23/04/2024

Ρωσία, Ουκρανία και ΗΠΑ εκμεταλλεύονται την ένταση στο Ντονμπάς

Alexander Baunov*
Carnegie Moscow Cemter 

 

 

Ακριβώς τη στιγμή που όλοι περίμεναν ένα νέο ξέσπασμα των εχθροπραξιών στην πόλη Ντονμπάς στα ανατολικά της Ουκρανίας, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τηλεφώνησε στο Κρεμλίνο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί μια τελευταία αυστηρή προειδοποίηση εάν δεν είχε συμπεριλάβει πρόταση για μια συνάντηση μεταξύ των δυο προέδρων σε τρίτη χώρα. Και πάλι, δεν είναι όλα ακόμη ήρεμα στο ουκρανικό μέτωπο.

Φαίνεται ότι οι ηγέτες και από τις δύο πλευρές των Ρώσο-ουκρανικών συνόρων, εκμεταλλεύτηκαν την ένταση εκεί για να επικοινωνήσουν με τη νέα αμερικανική ηγεσία.Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι μπορεί να δέχθηκε πρώτος τηλεφώνημα από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο -μίλησε μαζί του, δέχτηκε λεκτική στήριξη και σημαντική εξωτερική νομιμοποίηση στα μάτια τόσο των δικών του όσο και των ξένων ελίτ- αλλά ήταν ο Ρώσος ομόλογος του Βλάντιμιρ Πούτιν που τερμάτισε πρώτος, καθώς δέχθηκε πρόσκληση για συνάντηση σε μια διμερή σύνοδο, στο προσεχές μέλλον.

Η τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Μπάιντεν και του Πούτιν αποτελεί ακόμη μία βασική διαφορά μεταξύ της τρέχουσας κλιμάκωσης για την Ουκρανία και εκείνης του 2014. Τότε, η ρωσική επιχείρηση στην Κριμαία ήταν τόσο ξαφνική και μυστική που ακόμη και οι πιο εξελιγμένες μυστικές υπηρεσίες πιάστηκαν στον ύπνο. Τώρα, οι μετακινήσεις του στρατού αποτελούν αντικείμενο συζήτησης εδώ και πολλές εβδομάδες.

Εάν η προηγούμενη κλιμάκωση προηγήθηκε της ρωσικής κινητοποίησης στα ανατολικά και νότια της Ουκρανίας, δίνοντας της την εικόνα ενός εμφυλίου πολέμου, τότε η τωρινή ένταση μοιάζει πολύ περισσότερο με ελιγμούς εν όψει μιας συμβατικής σύγκρουση μεταξύ δύο εθνικών στρατών. Υπό αυτή την έννοια, η τρέχουσα εικόνα μοιάζει πολύ περισσότερο με την έναρξη του πενταημέρου πολέμου στη Γεωργία το 2008 παρά με τα γεγονότα στην Ουκρανία το 2014. Όπως και η σημερινή κατάσταση, ο πόλεμος στη Γεωργία ξεκίνησε με μια παγωμένη σύγκρουση, με αδιέξοδες συνομιλίες και ελπίδες για επίλυση του αδιεξόδου μέσω της βίας.

Τότε, όπως τώρα, στρατεύματα – τόσο Ρώσοι όσο και Γεωργιανοί – μετακινήθηκαν ανοιχτά, ακόμη και επιδεικτικά. Ο ρωσικός στρατός πραγματοποίησε  ασκήσεις στον Βόρειο Καύκασο, κοντά στην αποσπασμένη δημοκρατία της Νότιας Οσετίας της Γεωργίας.

Ο πόλεμος του 2008 στιγματίστηκε επίσης από βίαιες συγκρούσεις στη Νότια Οσετία μετά από χρόνια σχετικής ειρήνης. Όσοι είδαν τον πόλεμο τον Αύγουστο του 2008 ως προγραμματισμένη ρωσική επιθετικότητα, είδαν αυτές τις κινήσεις ως απόδειξη μιας πονηρής πρόκλησης από τη Ρωσία προς τον τότε πρόεδρο της Γεωργίας, Μιχαήλ Σαακασβίλι. Άλλοι το είδαν ως απόπειρα τιμωρίας της Γεωργίας για τη φιλοδυτική της στάση. 

