχος του Tραμπ με τον ισχυρό άνδρα της Τουρκίας και επίσης με τις μεγάλες προσπάθειες που έχει καταβάλει η ευρωπαϊκή ηγεσία για να δεσμεύσει την Άγκυρα. Η πρόσφατη επίσκεψη στην Τουρκία του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και της επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είναι ακόμη νωπή στη μνήμη όλων.

Ένας λόγος για τον οποίο ο Μπάιντεν θέλει να αγνοήσει τον Ερντογάν, είναι ασφαλώς ιδεολογικός. Έχοντας αποκαλέσει τον πρόεδρο της Τουρκίας απολυταρχικό ηγέτη στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θέλει να υπάρξει μια σαφή διάκριση με την τάση της κυβέρνησης Tραμπ να συμμαχεί με ανελεύθερους ηγέτες ανά τον κόσμο. Ο Μπάιντεν θα ήθελε να δει τις ΗΠΑ να ανακτούν την ηθική τους. Ως εκ τούτου, αυξάνει την ένταση απέναντι σε προσωπικότητες όπως ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας (κάτι με το οποίο παρεμπιπτόντως η Τουρκία δεν έχει κανένα πρόβλημα).

Αλλά αυτό δεν είναι όλη η ιστορία. Στην ουσία, οι ΗΠΑ δίνουν στην Τουρκία μια γεύση του δικού τους φαρμάκου. Υπό τη διοίκηση Ερντογάν, η σχέση μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ έχει υποβαθμιστεί σε μια συναλλαγή διευκόλυνσης. Η Τουρκία βρίσκεται ανάμεσα σε δύο καρέκλες, κάνοντας γεωπολιτικές business με τη Ρωσία και καλώντας τις ΗΠΑ κατά περίπτωση, όταν τυχαίνει να συγκλίνουν τα συμφέροντα τους. Με τον Τραμπ στην εξουσία, ο Ερντογάν κατόρθωσε να αποφύγει μεγάλες κυρώσεις για την εξαγορά των ρωσικών S-400.

Τώρα η ομάδα του Μπάιντεν αλλάζει τα πράγματα, εφαρμόζοντας τη δική της εκδοχή της συναλλαγής. Η Αμερική θα επικοινωνήσει με την Τουρκία όταν παραστεί ανάγκη. Από τη στιγμή που επί του παρόντος η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν θέτει προτεραιότητα είτε τη Μέση Ανατολή είτε τη Μαύρη Θάλασσα, οι υπηρεσίες του Ερντογάν δεν χρειάζονται. Ας ασχοληθούν οι Ευρωπαίοι με την Τουρκία, με την προς ανανέωση συμφωνία του 2016 για το προσφυγικό και τα προβλήματα που δημιουργούνται στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ έχουν άλλα πράγματα να ασχοληθούν.

Αντιμέτωπη με αυτή την αλλαγή, η Άγκυρα έχει παίξει το χαρτί της Ρωσίας. Η Τουρκία, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση της, είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που έχει αποδειχθεί πρόθυμο και ικανό να ελέγξει τον επεκτατισμό του Κρεμλίνου. Σε όλη τη διάρκεια του 2020, τα τουρκικά drones επέφεραν ισχυρές απώλειες στα ρωσικά proxies στη Συρία και στη Λιβύη -το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και τον Εθνικό Στρατό της Λιβύης του Στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ- καταστρέφοντας μεγάλο αριθμό αντίστοιχων ρωσικών. Ήταν η ίδια ιστορία στο Ναγκόρνο-Καραμπαχ, όπου η Τουρκία χρησιμοποίησε στις προσφάτως αποκτηθείσες ικανότητες της να εισέρχεται εκεί όπου η Μόσχα παρουσιάζει ως προνομιακή σφαίρα επιρροής της.

Η Άγκυρα γίνεται όλο και πιο τολμηρή παρουσιάζοντας τις στενές σχέσεις της με το Κιέβο. Το ταξίδι του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι στην Τουρκία τον Οκτώβριο του 2020, οδήγησε σε μια κοινή έκκληση για “να σταματήσει η κατάληψη της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαία και της πόλης της Σεβαστούπολης, καθώς και την αποκατάσταση του ελέγχου της Ουκρανίας σε συγκεκριμένα τμήματα των περιοχών Ντόνετσκ και Λουκάνσκ”. Το Κιέβο επίσης υπέγραψε σύμβαση για την εξαγορά έξι τουρκικών drones Bayraktar TB2, και οι συζητήσεις για κοινή αμυντική παραγωγή είναι ακόμη σε εξέλιξη. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής με τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου, που πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την κοινή συνεδρίαση των αντιπροσώπων των δυο χωρών, ο Ζελένσκι  ανέφερε το θέμα της συγκέντρωσης του ρωσικού στρατού στα σύνορα. Ωστόσο, ο Τούρκος πρόεδρος μίλησε συμφιλιωτικά και κάλεσε σε αποκλιμάκωση, εξέφρασε επίσης στήριξη προς την Ουκρανία. Την προηγούμενη ημέρα, είχε ανακοινωθεί ότι 20 αμερικανικά θωρηκτά πλοία θα διέσχιζαν τη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Βόσπορου.

