19/04/2024

Τι με δίδαξε η υπηρεσία μου στις Ένοπλες Δυνάμεις;

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*

 

Οι άνθρωποι όταν αντιμετωπίζουν δύσκολες αποφάσεις πρέπει να τις απομονώνουν από τον  καθορισμό των ανησυχιών τους. Θα πρέπει να λάβουν αναγκαίες προφυλάξεις για να αποφύγουν την παραπλάνηση με κατάλληλες αναλογίες των προφυλάξεων από τη παραπλάνηση. Στη συνέχεια, στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να προσπαθήσουν να δουν τις ανησυχίες τους σε ιστορικό πλαίσιο, απαντώντας στο ερώτημα: ποιες είναι οι σημαντικές τάσεις που σχετίζονται και ποιες ιδιαιτερότητες στο παρελθόν του ζητήματος;  Ποια είναι η ιστορία;

Ο Θουκυδίδης ήλπιζε ότι η τεράστια αφήγησή του θα ήταν «παντοτινή γνώση» (Κτήμα ες αεί) Όπως ισχυρίστηκε στο πρώτο και μοναδικό βιβλίο του. «Θα είναι αρκετό για μένα εάν αυτά τα λόγια κριθούν χρήσιμα από εκείνους που θέλουν να κατανοήσουν καθαρά τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν και τα οποία θα επαναληφθούν στο μέλλον».

Η ανθρώπινη φύση δεν έχει αλλάξει και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης, αν και δεν επαναλαμβάνονται ακριβώς στο σήμερα, έχουν σίγουρα ρυθμίσει τις σχέσεις των κρατών ξανά και ξανά. Η συνεχής αλληλεπίδραση του φόβου, της τιμής και του ενδιαφέροντος για την ανθρώπινη σύγκρουση έχει αναδυθεί στην επιφάνεια ξανά και ξανά. Παραφράζοντας το Θουκυδίδη μπορούμε να πούμε ότι ο πόλεμος είναι «ο δάσκαλος της αγριότητας» που προσφέρει την προσεκτικά επεξεργασμένη ιστορία του για να μειώσει το αίμα με τη μάθηση.  Αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το ρόλο της στρατηγικής αξιολόγησης, τη σημασία της εσωτερικής πολιτικής σε σύγκρουση, τις πολυπλοκότητες των συμμαχιών και της διπλωματίας και την αλληλεπίδραση του χερσαίου και θαλάσσιου πολέμου. Γι’ αυτό το λόγο, ο Θουκυδίδης θεωρείται ο κορυφαίος των ιστορικών και το έργο του είναι η απαραίτητη γνώση για όλους τους σχεδιαστές στρατηγικής και κυρίως για τους πολιτικούς που θα διαπραγματευτούν τις αξιώσεις των αντιπάλων μας.

Η συσχετισμένη αρχή ότι η ιστορία πρέπει πάντα να επιστρέφει στην αρχή της υπόθεσης ώστε να μειώσει την πιθανότητα της αφήγησης να παραμορφωθεί. Και τέλος η υπενθύμιση ότι για κάθε τι να ρωτάμε «πού», «ποιος», «πώς» και «γιατί» των προηγούμενων γεγονότων, καθώς και «πότε» και «τι». Αυτές οι προσεγγίσεις μπορούν να φωτίσουν τόσο τις παρούσες συνθήκες όσο και τις μελλοντικές προοπτικές.

Δύο μεγάλοι στοχαστές της στρατηγικής ο Mahan και ο Corbett, ενώ ο πρώτος χαρακτήρισε τη στρατηγική «ένα παιχνίδι της ικανότητάς μας να σκεφτόμαστε γρήγορα (άμεση εκτίμηση καταστάσεως) για να προσπαθήσουμε να νικήσουμε ο ένας τον άλλον», ο δεύτερος την χαρακτήρισε ως «επιλογή μικρότερου κινδύνου (διαχείριση κινδύνων)». Και για τους δύο, η στρατηγική περιελάβανε τη λήψη αποφάσεων. Ο Mahan πρόσθεσε το πεδίο διάκρισης της στρατηγικής από την τακτική: «Η τακτική ασχολείται με τις περιστάσεις που συναντά στο πεδίο και ουσιαστικά η μάχη είναι παροδική, ενώ η στρατηγική πρέπει να λάβει ευρύτερες απόψεις για πιο διαρκείς συνθήκες, να ρίξει μια ματιά σε όλο το ταμπλό, να ερευνήσει το ευρύτερο πεδίο. ” Έτσι, η στρατηγική αφορά τη «διεξαγωγή πολέμων». Η στρατηγική δεν μπορεί να περιγράψει τους τρόπους απλώς για τη μάχη, ωστόσο, ο στρατιωτικός σχεδιασμός πρέπει πάντα να προχωρά από τον εθνικό στόχο. Οι σχεδιαστές πρέπει πάντα να κοιτάζουν πέρα ​​από τον πόλεμο στο ζήτημα της επιβολής της ειρήνης, γιατί η ανικανότητα να το κάνουν αυτό εγείρει τη δυνατότητα να πολεμήσουμε έναν άλλο πόλεμο.

