11/12/2024

Η διάδοση του Χριστιανισμού στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου – Το παράδειγμα των Γότθων

4

Εικόνα: Αετόσχημες γοτθικές πόρπες προερχόμενες από βαρβαρικό θησαυρό της Apahidaν στην Τρανσυλβανία (5ος-6ος αιώνας) Πηγή: S. Burda, Tezaure de aur din România, Βουκουρέστι 1979, αρ. 121.

Γράφει ο Γεώργιος Ιωάννης Αντωνόπουλος* 

 

Την πρώιμη περίοδο η βυζαντινή αυτοκρατορία ενεπλάκη σε πλήθος πολεμικών αναμετρήσεων, ταυτόχρονα σε πολλαπλά μέτωπα. Για την αντιμετώπιση αν όχι την εξουδετέρωση των ποικίλων βαρβαρικών εχθρών, η κεντρική εξουσία δεν αρκέστηκε μονάχα στη χρήση των όπλων. Πολλές φορές η μάχη επέφερε σημαντικές απώλειες στο βυζαντινό στράτευμα, το οποίο ήταν αναγκαίο να παραμείνει άρτιο για τη φύλαξη της αυτοκρατορίας ενώ η αναπλήρωση του ήταν αρκετά δαπανηρή. Επομένως, η κεντρική εξουσία χρησιμοποιούσε διάφορα ειρηνικά μέσα, όπως απονομές τίτλων στους βάρβαρους αρχηγούς, δημιουργία εμπορικών-οικονομικών σχέσεων, άδεια εγκατάστασης μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας και απονομή υψηλών ποσών για την εξαγορά της ειρήνης, ώστε να επιλύσει αναίμακτα τις διαφορές της με τους εξωτερικούς αντιπάλους.

 

Οι βαρβαρικοί λαοί πέρα από τα σύνορα το έτος 395, μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α΄.
Πηγή: https://undevicesimus.deviantart.com/art/The-Roman-Empire-AD-395 466568534

 

Εκείνο ωστόσο που συνιστά βασική κινητήρια δύναμη στην προώθηση και την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας ήταν η χριστιανική θρησκεία. Ήδη από τον 4ο αιώνα ο χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί ραγδαία σε όλα τα μήκη και πλάτη του βυζαντινού κράτους και αποτέλεσε ο σημαντικότερος παράγοντας συνοχής των λαών που ζούσαν στην αυτοκρατορία. Η νέα θρησκεία η οποία δεν γνώριζε σύνορα βρέθηκε πολύ σύντομα στην υπηρεσία της εξωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου. Επιπροσθέτως, η οργάνωση των χριστιανικών κοινοτήτων με την ίδρυση των επισκοπών επέτρεψε στην Εκκλησία να αναλάβει το σημαντικό έργο της διάδοσης της νέας θρησκείας στους λαούς που ζούσαν εκτός της αυτοκρατορίας. Οι συχνές επαφές της Εκκλησίας με τους λαούς αυτούς, έδωσε σημαντική πολιτική βαρύτητα στην τελευταία, γεγονός που ανάγκασε τον αυτοκράτορα να υποχωρήσει αρκετές φορές στις αξιώσεις ή τις δογματικές αντιθέσεις των τοπικών εκκλησιαστικών αρχόντων.

Ανάγλυφο από τον Οβελίσκο του Θεοδοσίου Α΄ στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Ξένοι απεσταλμένοι προσφέρουν δώρα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄.
Πηγή: http://clioturbata.com/slideshow/sarantidis/

Οι απαρχές της συνεργασίας Κράτους-Εκκλησίας στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας, χρονολογούνται ήδη από τον πρώτο αιώνα της ζωής του Βυζαντίου. Την εποχή εκείνη ο Κωνσταντίνος Α΄ επιχείρησε να προστατέψει τους χριστιανούς που ζούσαν εντός της Περσικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι διώκονταν από τον Σάχη της Περσίας Σαπώρη Β΄. Μάλιστα, την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν εκχριστιανισμοί σε διάφορους λαούς, όπως οι Ίβηρες, οι Αιθίοπες, οι Σαρακηνοί κλπ.

