Βιβλιοκριτική: Σπύρου Μελά – Ιωάννης Μεταξάς: ο Στρατιώτης, ο Πολιτικός, ο Κυβερνήτης

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Αναγκαστικά η κριτική του βιβλίου θα κινηθεί σε τρεις άξονες: α) το φαινόμενο Μεταξάς β) ποιός ήταν ο συγγραφέας (Σπύρος Μελάς) και γ) το βιβλίο αυτό καθαυτό.
Για τον Ιωάννη Μεταξά έχουν γίνει πολλές συζητήσεις από ιστορικούς και μη. Κανείς δεν αμφισβητεί – ούτε οι πιο φανατικοί πολέμιοί του – την διανοητική ικανότητα, η οποία του έδινε την δυνατότητα, αφού εκτιμούσε σωστά όλους τους στρατιωτικούς παράγοντες, της μελετημένης και σωστής πρόβλεψης. Όταν η γνώμη του υπερίσχυε, η Ελλάδα γλύτωνε καταστροφές (όπως η μη συμμετοχή της Ελλάδας στην καταστροφική για τους Αγγλογάλλους εκστρατεία στην Καλλίπολη το 1915), ενώ, όταν αυτό δεν γινόταν, η Χώρα οδηγείτο στην καταστροφή (Μικρασιατική Εκστρατεία, αναίτια εγκατάλειψη Ανατολικής Θράκης). Ακόμη, στο θέμα του Εθνικού Διχασμού, ο εύκολος δρόμος είναι η αποθέωση του Βενιζέλου και η επίρριψη του αναθέματος στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η εις βάθος έρευνα όμως δεικνύει καθαρά ότι για τον διχασμό έφταιγαν και οι δύο πλευρές και ιδιαίτερα η διπλωματία της Αντάντ που προσπαθούσε μέχρι την τελευταία στιγμή να προσεταιριστεί την ήδη γερμανόφιλη Βουλγαρία.
Τέλος, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το 1935 η Ελλάδα είχε φθάσει στο απόλυτο τέλμα και η επιλογή Μεταξά φαινόταν ως η μοναδική λύση εξόδου της Χώρας από την διαρκή πολιτική κρίση προκειμένου να προετοιμαστεί για την εμπλοκή στον επερχόμενο πόλεμο, το οποίο και αυτό ο Μεταξάς το είχε σαφώς προβλέψει. Άλλως τε ακόμη και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επικροτήσει σε επιστολή του την επιλογή Μεταξά: «Δεν είνε ανάγκη να σου είπω πόσον ζωηρά είνε η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξη επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν, και αναθέσας το Υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς απέκτησε πάλιν ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελλ. λαού, και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον. Πόσον είχα δίκαιον, όταν εις το γράμμα μου της 3 Μαρτίου σου έγραφα: δεν ημπορώ να δεχθω ότι λείπει η υλική δύναμις διότι αυτή θα ακολουθεί πιστώς την απόδειξιν ότι υπάρχει η αναγκαία ψυχική δύναμις.Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!»
Ο συγγραφέας Σπύρος Μελάς έχει μεγάλη ιστορία στα ελληνικά γράμματα. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο, γιος πταισματοδίκη. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε, παιδί ακόμη, στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του καθώς από νωρίς τον τράβηξαν η δημοσιογραφία και η τέχνη. Ήδη στα είκοσί του χρόνια ήταν τακτικός συνεργάτης του Άστεως και αργότερα στην Ακρόπολη, όπου δημοσίευσε και λογοτεχνικά πρωτόλεια, επηρεασμένα από τη γαλλική επιφυλλιδογραφία. Συντάκτης σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες (Εμπρός, Ημερήσια Νέα, Ημερήσιος Τηλέγραφος, Καθημερινή, Έθνος, Ελευθερία, Αθηναϊκά Νέα κ.α.), χρονογράφος, ανταποκριτής σε ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και την Αίγυπτο και εκδότης των περιοδικών Ιδέα (1933-1934) και Ελληνική Δημιουργία (1948-1954), ασχολήθηκε παράλληλα με το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας. Με αφετηρία την προοδευτική πολιτική παράταξη οδηγήθηκε γύρω στο 1910 στο χώρο του σοσιαλισμού, στη συνέχεια στο κόμμα του Βενιζέλου και κατόπιν έγινε αντιβενιζελικός.
Τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του και την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο Βαλκανικό μέτωπο, κατέγραψε στους τόμους «Από τα ταξίδια μου, Αμερική και Πολεμικές σελίδες». Το θεατρικό έργο του παρουσιάζει έντονα τα σημάδια από τη δραματουργία του Ίψεν και τη φιλοσοφία του Νίτσε, ενώ ο προσανατολισμός της γραφής του είναι σαφώς κοινωνικός. Ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης (1925) και της Ελευθέρας Σκηνής (1929 με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ), φοίτησε σε σκηνοθετικά εργαστήρια του Παρισιού το 1928 και το 1935 ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο θίασο της Αλίκης Θεοδωρίδου και του Κώστα Μουσούρη.
Ακαδημαϊκός από το 1935, έχει ωστόσο δύο μελανά σημεία στην βιογραφία του. Πρώτον, προχώρησε σε παρασκηνιακές ενέργειες με σκοπό το να μήν κερδίσει το βραβείο Νόμπελ ο Καζαντζάκης και δεύτερον, η κατηγορία για δωσιλογισμό στην Κατοχή με την συγγραφή χρονογραφημάτων που παρακινούσαν σε συνεργασία με τον κατακτητή. Εν τούτοις φαίνεται ότι από αυτά τα άρθρα δεν είχε χρηματικές απολαβές.
Η συγκεκριμένη βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά εκτιμώ ότι είναι κατατοπιστική και ως ένα βαθμό αντικειμενική. Ο συγγραφέας αγαπά τον Μεταξά αλλά θαυμάζει και τον Βενιζέλο. Στον Εθνικό Διχασμό ρίχνει την ευθύνη, όπου χρειάζεται, και στις δύο πλευρές. Ο Ιωάννης Μεταξάς παρουσιάζεται ως ένας οξύνους, ρεαλιστής και εργατικός άνθρωπος, ο οποίος ευρίσκεται στον αντίποδα του Βενιζέλου με τα μεγάλα σχέδια του 1915-1920, σχέδια που στοίχισαν τελικά στην Πατρίδα. Ο Μεταξάς παρουσιάζεται ως ένας σοφός μελετητής των διεθνών εξελίξεων από το 1910 ως το 1940 και σε αυτό ο συγγραφέας δεν έχει τελικά άδικο.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο αυτό είναι καλό να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους. Τόσο για την γενικότερη ιστορία της Πατρίδας μας στην πιο ταραχώδη περίοδό της, όσο και ως μάθημα σε θέματα πολιτικού βίου, σε ποιό επίπεδο δηλαδή μπορεί να φθάσει ο διχασμός ενός έθνους και πόσο μπορεί να δηλητηριαστεί η κοινωνία από το μίσος. Τέλος ο αναγνώστης θα διαπιστώσει το πόσο ένας ηγέτης μπορεί να εμπνεύσει τον λαό στην διενέργεια επικών αγώνων, όπως ήταν η νίκη των Ελλήνων επί της Ιταλίας το 1940.