Η επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας Δύσης και το όφελος του Πούτιν
Nigel Gould-Davies
International Institute for Strategic Studies (IISS)
Ήταν ένας εύθραυστος και ταραχώδης μήνας για τις Ρώσο-δυτικές σχέσεις. Ενώ οι άμεσες εντάσεις έχουν μειωθεί, οι πρόσφατες εξελίξεις προσφέρουν διδάγματα που αντανακλούν, και θα επηρεάσουν, μια επιδεινούμενη σχέση.
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα αμφισβητούμενων ζητημάτων. Πρώτον, η μεγαλύτερη συγκέντρωση στρατού της Ρωσίας από το 2014, ανέδειξε την ικανότητα της να κινητοποιεί σημαντική δύναμη στα σύνορα της Ευρώπης. Αυτό προκάλεσε βαθιά ανησυχία, και πυρετό διπλωματικών ενεργειών, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, οι αποκαλύψεις ότι Ρώσοι αξιωματούχοι της υπηρεσίας πληροφοριών ήταν υπεύθυνοι για μια θανατηφόρα έκρηξη σε μια τσεχική αποθήκη όπλων το 2014, επέστησαν εκ νέου την προσοχή στη ρωσική κατασκοπεία. Το γεγονός ότι δύο από τους πράκτορες διεξήγαν αργότερα την επίθεση το 2018 με το αέριο Salisbury, ενίσχυσε τις ανησυχίες. Ως απάντηση, αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ απέλασαν μέλη της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Τρίτον, η κατάσταση με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Ρωσία έγινε πιο ζοφερή. Ο φυλακισμένος ηγέτης της αντιπολίτευσης Alexei Navalny, του οποίου την τύχη έχουν θέσει οι δυτικοί ηγέτες στον πρόεδρο Vladimir Putin, προχώρησε σε απεργία πείνας. Έληξε πριν από λίγες ημέρες, και ενώ βρισκόταν λίγο πριν το θάνατο. Οι αρχές έχουν διαλύσει το Ίδρυμα κατά της Διαφθοράς που δημιούργησε την περασμένη δεκαετία, χαρακτηρίζοντας την ως “εξτρεμιστική οργάνωση”.
Τέταρτον, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, η FSB, ισχυρίστηκε ότι έχει αποτρέψει μια δυτική απόπειρα κατά της ζωής του Λευκορώσου προέδρου Alexander Lukashenko (αν και περιέργως, αυτή η “πολύχρωμη επανάσταση υποτίθεται ότι σχεδιάστηκε από ανώνυμους “στρατηγούς, ομοϊδεάτες της αντιπολίτευσης”.
Οι σχέσεις διέρχονται την πιο τεταμένη και χωρίς εμπιστοσύνη σχέση για τις δύο χώρες, των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ έχουν ανακαλέσει τους αντίστοιχους πρεσβευτές τους -οι ΗΠΑ μετά από ισχυρές ρωσικές πιέσεις να το κάνει. Ο πρόεδρος Joe Biden κάλεσε τον Ρώσο ομόλογο του σε μια διμερή σύνοδο. Ο Putin επίσης συμμετείχε στη Σύνοδο κορυφής του Biden για την κλιματική αλλαγή στις 22 Απριλίου, σε μια περίοδο όπου είχαν κορυφωθεί οι ανησυχίες για τη συγκέντρωση στρατού από πλευράς Ρωσίας.