Υπάρχουν στοιχεία αλήθειας και στις δύο εξηγήσεις. Η Ρωσία είχε κίνητρο για την τιμωρία της Γεωργίας και ο Σαακασβίλι είχε κίνητρο να βομβαρδίσει την πρωτεύουσα της Νότιας Οσετίας (Τσχινβάλι).  Η προθεσμία πλησίαζε για την εφαρμογή των υποσχέσεων της προεκλογικής εκστρατείας του Σαακασβίλι για την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Γεωργίας και τα μικτά μηνύματα που προέρχονταν από την Ουάσινγκτον θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως έγκριση. Αλλά η Ρωσία ενήργησε με το συγκεκριμένο τρόπο, επειδή ο Σαακασβίλι προσπαθούσε συνεχώς να εξασφαλίσει τη δυτική βοήθεια ενάντια στη αντι-ρωσική του θέση.

Η εικόνα στο Ντονμπάς τώρα είναι παρόμοια. Οι συνομιλίες έχουν φτάσει σε αδιέξοδο και υπάρχουν αναζωπυρώσεις κατά μήκος των συνόρων, μαζί με τη συγκέντρωση στρατού. Η άφιξη μιας νέας αμερικανικής κυβέρνησης που είναι πιο φιλική προς την Ουκρανία, θα μπορούσε να θεωρηθεί πράσινο φως για το Κιέβο ώστε να προσπαθήσει να ανακαταλάβει τις αποσχισθείσες περιοχές στο Ντονμπάς και η ιδέα μιας ταχείας στρατιωτικής επιχείρησης για την ανακατάληψη αυτών των εδαφών, είναι πιο δημοφιλής μεταξύ των Ουκρανών εθνικιστών παρά η προσπάθεια να εφαρμοστεί η ειρηνευτική συμφωνία του Μινσκ. Το Κρεμλίνο θα μπορούσε να είχε υπολογίσει όλα αυτά ως επιπλέον παράγοντα κινδύνου.

Η Μόσχα τώρα έχει  κίνητρο για να τιμωρήσει τον Ζελένσκι, παρόμοιο με εκείνο που είχε το 2008 με τον Σαακασβίλι. Ο Ζελένσκι ήρθε στην εξουσία ως επικεφαλής του κόμματος της ειρήνης, αλλά έχοντας αποτύχει να φέρει ειρήνη και με τη δημοτικότητά του σε κάμψη, έχει παρουσιάσει ένα δραματικό αντί-ρωσικό πρόσωπο. Μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, μεταμορφώθηκε από μια κεντρώα, ισορροπημένη προσωπικότητα, σε έναν τυπικό πολιτικό της Ανατολικής Ευρώπης, που προσπαθεί να πουλήσει μια αντί-ρωσική θέση στη Δύση. Με αλλά λόγια, κάνει αυτό ακριβώς που έκανε ο Σαακασβίλι για να ενοχλήσει τη Ρωσια το 2008. Η Μόσχα μπορεί εύκολα να μπει στον πειρασμό να του δείξει ότι μια τέτοια σειρά γεγονότων, για να μην αναφέρουμε την επίθεση των φίλων της Ρωσίας στην Ουκρανία (μέσω της πρόσφατης δρομολόγησης της αυτοκρατορίας των επιχειρήσεων και των μέσων ενημέρωσης του Βίκτορ Μεντβεντκούκ), επιφέρει κόστος το οποίο, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί ακόμη και να εκδηλωθεί ως απειλή πολέμου.

Η ίδια απειλή πολέμου έχει ταυτόχρονα στόχο να δείξει στη νέα αμερικανική κυβέρνηση ότι υπάρχει επίσης κάποιο τίμημα που θα πληρώσει για τις λεκτικές και οικονομικές επιθέσεις και την άνευ όρων υποστήριξη προς τη ρωσική αντιπολίτευση, κάτι που το Κρεμλίνο θεωρεί ξένη παρέμβαση.