Ομοίως, ο Corbett έγραψε: «Το τέλος της στρατηγικής είναι η νίκη και όχι η πλήρης καταστροφή λίγο πολύ των δυνάμεων του εχθρού». Και για τους δύο, Mahan και Corbett, η επιτυχημένη στρατηγική ήταν ο δρόμος για την επίτευξη εθνικών στόχων. Ο Corbett ακολούθησε τον Clausewitz εξηγώντας ότι ο πολιτικός στόχος καθοδηγεί την πολεμική προσπάθεια. Η στρατηγική υποστηρίζει την πολιτική, ποτέ το αντίστροφο. Η αποτυχημένη στρατηγική, κατά την άποψη του Corbett, ήταν συχνά ένα σύμπτωμα ασυνεπούς ή μη εφικτής πολιτικής.

Ως εκ τούτου, ο επιδέξιος μαχητής βάζει τον εαυτό του σε μια θέση που καθιστά την ήττα αδύνατη και δεν χάνει τη στιγμή για να νικήσει τον εχθρό, αναφέρει ο Sun Tzu,  και συνεχίζει «Αν γνωρίζετε τον εχθρό και γνωρίζετε τον εαυτό σας, δεν χρειάζεται να φοβάστε το αποτέλεσμα εκατό μαχών. Αν γνωρίζετε τον εαυτό σας αλλά όχι τον εχθρό, για κάθε νίκη που κερδίζετε, θα υποστείτε επίσης μια ήττα. Αν δεν γνωρίζετε ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σας, θα υποκύψετε σε κάθε μάχη.»

Κανείς δεν ξεκινά έναν πόλεμο, ή μάλλον κανένας από παρόρμηση δεν πρέπει να το κάνει», έγραψε ο Clausewitz, «χωρίς πρώτα να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τι σκοπεύει να επιτύχει από αυτόν τον πόλεμο και πώς σκοπεύει να τον επιτύχει». Λάθος νούμερο ένα η εμπλοκή μας στο προδοτικό πραξικόπημα στην Κύπρο αλλά και η πομπώδης έξοδος του στόλου στα Ίμια. Αυτό οδήγησε στον κανόνα νούμερο δύο του Clausewitz.

Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να θέσουν τους στόχους ενός πολέμου, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις να τους επιτυγχάνουν. Τέλος, οι πολίτες πρέπει να υποστηρίξουν έναν πόλεμο. Εφόσον προμηθεύουν τους οικονομικούς πόρους και τα παιδιά τους, πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι η θυσία είναι δικαιολογημένη. Εξ’ άλλου, την απάντηση μας τη δίνει ο Διόδοτος στους λόγους του που μας αποκάλυψε ο Θουκυδίδης: «Ισχυρότερος είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τον εχθρό του με σωφροσύνη από εκείνον που ασυλλόγιστα του επιτίθεται βίαια».

Ας καταλάβουν επιτέλους όλοι αυτοί που αρέσκονται να κραυγάζουν με πολεμικές κραυγές ότι στη θάλασσα του Αιγαίου και της Μεσογείου η σύγκρουση είναι μια μάχη έξυπνων πολιτικών και πληροφοριών και όχι παρόρμησης και εγκληματικής λογικής. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης ως ιστορικοί όπως και οι Corbett  και ο Alfred Mahan, αλλά και οι Carl Von Clausewitz και ο Sir Julian Stafford Corbett, επέκριναν τους στοχαστές της στρατηγικής, οι οποίοι βασίζουν τις θεωρίες τους σε αρχέτυπες φρασεολογίες, σε ηρωικούς μύθους και συναισθηματικές ερμηνείες ιστοριών. Αντ’ αυτού, πίστευαν ότι μόνο η διαρκής μελέτη της ιστορικής εμπειρίας θα μπορούσε να αναπτύξει τη διαχρονική διορατικότητα ως βάση για την τρέχουσα και τη μελλοντική στρατηγική.

Σήμερα, θα είχαν δηλώσει με αγανάκτηση τη συναισθηματική προσέγγιση της εσωτερικής ασφάλειας από τις ένοπλες δυνάμεις. Η κατανόηση της μνήμης των υποστηρικτών της αποφυγής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας μπορεί να φαίνεται σαν μια εύλογη κραυγή, πως η αμφιλεγόμενη φιγούρα συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής κινδυνεύει να ανανεώσει τις παλιές αντιπαλότητες και επιχειρήματα. Αντί να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της άρνησης ας προσπαθήσουμε να σφυρηλατήσουμε το μέλλον, να οικοδομήσουμε την ασφάλεια  με στρατηγικό προσανατολισμό αφήνοντας στην άκρη τους συναισθηματισμούς. Η χρήση απειλής βίας είναι μια σημαντική απόφαση, και θα απαιτήσει θυσίες σε χρήμα και αίμα. Είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο; Ο Thomas Schelling, ένας βασικός θιασώτης του στρατηγικού ρεαλισμού, σχεδίασε έναν οδηγό διαπραγμάτευσης στον οποίο εστιάζει στην αξιοπιστία της απειλής. Κεντρικό επιχείρημα του Αμερικανού νομπελίστα, είναι πως αν επιθυμούμε μια δίκαιη διαπραγμάτευση η οποία θα δίνει ανάλογα οφέλη (βάση στην ισχύ του κάθε μέρους) και θα εξασφαλίζει σταθερότητα (σ.σ ειρήνη), χρειάζεται η ορθή χρήση της απειλής χρήσης βίας (οποιασδήποτε μορφής) αλλά όχι η χρήση αυτή καθ’ αυτή.

 

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς ΠΝ δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024