Τα επακόλουθα της αναγνώρισης του Κοσόβου από την ελληνική διπλωματία
της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Ιστορικός- Διεθνολόγος
Η αναγνώριση του Κοσόβου από την ελληνική Διπλωματία είναι μία κίνηση που από μέρους μας θα πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά, γιατί οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι πολυπαραγοντικοί.
Το Κόσοβο, ανέκαθεν, ήταν μία ιδιάζουσα κοινότητα και ειδικά η πόλη Πριζρένη με «θυμικό» και ιστορικό αντίκτυπο αρχικά (14ο αιώνα) για τους Σέρβους, καθώς αποτέλεσε την οικονομική και στρατιωτική κοιτίδα του Στέφανου Ντούσαν και για το λόγο αυτό, όταν αλβανόφωνες ομάδες μετά την οθωμανοκρατία των Βαλκανίων επικράτησαν στην περιοχή, η συγκεκριμένη πόλη θεωρείται για τους Αλβανούς, όπου Βαλκανίων ως η κοιτίδα του αλβανικού εθνικισμού, μια και το 1878, οι αλβανόφωνοι κοτζαμπάσηδες με τη «Λίγκα της Πριζρένης» ζητούσαν την αυτοδιάθεσή τους και τη δημιουργία αλβανικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε ως γνωστό από τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1914. Συμπαραστάτες του αλβανικού εθνικισμού ήταν οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί. Στο συλλογικό βιβλίο για την Αλβανία που εξέδωσε το Σεπτέμβριο του 2020 το Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) αναφέρομαι εκτενώς ιστορικά μέσα από το αρχείο του Στρατηγού Σπύρου Σπυρομήλιου και παλαίτυπα βιβλία για τον ιστορικό και συνειδησιακό ρόλο του Κοσσυφοπεδίου για τους αλβανόφωνους πληθυσμούς, τόσο στην επικράτεια που διαμορφώθηκε το αλβανικό κράτος όσο και περιοχών των Βαλκανίων στα οποία κατοικούν (κυριότατα των Σκοπίων), με το Κόσοβο – Αλβανία – Σκόπια να είναι ένα γεωγραφικό τρίπτυχο με ιδιαίτερη κοινωνιολογική, ιστορική και στρατηγική σημασία για τους Αλβανούς, πάνω στο οποίο από το 2008 και μετά επένδυσε πολύ και ο τουρκικός παράγοντας, καθώς θα πρέπει να ξέρουμε ότι οι Αλβανοί δεν έχουν εθνική συνείδηση με την έννοια που προσδιορίζεται στη βάση της Αρχής των Εθνοτήτων, μια και αυτή είναι επιγένημα γλωσσικών και ταξικών παραγόντων. Η ανθρωπολόγος Nathalie Clayer έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας των αλβανόφωνων ομάδων.
Ως εκ τούτου, δεν ξέρω κατά πόσο η αναγνώριση του Κοσόβου από την Ελλάδα θα δημιουργήσει τις συνθήκες αποτροπής της περαιτέρω διείσδυσης του τουρκικού παράγοντα στη «ζώνη που καίει», δηλαδή Αλβανία – Κόσοβο – Σκόπια.
Φυσικά, αυτό θα σημάνει και μία ψύχρανση των σχέσεών μας με το σερβικό κράτος, που όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτέλεσε το πρώτο βαλκανικό κράτος της περιοχής μας που αναγνώρισε ως πολιτειακή οντότητα τα Σκόπια, ενώ ο Μιλόσεβιτς θα μπορούσε με πολιτική παρρησία να ανακόψει το πολιτικό όνειδος του Γιόζεφ Τίτο.
Η Ελλάδα προτού διασφαλίσει τόσο την ιστορική μειονότητα που διατηρεί στη Βόρεια Ήπειρο (και ως ιστορική μειονότητα νομικά θα πρέπει να απολαμβάνει συγκεκριμένα δικαιώματα στο αλβανικό κράτος που διαφοροποιούνται αισθητά από αυτά μίας απλής μειονοτικής ομάδας) και πριν διαμορφώσει τις διπλωματικές συνθήκες, ώστε το συνυποσχετικό με την Αλβανία για προσφυγή στη Χάγη να διαμορφώνει όλες τις παραμέτρους διασφάλισης των εθνικών δικαίων μας, δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο για μία ακόμη φορά να οφελήσει μία κρατική οντότητα (εν προκειμένω την Αλβανία) και το φερέφωνο που διαθέτει στα Βαλκάνια. Αν και το ελληνικό Κράτος έχει ιστορικά και γεωγραφικά δεδηλωμένα δικαιώματα στη γεωγραφική περιοχή που το συνδέει με την Αλβανία και όφειλε να επιμείνει στη Συμφωνία οριοθέτησης που είχε προκριθεί επί κυβέρνησης Καραμανλή. Ο δάκτυλος της Τουρκίας με συναυτουργό το σημερινό πρωθυπουργό του αλβανικού κράτους, Έντι Ραμα, ο οποίος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικράτειας του γειτονικού κράτους ως αντιπολιτευόμενος της τότε κυβέρνησης, κατόρθωσε να συμβάλλει ώστε να κριθεί ότι αντιβαίνει η συμφωνία Ελλάδας και Αλβανίας τα συμφέροντα του αλβανικού κράτους.