Ανεπιθύμητη επίδειξη της ενότητας της Δύσης
Τρία διδάγματα μπορούν να αντληθούν από αυτή την περίοδο των τεταμένων σχέσεων. Πρώτον, ο Putin έχασε περισσότερα από όσα κέρδισε με την συγκέντρωση στρατού. Αν και η Ρωσία έχει εξασκηθεί στην κινητοποίηση μονάδων, και θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμη περαιτέρω τη θέση της διατηρώντας τον εξοπλισμό στο σημείο, υπέστη διπλωματική ήττα. Συνολικά, η Δύση έχει απαντήσει σε αυτό το τεστ της αποφασιστικότητας της, επιδεικνύοντας δυναμική αντί διαίρεση και αδυναμία. Αυτή η σχεδόν κρίση είναι εμπειρία για την κυβέρνηση Biden. Ενώ λίγοι περίμεναν μια καλύτερη σχέση με τη Ρωσία, ενδεχόμενη πιθανότητα για την επιδίωξη της φαίνεται πιο αδύναμη από ποτέ. Και αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η συγκέντρωση στρατού της Ρωσίας εξέθεσε την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται η Ουκρανία (παρά την προκλητική στάση του Volodomyr Zelensky), η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι οι ΗΠΑ είναι ευαισθητοποιημένες στις απειλές και θα δράσουν αντιστοίχως.
Η Ευρώπη επίσης ενίσχυσε την αποφασιστικότητα της παρά την εκστρατεία της ρωσικής πίεσης. Μετά από ένα αρχικό κοινό ανακοινωθέν από την Angela Merkel και τον Emmanuel Macron με το οποίο καλούσαν την Ουκρανία και τη Ρωσία σε αποκλιμάκωση, στα προσωπικά τους μηνύματα ήταν πιο αυστηροί. Συγκεκριμένα, στις 8 Απριλίου η Merkel μίλησε στον Putin και του ζήτησε να αποσύρει τα ρωσικά στρατεύματα. Στην πιο δυναμική ομιλία που έχει κάνει ποτέ για τη Ρωσία ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ, στις 28 Απριλίου ο Josep Borrell καταδίκασε μια σειρά από ρωσικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της πρόκλησης της εναντίον της Ουκρανίας. Η Ρωσία “επέλεξε να εμβαθύνει σκοπίμως την αντιπαράθεση” και “φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να ενεργήσει ως αντίπαλος”. Η ΕΕ “πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μια μακρά και δύσκολη περίοδο στις σχέσεις μας”. Εκτός από μια σύντομη αναφορά στην κλιματική αλλαγή, δεν υπήρξε καμία αναφορά σε συνεργασία, πόσο μάλλον σε συμβιβασμό.
Οι ρωσικές ενέργειες επίσης έβλαψαν την εύθραυστη σχέση της με την Τουρκία. Στις 10 Απριλίου, ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan επιβεβαίωσε τη στήριξη της χώρας του στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Zelensky. Αμέσως μετά, η Ρωσία ανέστειλε τα περισσότερα αεροπορικά ταξίδια προς την Τουρκία, πλήττοντας με αυτόν τον τρόπο την οικονομία της με τη μείωση των τουριστικών εσόδων. Τελευταία φορά το έκανε αυτό το 2015, όταν η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό αεροσκάφος.
Το δεύτερο “μάθημα” είναι ο υπό εξέλιξη ανταγωνισμός μεταξύ του τοπικού ρωσικού στρατού και της οικονομικής υπεροχής των ΗΠΑ παγκοσμίως. Στις 15 Απριλίου, οι ΗΠΑ επέβαλαν νέες κυρώσεις σε Ρώσους ιδιώτες, επιχειρήσεις και χρέος, ως απάντηση στον ρωσικό κυβερνοπόλεμο και στην εμπλοκή της Ρωσίας στις εκλογές του 2020. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν το ευρύτερο μήνυμα που σηματοδότησε μια πιο πειθαρχημένη και στρατηγική προσέγγιση στο χρηματοπιστωτικό καθεστώς, έναν τομέα με μεγάλο πλεονέκτημα των ΗΠΑ. Κηρύσσοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως απάντηση “στην ασυνήθιστη έκτακτη απειλή” που έθεσε η Ρωσία, η κυβέρνηση Biden ουσιαστικά γνωστοποίησε ότι τώρα δεν θα τιμωρούσε απλώς προηγούμενες ενέργειες, αλλά σκόπευε να αποτρέψει νέες στο μέλλον, με την αξιόπιστη απειλή των πιο αυστηρών μέτρων.
