25/04/2024

Το μεγάλο παζάρι Ιράν-Σαουδικής Αραβίας στη Μέση Ανατολή

Του Κώστα Ράπτη

Οι προσπάθειες (ιδιαίτερα επίμονες από τουρκικής πλευράς, αλλά πενιχρές προς το παρόν σε αποτελέσματα) για μια συμφιλίωση της Τουρκίας με την Αίγυπτο, συγκεντρώνουν, όπως είναι λογικό, το ελληνικό ενδιαφέρον. Όμως δεν είναι η μόνη, ούτε καν η πιο σημαντική, απόπειρα αυτού του είδους στην περιοχή, όπου μοιάζει να έχει δρομολογηθεί το μεγάλο παζάρι των πάντων με τους πάντες.

Η επίσημη επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η Σαουδική Αραβία και το Ιράν έχουν πραγματοποιήσει “περισσότερες της μιας επαφές”, με ζητούμενο την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο μεγάλων “πόλων” του περιφερειακού παιχνιδιού, αποδεικνύει τις μεγάλες ανακατατάξεις που κυοφορούνται.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα των New York Times και των Financial Times, οι ιρανο-σαουδαραβικές συνομιλίες φιλοξενούνται στη Βαγδάτη και εμπλέκουν τον Χάλιντ αλ-Χουμάινταν, επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών και ασφαλείας του Ριάντ και τον Σαέντ Ιραβανί, αναπληρωτή γ.γ. του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Ιράν. Μέχρι στιγμής οι δύο αντιπροσωπείες φέρεται να συναντήθηκαν μία φορά στις αρχές Απριλίου και δεύτερη φορά την περασμένη Τρίτη. Εξ ού και η επιβεβαίωση των επαφών προήλθε από τον πρόεδρο του Ιράκ, Μπαχράμ Σάλιχ, ο οποίος, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, έκανε λόγο για “σημαντικές” συνομιλίες, υπονοώντας ότι επικρατεί θετικό κλίμα.

Υπενθυμίζεται ότι Ιράν και Σαουδική Αραβία έχουν διακόψει κάθε σχέση από το 2016, μετά την επίθεση στην σαουδαραβική πρεσβεία στην Τεχεράνη.

Το Ιράκ έχει κάθε λόγο να διευκολύνει ως μεσολαβητής την επαναπροσέγγιση των δύο ισχυρών γειτόνων του, ώστε να μην μετατραπεί το ίδιο σε πεδίο εύκολης “εξαγωγής” της αντιπαράθεσής τους, με κίνδυνο αναζωπύρωσης των εμφύλιων εντάσεων ανάμεσα στο σιιτικό και το σουνιτικό στοιχείο της χώρας. Το είδος των δεσμών που έχει η ιρακινή κοινωνία, οικονομία και πολιτική σκηνή και με τις δύο πλευρές απλώς απαγορεύει την επιλογή “στρατοπέδου” σε μια ψυχροπολεμική αντιπαράθεση που θα βαθαίνει.

Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία έχουν ιστορικά ανταγωνιστική σχέση, για λόγους αντικειμενικούς, που έχουν να κάνουν με τις εθνικές και θρησκευτικές τους διαφορές, τον έλεγχο των αντικρινών ακτών του Περσικού Κόλπου και τον διαγκωνισμό τους στην πετρελαϊκή αγορά. Όμως για την απόλυτη μοναρχία των Σαούντ ο μεγάλος συναγερμός σήμανε πρώτα με την Ιρανική Επανάσταση του 1979 και κατόπιν με την Αραβική Άνοιξη του 2011. Η εμφάνιση μιας ανατρεπτικής μορφής πολιτικού Ισλάμ (και μάλιστα σιιτικού), συνδυασμένου με αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και πρόθυμου να υπήρξε καταλυτική για τη σκλήρυνση της φυσιογνωμίας του βασιλείου και την επένδυσή του στην εξαγωγή (ένοπλου) σαλαφιστικού ισλαμισμού διεθνώς. Η δε Αραβική Άνοιξη όχι μόνο ανέτρεψε ή απείλησε να ανατρέψει δορυφορικά του Ριάντ καθεστώτα, όπως στην Υεμένη και το Μπαχρέιν αντιστοίχως, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο σιιτικών πληθυσμών, αλλά μετέφερε την “απειλή” και στο εσωτερικό του σουνιτικού κόσμου, υπό την μορφή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία υπό την ανοχή της Ουάσιγκτον προς στιγμήν επικράτησε και στην “καρδιά” του αραβικού κόσμου, ήτοι την Αίγυπτο.