Το σημαντικότερο παράδειγμα εκχριστιανισμού σε ξένο λαό και συνεργασίας των δύο παραπάνω φορέων εξουσίας ήταν ο εκχριστιανισμός των Γότθων. Οι Γότθοι ή αλλιώς οι πέραν του Ἴστρου Σκύθαι ήταν ένας ανατολικός γερμανικός λαός, ο οποίος από τα τέλη του 3ου – αρχές του 4ου αιώνα είχε εγκατασταθεί προσωρινά στις περιοχές ανάμεσα στον Δνείστερο και στον Δούναβη, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα σύνορα της αυτοκρατορίας.  Την περίοδο εκείνη, η αυτοκρατορία υφίστατο μια σοβαρή πολιτική, οικονομική κρίση και στρατιωτική αναρχία με συχνά πραξικοπήματα και εναλλαγές αυτοκρατόρων με άμεσο αντίκτυπο στην άμυνα και στην ηθική ποιότητα των βυζαντινών στρατευμάτων. Τη γενικότερη κρίση εκμεταλλεύτηκαν μεταξύ άλλων και οι Γότθοι, οι οποίοι πραγματοποίησαν συνεχόμενες παραβιάσεις στο σύνορο του Δούναβη, πλήττοντας τη ζωή των βορείων επαρχιών της αυτοκρατορίας. Μάλιστα, το έτος 267 προκάλεσαν απανωτές καταστροφές στις επαρχίες της κυρίως Ελλάδας (Αθήνα, Κόρινθος, Σπάρτη, Άργος κλπ.). Την επιθετικότητα τους αυτή τιθάσευσε αρκετά χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος τους νίκησε στα πεδία των μαχών και κατάφερε να υπογράψει μαζί τους συνθήκη ειρήνης το 332. Η συνθήκη αυτή δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τη διάδοση της νέας θρησκείας στους Γότθους. Στο σημείο αυτό οφείλεται να τονισθεί το γεγονός, ότι ο εκχριστιανισμός στις περιοχές αυτές είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, ωστόσο φαίνεται πως η χριστιανική πίστη δεν είχε διαδοθεί επίσημα από την Εκκλησία.

Εικόνα: Αετόσχημες γοτθικές πόρπες προερχόμενες από βαρβαρικό θησαυρό της Apahidaν στην Τρανσυλβανία (5ος-6ος αιώνας)
Πηγή: S. Burda, Tezaure de aur din România, Βουκουρέστι 1979, αρ. 121.

 

Σύγχρονη εικονογράφηση γότθων στρατιωτών.
Πηγή: https://www.ptisidiastima.com/378-ad-battle-adrianople-2/

 

Σημαντικό ρόλο στον εκχριστιανισμό των Γότθων έπαιξε ο Ουλφίλας, απόγονος ρωμαίων αιχμαλώτων που ζούσαν στην εδαφική επικράτεια των Γότθων. Ο Ουλφίλας χειροτονήθηκε επίσκοπος το 341 παρουσία του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ και στάλθηκε στη γοτθική επικράτεια για να οργανώσει και να καθοδηγήσει πνευματικά τους χριστιανούς της περιοχής: Γότθους, Έλληνες (αιχμαλώτους και εμπόρους) καθώς επίσης και τον εγχώριο πληθυσμό. Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του γίνονται γνωστές από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 5ου αιώνα (Σωκράτη, Σωζομενό κ.α) καθώς επίσης και από την επιστολή De fide, Vita, et Obitu Ulfilae του μαθητή του Αυξεντίου, επισκόπου στο Δορόστολο το έτος 380. Με βάση τους παραπάνω, ο Ουλφίλας οργάνωσε την Εκκλησία στη χώρα του κατά το βυζαντινό πρότυπο. Μάλιστα, άξιο αναφοράς είναι η δημιουργία του γοτθικού αλφαβήτου και η μετάφραση των Αγίων Γραφών πλην εκείνων που περιείχαν πολεμικές ιστορίες, διότι όπως τονίζει ο Φιλοστόργιος οι Γότθοι ήταν πολεμικός λαός και το κράτος επιθυμούσε τη χαλιναγώγηση τους. Οι Γότθοι ασπάσθηκαν τον Αρειανισμό, διότι ο εκχριστιανισμός τους επιτεύχθηκε, όταν επικρατέστερο δόγμα στο ανατολικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας ήταν εκείνο του Αρείου.

Η ιεραποστολική δραστηριότητα του Ουλφίλα τελείωσε το έτος 347/8. Την εποχή εκείνη έλαβε χώρα ο πρώτος διωγμός των χριστιανών της Γοτθίας, ο οποίος ανάγκασε τον Ουλφίλα και μια ομάδα γότθων χριστιανών να εγκαταλείψουν την περιοχή και να ζητήσουν από τον Κωνστάντιο Β΄ άδεια εγκατάστασης στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε τον Ουλφίλα και την ομάδα του, εγκαθιστώντας τους κοντά στην περιοχή της Νικόπολης του Δούναβη και στις ορεινές περιοχές του Αίμου, στην επαρχία της Μυσίας Β΄ . Πρόκειται για την πρώτη γοτθική κοινότητα σε αυτοκρατορικό έδαφος. Η κοινότητα αυτή έγινε αντιληπτή αρκετά χρόνια αργότερα από τον γότθο ιστορικό Ιορδάνη.

