29/03/2024

Παλαιστινιακό: ένα πρόβλημα που ούτε οι ΗΠΑ ούτε η ΕΕ μπορούν εύκολα να προσπεράσουν

Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης 

Μέχρι την πρόσφατη αντιπαράθεση στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και το ζήτημα των εξώσεων σε βάρος Παλαιστινίων κατοίκων, τις επιθέσεις της Χαμάς και τους σφοδρούς βομβαρδισμούς του Ισραήλ στη Γάζα, θα έλεγε κανείς ότι η διεθνής κοινότητα απλώς δεν ασχολείτο με το Παλαιστινιακό. Ήταν ως ένα να το αντιμετώπιζε ως ένα θέμα «παγωμένο» και όχι ως μια από τις πιο ενεργές και διαρκείς γεωπολιτικές κρίσεις παγκοσμίως.

Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι σε μεγάλο βαθμό οι διάφορες εξελίξεις στην περιοχή αντιμετωπίζονταν ως εάν να μην υπάρχει και αυτό το θέμα προς επίλυση. Ενδεικτική για παράδειγμα η αντιμετώπιση της «εξομάλυνσης» των σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τις Μοναρχίες του Κόλπου, ή η προσέγγιση των ζητημάτων που αφορούν τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι ενδεικτικοί και οι σχετικά χαμηλοί τόνοι με τους οποίους αντιμετωπίστηκαν οι εξαγγελίες Νετανιάχου για προσάρτηση μεγάλου μέρους της Κατεχόμενης Δυτικής Όχθης στο Ισραήλ.

Γιατί δεν ήταν «ψηλά στην ατζέντα» το Παλαιστινιακό;

Αυτό είχε να κάνει με διάφορες παραμέτρους. Οι ΗΠΑ, ιδίως στην περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, κατεξοχήν επιδόθηκαν στην διαμόρφωση ενός αντι-ιρανικού άξονα και σε αυτή την κατεύθυνση κυρίως επένδυσαν πολιτικά στην επαναπροσέγγιση ανάμεσα στο Ισραήλ και τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου, αφήνοντας στην άκρη το Παλαιστινιακό. Άλλωστε, ο ίδιος ο Τραμπ έκανε δύο κρίσιμες παραχωρήσεις προς το Ισραήλ, που προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν αποφύγει: αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και υποστήριξε ότι οι ισραηλινοί εποικισμοί ήταν σύννομοι ως προς το διεθνές δίκαιο. Γι’ αυτό τον λόγο και το σχέδιό του για την ειρήνη στην περιοχή στηριζόταν στην παραχώρηση ενός είδους αυτοκυβέρνησης στους Παλαιστινίους στους Παλαιστινίους, σε μια συρρικνωμένη έκταση και υπό ασφυκτική ισραηλινή επιτήρηση, στην πραγματικότητα μια συνθήκη δυσμενέστερη από αυτή στην οποία κατέτειναν οι συμφωνίες του Όσλο.

Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και καιρό είχε μια μετατόπιση που ολοένα και περισσότερο έτεινε στο να υποβαθμίζει τη σημασία του Παλαιστινιακού και να κατατείνει στην αντίληψη ότι το Ισραήλ αποτελεί τον βασικό προμαχώνα απέναντι στον «ισλαμικό φονταμενταλισμό», κίνηση που συνδυάστηκε και με την αδυναμία ούτως ή άλλως της Ευρώπης να έχει μείζονα ρόλο στις πρόσφατες κρίσεις στην περιοχή, όπως φάνηκε π.χ. στη Συρία.

Οι αραβικές κυβερνήσεις είχαν επίσης άλλες προτεραιότητες τα προηγούμενα χρόνια: τον απόηχο της «Αραβικής Άνοιξης», του εμφυλίου πολέμους στη Συρία αλλά και στη Λιβύη, συγκρούσει όπως αυτή στην Υεμένη, την ανερχόμενη ισχύ του Ιράν και του «άξονα της Αντίστασης», την αντιπαράθεση ανάμεσα στο ρεύμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και άλλες παραλλαγές συντηρητικού Ισλάμ.