Για την διαφύλαξη της περιφερειακής ηγεμονίας και της εσωτερικής σταθερότητας του βασιλείου των Σαούντ, η απάντηση υπήρξε η εισβολή στο Μπαχρέιν, η υιοθέτηση της απόπειρας “ανατροπής καθεστώτος” στη Συρία, η χρηματοδότηση της ανατροπής του Μοχάμαντ Μόρσι στην Αίγυπτο, η σκληρή καταστολή της σιιτικής μειονότητας στο πετρελαιοπαραγωγό ανατολικό τμήμα της ίδιας της Σαουδικής Αραβίας, η ανοχή (αν μη τι άλλο) προς την ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ, η εντατικοποίηση της υπόγειας συνεργασίας με το Ισραήλ, η κήρυξη πολέμου στην Υεμένη (ο αποκλεισμός της οποίας προκάλεσε μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή), και η σταδιακή ρήξη με το φιλόδοξο και υποστηρικτικό προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα δίδυμο Τουρκίας-Κατάρ, παράλληλα βεβαίως προς την κλιμάκωση της αντι-ιρανικής ρητορικής σε κάθε επίπεδο.

Στο κλείσιμο αυτής της περιπετειώδους δεκαετίας, ο απολογισμός για το Ριάντ είναι στα περισσότερα από αυτά τα μέτωπα απογοητευτικός. Η αντοχή του Άσαντ, η ενίσχυση όλων των μη κρατικών περιφερειακών συμμάχων του Ιράν (από τη Χεζμπολλάχ του Λιβάνου, μέχρι τις σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ και τους Χούθι της Υεμένης), τα πλήγματα ιδίως που επέφεραν οι τελευταίοι εντός του σαουδαραβικού εδάφους, οι επιδείξεις δύναμης της Τεχεράνης στον Περσικό Κόλπο, το μαρτυρούν χαρακτηριστικά. Επιπλέον, τα μεγαλύτερα προβλήματα άρχισαν να προκύπρουν εξ οικείων, όπως δείχνει η ήττα του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος λειτουργούσε ως “ασπίδα” για τον ισχυρό άνδρα της Σαουδικής Αραβίας, τον διάδοχο Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν, η διακηρυγμένη πρόθεση του Τζο Μπάιντεν να αποκαταστήσει τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η ολοένα και μικρότερη συνοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας του Κόλπου – με το Κουβέιτ και το Ομάν παγίως να ευνοούν την εκτόνωση των εντάσεων με το Ιράν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να αυτονομούνται στις φιλοδοξίες τους, εγκαταλείποντας την κοινή πολεμική προσπάθεια στην Υεμένη, αφότου εξαφάλισαν τον έλεγχο της νότιας ακτής της, και να προχωρούν σε μια ανοικτή ευθυγράμμιση με το Ισραήλ, την οποία το Ριάντ δυσκολεύεται να ακολουθήσει όσο μένει αναπάντητη η δική του ειρηνευτική πρόταση του 2002.

Υπ’ αυτή την έννοια, ο Σαουδάραβας διάδοχος έχει αρκετούς λόγους να δοκιμάσει να ρίξει γέφυρες προς τους Ιρανούς παραδοσιακούς αντιπάλους, πόσω μάλλον που οι ανησυχίες ασφαλείας στον Περσικό Κόλπο και οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας επηρεάζουν και την πετρελαϊκή αγορά, σε μία φάση που ο ίδιος, αντιμέτωπος με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, επείγεται να υλοποιήσει το “Όραμα 2030” για τον εκσυγχρονισμό και τη διαφοροποίηση της σαουδαραβικής οικονομίας.

Το Ιράν, από την πλευρά του, που συνιστά μια δελεαστική αγορά 80 εκατομμυρίων ανθρώπων και ήδη λόγω των κυρώσεων στηρίζει το 20% των εξαγωγών του στον μη πετρελαϊκό κλάδο, δεν έχει λόγους να μην ανταποκριθεί. Κυρίως, όμως, δεν έχει λόγω να μην κατοχυρώσει τα πρόσφατα κέρδη του στην σκακιέρα της περιοχής, με μια συμφωνία που θα επιτρέπει την απευθείας περιφερειακή συνεννόηση, δίχως την παρεμβολή τρίτων. Υπενθυμίζεται ότι η Τεχεράνη έχει διακηρύξει πως η κατάλληλη “εκδίκηση” για την δολοφονία το 2020 στη Βαγδάτη του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί (σε φάση μάλιστα που ο ίδιος επιχειρούσε να λειτουργήσει ως κομιστής μηνυμάτων συνδιαλλαγής προς τη σαουδαραβική πλευρά) θα είναι ο αγώνας για την πλήρη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή, ενώ αντίστοιχο ψήφισμα έχει υιοθετήσει και το ιρακινό κοινοβούλιο. Ο δε απερχόμενος Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί έχει σε παραπλήσιο πνεύμα παρουσιάσει στον ΟΗΕ την πρόταση για σύμπηξη μιας “συμμαχίας της ελπίδας” μεταξύ των χωρών της Μέσης Ανατολής.

Το αν όλα αυτά έχουν την παραμικρή ελπίδα να προχωρήσουν θα κριθεί κατεξοχήν στην Υεμένη και στο κατά πόσον η σαουδαραβική επιδίωξη για επίτευξη μιας συμφωνίας “διαμοιρασμού της εξουσίας” θα πείσει τους φίλους της Τεχεράνης αντάρτες Χούθι και τον υεμενικό στρατό που συντάσσεται μαζί τους.  

πηγή: Capital.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail

Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024