Παρόλες τις ομοιότητες με το 2008, η κύρια διαφορά τώρα είναι πως είναι απίθανο ένας μεγάλης κλίμακας πόλεμος να αποτελεί μέρος του σχεδίου οποιασδήποτε πλευράς -αν και οι σοβαρές παραβιάσεις κατάπαυσης του πυρός έχουν πάντα το ρίσκο να εξελιχθούν σε έναν ολομέτωπο πόλεμο.

Το Κιέβο γνωρίζει ότι θα έχει και ηθική στήριξη για οχύρωση μέσω των κυρώσεων, ανεξάρτητα από το ποιος θα ανοίξει πρώτος πυρ. Αλλά οι ίδιες δηλώσεις στήριξης, καθιστούν σαφές ότι κανένας δεν θα πολεμήσει για την Ουκρανία, όπως και την προηγούμενη φορά, και ότι το να αντισταθεί στον ρωσικό στρατό από μόνη της, θα είναι πολύ δύσκολο.

Το Κρεμλίνο, από την πλευρά του, έχει στείλει μέχρι τώρα μόνο τα στρατεύματά του σε περιοχές της Ουκρανίας όπου θα μπορούσε να βασίζεται στην υποστήριξη του περισσότερου τοπικού πληθυσμού. Ο πόλεμος του 2014 έδειξε ότι δεν υπάρχει προφανής γραμμή οριοθέτησης για αυτήν την υποστήριξη στην ανατολική Ουκρανία.

Τέλος, η πρόσκληση του Μπάιντεν στον Πούτιν και η πρότασή του να συναντηθούν σε ουδέτερο έδαφος επιβεβαίωσαν ότι η ανεξέλεγκτη κλιμάκωση δεν αποτελεί μέρος των σχεδίων της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ούτε είναι φιλική συμφωνία με τον Πούτιν πίσω από κλειστές πόρτες. Ακόμα, μια σκληρή ρητορική – συμπεριλαμβανομένης της καταφατικής απάντησης του Μπάιντεν στο ερώτημα εάν ο Πούτιν είναι δολοφόνος – και μια γενική προληπτική κλιμάκωση ήταν απαραίτητη για τον Μπάιντεν να ξεκινήσει την αναπόφευκτη συνομιλία με τη Ρωσία σε διαφορετική βάση έναντι του Τραμπ. Πρέπει να θεωρηθεί ηγέτης που θα αντισταθεί στον Πούτιν και που δεν θα ακολουθήσει την πλάτη των συμμάχων του για να επιτύχει συμφωνία με τον Ρώσο ηγέτη.

Η συνάντηση του Μπάιντεν πριν από πολλά χρόνια με τον Αντρέι Γκρομίκο, γνωστότερος στη Δύση ως ο πιο σκληρός υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας (τον αποκαλούσαν  «ο κ. Nyet»)  αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής στη Ρωσία και όσο παράξενο και αν φαίνεται, μπορεί στην πραγματικότητα να διευκολύνει μια εξαιρετικά σκληρή συζήτηση και να βοηθήσει τους δύο σύγχρονους ηγέτες να ξεκινήσουν τις δουλειές τους. Σε τελική ανάλυση, ο Μπάιντεν δείχνει να είναι πολιτικός παλαιάς κοπής: το είδος που ήξερε πώς να διεξάγει proxy wars και να πολεμά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ ο ίδιος να παραμένει σε τακτικές συνομιλίες με τον εχθρό. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ αναγνωρίζει ότι η επικοινωνία με τη Μόσχα είναι αναπόφευκτη, ανεξάρτητα από το ποιος είναι σωστός, επειδή η Ρωσία έχει δείξει ξανά και ξανά ότι ξέρει πώς να υπερασπίζεται τον εαυτό της και στο σωστό και στο λάθος, και ότι έχει και  το ανθρώπινο δυναμικό αλλά και τους πόρους για να το κάνει.

 

*Alexander Baunov is a senior fellow at the Carnegie Moscow Center and editor in chief of Carnegie.ru.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024