Τρίτον, ενώ οι δορυφορικές εικόνες και άλλες μορφές τεχνολογίας καθιστούν πιο εύκολη από ποτέ την παρακολούθηση της κίνησης στρατευμάτων (αν και η Ρωσία δεν προσπάθησε να το κρύψει), η αξιολόγηση της πρόθεσης παραμένει δύσκολη. Οι απόψεις είναι μοιρασμένες για το εάν η Ρωσία απειλεί ή σχεδιάζει να κλιμακώσει την παρέμβασή της στην Ουκρανία. Αλλά αυτό είναι μια λανθασμένη διάκριση. Μια μεγάλη (όχι συμβολικά) δύναμη που επιδεικνύει ισχύ, μπορεί επίσης να τη χρησιμοποιήσει. Η ανάπτυξη δυνάμεων μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς πιθανούς σκοπούς ταυτόχρονα, με τις επιλογές μεταξύ τους να αλλάζουν, αναλόγως τις πολιτικές ευκαιρίες και τις περιστάσεις.
Υπάρχουν κάποιοι υπαινιγμοί ότι η Ρωσία ίσως έχει κρατήσει ανοιχτή την πιθανότητα κλιμάκωσης μέχρι το τελευταίο στάδιο της συγκέντρωσης δυνάμεων. Η ετήσια ομιλία του Putin στη Βουλή στις 21 Απριλίου, χαρακτηρίστηκε ως εξαιρετικά σημαντική. Δύο ημέρες προτού τη δώσει, ο Putin συγκάλεσε συνάντηση για να συζητήσει το περιεχόμενο της. Μια τέτοια συνεδρίαση έχει συμβεί μόνο μια φορά πιο πριν -το 2020, προτού ο Putin ανακοινώσει μεγάλες θεσμικές αλλαγές και μια νέα κυβέρνηση. Τρεις ημέρες πριν από αυτό, στις 16 Απριλίου, μια συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας συζήτησε στρατιωτικά ζητήματα, με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Valery Gerasimov να δίνει το βασικό report- για πρώτη φορά από τον Δεκέμβριο του 2020. Πριν από την ομιλία του Putin, η πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, Valentina Matviyenko συγκάλεσε μια έκτακτη συνεδρίαση της συνέλευσης, για να συζητήσει την “άμεση ενεργοποίησή της”. Από τη στιγμή που οι ειδικές εξουσίες του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας περιλαμβάνουν έγκριση αλλαγών στα σύνορα, αυτό προκάλεσε σπέκουλα ότι ο Putin στρώνει το έδαφος για μια δραματική κίνηση στην Ουκρανία. Στο τέλος, ο Putin μίλησε πολύ για την εγχώρια, όχι την εξωτερική, πολιτική. Αλλά έδωσε μια προειδοποίηση ότι η απάντηση της Ρωσίας σε όποιον περάσει τις κόκκινες γραμμές της, θα είναι “ασύμμετρη, ταχεία και σκληρή”.
Μόνο ο Putin ξέρει τις προθέσεις του. Αλλά τα στοιχεία και οι αντιφατικές εξηγήσεις της Ρωσίας για τη συγκέντρωση στρατού, υποδηλώνουν ότι η Ρωσία μπορεί να έχει θέσει το έδαφος για μια πιθανή κλιμάκωση, αλλά περιόρισε τις φιλοδοξίες της. Υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος εξέφρασε την ικανοποίηση του για τον αντίκτυπο της στρατηγικής των κυρώσεων στο αποτέλεσμα. Αυτές οι τεταμένες και γεμάτες γεγονότα πρόσφατες εβδομάδες, αφήνουν τις Ρώσο-δυτικές σχέσεις πιο εχθρικές, τις διατλαντικές απόψεις πιο ευθυγραμμισμένες και την οικονομική δύναμη της Αμερικής πιο οξεία και ορατή. Κανένα από αυτά δεν θα αρέσει στον Putin.