Παλαιότερα, οι Τούρκοι φορείς χάραξης πολιτικής διαμαρτυρόταν ότι η απουσία δέσμευσης από τις ΗΠΑ, άφηνε τη χώρα τους ευάλωτη στη Ρωσία, και ως εκ τούτου δεν είχαν επιλογή από το να διευκολύνουν τον πανίσχυρο βόρειο γείτονα τους. Τώρα, η ρητορική έχει αλλάξει. Η Τουρκία κάνει τη βαριά δουλειά για λογαριασμό της Δύσης, μιλώντας με τους Ρώσους, αλλά επίσης από μια θέση ισχύος.

Αν και αυτό το επιχείρημα έχει κάποιους υποστηρικτές στις Βρυξέλλες, δεν απηχεί στα αλήθεια τις προθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν και η Ουάσιγκτον δεν είναι προετοιμασμένη να κάνει χάρη στην Άγκυρα. Τον Φεβρουάριο, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας πρότεινε μια “λύση-πακέτο” για το θέμα των S-400 και της αμερικανικής ευθυγράμμισης με την PYD στη Σύρια, τον στρατιωτικό βραχίονα ενός πολιτικού κόμματος που θεωρείται στην Άγκυρα ως παρακλάδι του εκτός νόμου ΡΚΚ. Έλαβε μια ευγενική απόρριψη. Οι ΗΠΑ εμμένουν στις θέσεις τους και απαιτούν η Τουρκία να εγκαταλείψει τους ρωσικούς πυραύλους. Όπως το έθεσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίκεν, στην ακρόασή του στη Γερουσία, “η ιδέα ότι ένας στρατηγικός -αποκαλούμενος ως τέτοιος- εταίρος μας θα ευθυγραμμιζόταν με έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγικούς μας ανταγωνιστές στη Ρωσία, δεν είναι αποδεκτή”. Η Ουάσιγκτον προβαίνει επίσης σε περαιτέρω κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας βάσει του νόμου Countering America’s Adversaries Through Sanctions, εκτός από εκείνες που επιβλήθηκαν στο τέλος της θητείας του Tραμπ για την αγορά των S-400.

Χωρίς ένα reset με τις ΗΠΑ στον ορίζοντα, ο Ερντογάν δεν έχει επιλογή από το να παραμείνει κοντά στη Ρωσία. Για αυτό το Κρελίνο δεν αντιδρά υπερβολικά στις λοξοδρομήσεις της Τουρκίας προς τη Δύση ή στις εισβολές της στον μετά-σοβιετικό χώρο. Παρά τις νίκες που πέτυχε η Άγκυρα έναντι της Μόσχας το 2020, παραμένει το πιο αδύναμο μέρος στον ανταγωνισμό που έχουν αναπτύξει οι δύο τους κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Η Ρωσία διατηρεί τη στρατηγική μόχλευση, ιδιαίτερα στη Σύρια, όπου εκατομμύρια πιθανοί πρόσφυγες ζουν δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία. Ο Ερντογάν είναι απίθανο να πάρει ρίσκο αντίστοιχο με αυτό που πήρε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με κίνδυνο να ανταγωνιστεί τη Μόσχα. Αυτό ήταν ένα από τα βασικά που εξήχθησαν από τη συνάντηση Κορυφής με τον Ζελένσκι. Αντιθέτως, θα πιέσει με μια εξωτερική πολιτική εξισορρόπησης πολλών παραγόντων, μεταξύ της Δύσης, της Ρωσίας και -όλο και περισσότερο- της Κίνας (γι΄αυτό και η ήπια απάντηση της Τουρκίας στη θλιβερή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Ουιγούροι και άλλες τουρκικές ομάδες στην κινεζική περιοχή Σιντζιάνγκ). Αυτή είναι μια κατάσταση που βολεύει απόλυτα τη ρωσική ηγεσία.

 

*Dimitar Bechev is a Non-Resident Senior Fellow at the Atlantic Council and a Research Fellow with Institut für die Wissenschaften vom Menschen (IWM), author of Rival Power: Russia in Southeast Europe (Yale, 2017)

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024