Επιπλέον, η διαίρεση στο Παλαιστινιακό κίνημα και η απουσία μιας συνεκτική ηγεσίας που να μπορεί να έχει ένα ευρύτερο κύρος (αντίστοιχο π.χ. με αυτό που έχει ο Νασράλα της Χεζμπολάχ), συνέβαλε και αυτή στη διάχυτη αίσθηση ότι το Παλαιστινιακό δεν είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας.

Ο Μπάιντεν αντιμέτωπος και με τμήμα της βάσης του Δημοκρατικού Κόμματος

Η συμπόρευση των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ισραήλ είναι μία από τις πιο σταθερές παραμέτρους της διεθνούς σκηνής. Και μία από τις βασικές έγνοιες των κυβερνήσεων του Ισραήλ να τη συντηρούν, μια που αυτό εκτός των άλλων σημαίνει και γενναία ετήσια στρατιωτική βοήθεια.

Η περίοδος Τραμπ έκανε αυτή τη σχέση ακόμη πιο στενή και λόγω της ειδικής εμμονής που είχε η συγκεκριμένη κυβέρνηση στη διαμόρφωση ενός αντι-ιρανικού άξονα, αλλά και εξαιτίας της ολοένα και πιο στενής στράτευσης των Ρεπουμπλικάνων υπέρ του Ισραήλ. Άλλωστε, εδώ και χρόνια έχει παρατηρηθεί ότι η «χριστιανική δεξιά» στις ΗΠΑ, παρότι ιστορικά ξενόφοβη, ρατσιστική, και ως ένα βαθμό αντισημιτική, έχει μετατοπιστεί σε μια στάση ένθερμης υποστήριξης του κράτους του Ισραήλ.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και μετατοπίσεις ή τριγμοί σε αυτή τη σχέση. Αυτό, μάλιστα, φάνηκε και στον σχετικά ψύχραιμο τόνο των αμερικανικών ΜΜΕ που έχουν υπογραμμίσει και την ευθύνη της ισραηλινής πλευράς στην τρέχουσα αντιπαράθεση. Ούτε είναι τυχαίο ότι παρότι η κυβέρνηση Μπάιντεν υποστήριξε ρητά το δικαίωμα του Ισραήλ στην «αυτοάμυνα» και μπλόκαρε οποιοδήποτε ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εντούτοις έχει αποφύγει την θερμή υποστήριξη και φαίνεται ότι εξετάσει και το ενδεχόμενο να ζητήσει άμεση κατάπαυση του πυρός. 

Επιπλέον, υπάρχουν μετατοπίσεις και σε τμήματα της αμερικανικής κοινής γνώμης και μάλιστα αυτά από τα οποία αντλεί υποστήριξη και το δημοκρατικό κόμμα. Δεν είναι απλώς ότι υπάρχουν βουλευτές του κόμματος που τοποθετούνται υπέρ των Παλαιστινίων ή γερουσιαστές όπως ο Μπέρνι Σάντερς που μίλησαν για την ανάγκη άμεσης κατάπαυσης του πυρός. Είναι και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ένα μέρος της Εβραϊκής Διασποράς στις ΗΠΑ – που ιστορικά στήριξε ιδιαίτερα το κράτος του Ισραήλ – είναι πιο επικριτικό απέναντι στις πολιτικές των κυβερνήσεων στο Ισραήλ, διεκδικώντας μια εβραϊκή ταυτότητα που να μην ταυτίζεται με όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη.

Και βέβαια όλα αυτά έχουν να κάνουν και με πολιτικές προτεραιότητες. Παρότι ούτε η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ψηλά το Παλαιστινιακό, ούτε είχε εξαγγείλει μεγάλες πρωτοβουλίες, εντούτοις από την άλλη δεν θα ήθελε η ανάφλεξη σε αυτό να υπονομεύσει άλλα βήματα εξομάλυνσης που επιδιώκει σε σχέση με τον ευρύτερο αραβικό και ισλαμικό κόσμο και κυρίως την προσπάθεια να υπάρξει ξανά συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Σε αυτό το φόντο είναι παραπάνω από εμφανής η δυσαρέσκεια για τη διαφαινόμενη τάση ιδίως του Μπενιαμίν Νετανιάχου να αξιοποιήσει την τρέχουσα κλιμάκωση της σύγκρουσης για ίδιον πολιτικό όφελος, τόσο σε σχέση με την προοπτική να παραμείνει πρωθυπουργός όσο και σε σχέση με τις δικαστικές περιπέτειες που έχει μπροστά του.

Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν γιατί σε αυτή τη φάση φαίνεται ως εάν ο Τζο Μπάιντεν να δέχεται μια πραγματική πίεση να παρέμβει ώστε να υπάρξει γρήγορη αποκλιμάκωση της πολεμικής σύγκρουσης.

Η μεγαλύτερη μετατόπιση της ΕΕ προς το Ισραήλ

Μέχρι στιγμής ο πολιτικός τόνος που έρχεται από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δείχνει να είναι πιο κοντά σε μια λογική αλληλεγγύης προς το Ισραήλ. Αυτό φαίνεται στην υιοθέτηση μιας ρητορικής που διακρίνει ανάμεσα στην «τρομοκρατία» της Χαμάς και τη «νόμιμη άμυνα» του Ισραήλ αλλά και σε ανοιχτές δηλώσεις υποστήριξης, ιδίως από τη μεριά της Άνγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν. Εν μέρει αυτό απηχεί την ιδιαίτερη απήχηση που έχει στην Ευρώπη μια λογική συμμαχίας των δυνάμεων που αντιστέκονται στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, εν μέρει το γεγονός ότι ούτως ή άλλως η ΕΕ δεν είναι αυτή τη στιγμή σε μια φάση ανάληψης πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση μεγάλων κρίσεων. Δεν είναι τυχαίο, ότι στη δημόσια σφαίρα επανέρχεται το ερώτημα του εάν και σε ποιο βαθμό η πολεμική στο Ισραήλ αποτελεί μορφή αντισημιτισμού. Ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα και το γεγονός ότι πολιτικά ρεύματα που έχουν αντισημιτικό παρελθόν ή ακόμη και παρόν έχουν ιδιαιτέρως φιλοϊσραηλινή τοποθέτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ουγγρική κυβέρνηση που ταυτόχρονα έχει στοχοποιήσει τον Τζορτζ Σόρος με σαφώς αντισημιτικό τόνο και είναι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Ισραήλ. 

Μια πληγή που δεν κλείνει εύκολα

Την ίδια στιγμή η τρέχουσα ανάφλεξη, με τους εκτεταμένους βομβαρδισμούς στη Γάζα, τη σημαντική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν που εκπροσωπούν οι διαμαρτυρίες και των Παλαιστινίων που είναι κάτοικοι και πολίτες του Ισραήλ (και που αποτελούν πάνω από το 20% του πληθυσμού), αλλά και ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυριών σε όλο τον κόσμο, δείχνουν ότι το Παλαιστινιακό παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα. Ανεξάρτητα από τη στάση των κυβερνήσεων, παραμένει ιδιαίτερα ψηλά και στην ευρύτερη αραβική και μουσουλμανική κοινή γνώμη, αλλά συναντά υποστήριξη και αλληλεγγύη και στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική.

Και βέβαια παραμένει, καθεαυτό ένα υπαρκτό πρόβλημα. Και πώς να μην είναι όταν την ώρα που σαφώς υπάρχει ένα διαμορφωμένο παλαιστινιακό έθνος, αυτό εξακολουθεί να μην μπορεί να αποκτήσει κρατική οντότητα, από τη στιγμή που η ισραηλινή πολιτική επικαλούμενη ταυτόχρονα ζητήματα ασφάλειας αλλά και ιστορικά δικαιώματα, αλλά και επιμένοντας στην πρακτική του εποικισμού, σε μεγάλο βαθμό αποσκοπεί στο να υπονομεύσει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα να διαμορφωθεί μια τέτοια κρατική οντότητα, διατηρώντας έναν μεγάλο πληθυσμό και στην Δυτική Όχθη και στη Γάζα σε μια σαφώς δυσμενή υποτελή θέση και αρνούμενο κάθε δυνατότητα επιστροφής στους πρόσφυγες (και του 1948 και του 1967).

 

πηγή: in.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024