Φυσικά, και η Ελλάδα είναι μία χώρα που συμβαδίζει τόσο με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου όσο και με τους Κανόνες που διαμορφώνονται στα θεσμοθετημένα Κείμενά του. Ομως, όσον αφορά την Αλβανία αυτήν την στιγμή για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, είναι μία πράξη που η χώρα μας είχε το δικαίωμα και μπορούσε να το λύσει χωρίς προσφυγή (και αυτό απέδειξε η Συμφωνία Καραμανλή), όμως με το να συσχετίζουμε διαρκώς την πολιτική και την επήρεια που ασκεί η Τουρκία σε διάφορα περιβάλλοντα της περιοχής μας, αυτό κάθε άλλο παρά ωφέλιμο καθίσταται για εμάς. Δηλαδή εμείς, θα μου επιτρέψετε μια πολύ κοινότυπη συλλογιστική, προσφεύγουμε με την Αλβανία στο Διεθνές Δικαιοδοτικό Όργανο (που η πολιτική της είναι αλληλένδετη με αυτή της Τουρκίας), για να παραδειγματίσουμε την Τουρκία, ώστε να λύσουμε μαζί της το εθνικό θέμα των ΧΥ μας και της ΑΟΖ στη Χάγη;
Αναγνωρίσαμε τα Σκόπια, χωρίς να υφίσταται κάποιος συγκεκριμένος λόγος που να ικανοποιεί τα εθνικά μας συμφέροντα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αφού εμείς είχαμε το μαχαίρι και το καρπούζι έπρεπε να αναγνωρισουμε ένα κράτος χωρίς να υφίσταται κάποιος ιστορικός όρος που να συνάδει και να είναι μέρος της πολιτισμικής και εθνικής μας κληρονομιάς. Σε όλα τα κείμενα και στους χάρτες μέχρι το 1946, το Κράτος των Σκοπίων αναφέρεται ως Βαρδαρία.
Από εκεί και πέρα ποιος ο λόγος να αναγνωρίσουμε ένα κράτος, όπως είναι το Κόσοβο, αν προηγουμένως δεν πιέσουμε στη διευθέτηση των μεταξύ μας ζητημάτων με την Αλβανία, συνακόλουθα δε, με την δήλωση από μέρους της ότι στην Κύπρο αυτήν την στιγμή υφίσταται κατοχικό, τουρκικό στράτευμα; Αυτά δεν είναι χίμαιρες, αλλά μία διπλωματική οπτική για την πίεση που πρέπει να ασκηθεί από μέρους μας προς το αλβανικό κράτος.Και φυσικά οι Διπλωμάτες γνωρίζουν πώς να πράξουν την δουλειά τους, ωστόσο όμως δεν μπορούμε μονίμως να ακολουθούμε μία κατευναστική οδό σε όλα, δείχνοντας ουσιαστικά ανασφάλεια (γιατί ουσιαστικά κάπως έτσι εκλαμβάνεται). Η ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ περνά από την Ελλάδα, όπως κανονικά και των Σκοπίων, και οι Βούλγαροι δείχνουν πιο αποφασισμένοι από εμάς (που δεν απώλεσαν και εθνικό όνομα όπως εμείς), ασκώντας veto στην προενταξιακή διαδικασία του κράτους που βρίσκεται βόρεια της Μακεδονίας μας.
Άλλωστε, η Ελλάδα τόσο μέσω του EastMed 7 έχει το πλεονέκτημα να διαμορφώσει τις ενεργειακές εξελίξεις στη βαλκανική περιοχή όσο και με τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία που κάνουν ανοίγματα στα Βαλκάνια και με το διπλωματικό κίνητρο του θρησκευτικού δόγματος με τη Ρωσία μπορεί και να ελέγξει το μουσουλμανικό παράγοντα και την επιρροή που μπορεί να έχει στην βαλκανική περιοχή λόγω της σχέσης της με τα αραβικά κράτη και να αποτελέσει την εξισορροπίστρια δύναμη της περιοχής της.
Μήπως πρέπει να δημιουργηθούν πρώτα οι κατάλληλες συνθήκες για τα ελληνικά συμφέροντα και σε δεύτερο χρόνο, αν φυσικά ευσταθούν τα δημοσιεύματα, να προβούμε στην αναγνώριση μίας κρατικής οντότητα που ιστορικά και πολιτικά διαμόρφωσε τον αλβανικό εθνικισμό, ήτοι την αλβανική εθνική ταυτότητα;
*Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της ίδιας Σχολής, Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου και μέλος και ερευνήτρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).