Βιβλιοκριτική: «Συμπληρώνω τη Μνήμη του Κόσμου» της Αννίτας Παναρέτου

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Εκτός από την ατομική μνήμη υπάρχει και η συλλογική μνήμη, η μνήμη της κοινότητας. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο – κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs, η μνήμη θεμελιώνεται όχι σε μία ατομική συνείδηση αλλά σε μία συλλογική ύπαρξη (ομάδα, κοινότητα, η κοινωνία στο σύνολό της) και υπάρχουν σε αυτή δομές, οι οποίες υπόκεινται σε αντικειμενική παρατήρηση. Ο κάθε άνθρωπος δεν σκέφτεται μόνος: όταν θυμόμαστε, ανακατασκευάζουμε συγκεκριμένες εικόνες που διαμορφώνονται στο παρόν μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια όπως η γλώσσα, ο χρόνος, ο χώρος, η εμπειρία και οι συλλογικότητες, λαμβάνοντας στοιχεία απ’ το παρελθόν.
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Jeffrey Olick μάλιστα αντί του όρου συλλογική μνήμη προτείνει τον όρο κοινωνική μνήμη και τονίζει την σύνδεση μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών διεργασιών της μνημονικής δραστηριότητας, αίροντας με αυτόν τρόπο το παραδοσιακό κοινωνικό δίπολο μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Το πρωταρχικό μέσο κάθε μνημοτεχνικής είναι η ένταξη στον χώρο. Οι «τόποι μνήμης», όρος που χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος από τον Pierre Nora, χρησιμοποιούνται ως εργαλεία της πολιτισμικής μνήμης και αποκτούν σημειολογικό χαρακτήρα. Οι τόποι μνήμης δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε χωρικές οντότητες αλλά περιλαμβάνουν το σύνολο των πολιτισμικών προϊόντων (λογοτεχνία, κινηματογράφος, ταξιδιωτικές κάρτες κ.τ.λ.). Η αντικειμενικοποίηση της μνήμης δεν αφορά μόνο την μορφολογική της δομή αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της, καθώς την μετατρέπει από εσωτερικευμένη κοινωνική πρακτική σε ατομικό περιορισμό έξωθεν προερχόμενο και από επανάληψη σε αναπόληση, δηλαδή σε εκούσια ανάκληση μνημονικών ιχνών. Οι τόποι μνήμης μπορεί να αναφέρονται στην ιστορία ενός έθνους κράτους μέσα από τα μουσεία, τις επετείους και την ανέγερση μνημείων. Πολλές φορές όμως εκτός από την κυρίαρχη εθνική μνήμη λειτουργούν και άλλες μνήμες συλλογικοτήτων. Αυτές συχνά εντάσσονται στο εθνικό αφήγημα, όπως οι ιστορίες των γενοκτονιών των Ποντίων και των Αρμενίων. Τις περισσότερες φορές όμως συνυπάρχουν με την εθνική μνήμη, ενώ αρκετές φορές λειτουργούν ως «αντί – μνήμη».
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μάλιστα παρατηρείται «μια έκρηξη μνήμης». Η βαρβαρότητα του ναζιστικού καθεστώτος, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα πρωτοφανή εγκλήματα ομαδικών εξοντώσεων προκάλεσαν ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον διάσωσης της Μνήμης. Η ιστορικός Αννίτα Παναρέτου μας προσφέρει ένα έργο που ξεπερνά τα όρια της Ιστορίας και γίνεται μια συμβολή στην συλλογική μας μνήμη. «Συμπληρώνω τη Μνήμη του κόσμου…», φράση ληφθείσα από μαρτυρία, ονομάζεται το βιβλίο που μέσα σε 495 σελίδες ξεδιπλώνει τις μαρτυρίες των Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων στα ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα. Πείνα, εξοντωτικές εργασίες, φύλακες, διευθυντές στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι πόλεις και τα χωριά των ντόπιων, οι πολυεθνικές κοινωνίες των στρατοπέδων, η ελληνική υπερηφάνεια, η πίστη στον Θεό, η ελπίδα και οι ματαιώσεις της, οι πορείες θανάτου, η απελευθέρωση από τους Αμερικανούς ή τους Σοβιετικούς και τελικά ο ανυπέρβλητος κόπος της επιστροφής στην Πατρίδα, όλα αυτά προβάλλονται στο βιβλίο, ενώ η συγγραφέας με έναν πρωτόγνωρο σεβασμό αφήνει τους ανθρώπους να εξιστορήσουν και αυτές οι αφηγήσεις είναι που ζωντανεύουν το βιβλίο με τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό.
Η ιστορικός Αννίτα Παναρέτου δεν χρειάζεται να αναλωθεί σε ακαδημαισμό και επίδειξη γνώσεων. Ο σχολιασμός της είναι ήπιος αλλά εύστοχος και καίριος και ποτέ δεν επιζητεί να μπει στο κέντρο. Πρωταγωνιστές παραμένουν οι άνθρωποι των οποίων οι μαρτυρίες χωρίζονται σε κεφάλαια – πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται στο να δημιουργηθεί η ενιαία εικόνα, σαν ψηφιδωτό και ο αναγνώστης πραγματικά να ζήσει την εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Ένα βιβλίο πραγματική συμβολή στην συλλογική μας μνήμη. Ένα βιβλίο που μπορεί χαρακτηριστεί «τόπος μνήμης».