Ο Ουλφίλας διδάσκει τον λόγο του Θεού στους γότθους στρατιώτες.
Πηγή: https://cdn.britannica.com/w:400,h:300,c:crop/62/161162-050-5DD636AB/Ulfilas-Christianity-illustration-Goths.jpg

 

Είναι βέβαιο ότι δεν ακολούθησαν όλοι οι γότθοι χριστιανοί τον Ουλφίλα στο Βυζάντιο. Οι πηγές μνημονεύουν σημαντικό αριθμό χριστιανών στη Γοτθία, οι οποίοι διέθεταν τις δικές τους κοινότητες. Από τις πηγές πληροφορούμαστε για την παρουσία τριών κοινοτήτων. Εκείνης των αρειανών που καθοδηγούνταν από τον Ουλφίλα. Η ίδρυση της κοινότητας του Ουλφίλα στην αυτοκρατορία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη συνέχιση της θρησκευτικής πολιτικής που ακολούθησε το Βυζάντιο απέναντι στους Γότθους. Το ιεραποστολικό έργο του Ουλφίλα δεν σταμάτησε με τη δίωξη του από τη Γοτθία. Ο γότθος ιεράρχης συνέχισε το έργο στους ομοφύλους του βορείως του Δούναβη και τους καθοδήγησε πολιτικά και θρησκευτικά για 33 ακόμη χρόνια. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και μέσα από το μαρτύριο του Αγίου Σάββα, όπου σκιαγραφείται μια ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των γοτθικών χριστιανικών κοινοτήτων των δύο οχθών του Δούναβη. Ακόμη, ο Ουλφίλας είχε ενεργό ανάμιξη και σε πολιτικά ζητήματα των γοτθοβυζαντινών σχέσεων. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις των Γότθων με τον αυτοκράτορα Ουάλη το 376, για την είσοδο τους στην αυτοκρατορία. Ακόμη, είχε δημιουργηθεί κοινότητα ορθοδόξων, η οποία υποστηρίζονταν από την Εκκλησία της Καππαδοκίας και Μικράς Σκυθίας (σημ. Κωνστάντζα). Οι εκκλησίες αυτές έστελναν στην περιοχή ελληνόφωνους και λατινόφωνους ιεραποστόλους. Έχουμε στη διάθεση μας 3 επιστολές που απέστειλε ο Μ. Βασίλειος προς τον στρατιωτικό διοικητή Μικράς Σκυθίας Iunius Soranus και τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης Ασχόλιο, με τις οποίες ο Βασίλειος ζητάει μεταξύ άλλων και την αποστολή στη Σκυθία ιεραποστόλων για τη διάδοση της ορθοδοξίας. Τέλος, υπήρχε και η κοινότητα των αυδιανών, η οποία δημιουργήθηκε από τον εξόριστο μοναχό Αύδιο. Ο τελευταίος, μάλιστα, ίδρυσε και μοναστήρια στην περιοχή αυτή. Από τις κοινότητες αυτές φαίνεται πως τη μεγαλύτερη ισχύ είχε εκείνη των αρειανών. Η υποστήριξη που είχε το συγκεκριμένο δόγμα από τον αυτοκράτορα και η αρμονική συνεργασία του τελευταίου με την Εκκλησία βοήθησε την συγκεκριμένη κοινότητα να ακμάσει και να αποκτήσει ένα μεγάλο αριθμό οπαδών.

Ο Ουλφίλας περιτριγυρισμένος από το γοτθικό αλφάβητο
Πηγή: https://orthodoxwiki.org/Wulfila

 

Το έτος 369 πραγματοποιήθηκε ο δεύτερος διωγμός των χριστιανών της Γοτθίας από τον γότθο φύλαρχο Αθανάριχο. Σύμφωνα με τους μελετητές στόχος του γότθου αρχηγού ήταν να απομακρύνει τη Γοτθία από την ιδεολογική επιρροή που ασκούσε πάνω σε αυτή το Βυζάντιο. Συνέπεια των διωγμών αυτών ήταν η μαζική αποχώρηση των χριστιανών από την περιοχή του. Ο Αυτοκράτορας αντέδρασε άμεσα και προσέφερε χρηματική και στρατιωτική υποστήριξη στον ομόφυλο αντίπαλο του Αθανάριχου, τον Φριτιγέρνη. Ως αντάλλαγμα ο τελευταίος ασπάσθηκε μαζί με τους ακόλουθους του τον χριστιανισμό, διαδικασία που ολοκληρώθηκε μετά την εγκατάσταση της ομάδας του στο βυζαντινό κράτος, το έτος 376. Αυτό που οφείλουμε να κρατήσουμε είναι το γεγονός πως η θρησκεία αποτέλεσε για τους γότθους ηγεμόνες σημαντικό πολιτικό ζήτημα. Μάλιστα, ο Αθανάριχος με τη συνθήκη του 369 που υπέγραψε με τους Βυζαντινούς στο Νοβιόδουνο, η οποία όριζε τον πλήρη διαχωρισμό Βυζαντινών και Γότθων, ήθελε να απαλλάξει τη Γοτθία από τη θρησκευτική και πολιτική επιρροή της Αυτοκρατορίας.

Η πρώτη καταγεγραμμένη επίσημη γοτθική κοινότητα εντός της αυτοκρατορίας ιδρύθηκε το 382, έπειτα από τη συμφωνία διαφόρων γοτθικών ομάδων με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄. Πηγή: https://www.gordondoherty.co.uk/writeblog/timelineofthegothicwar

 

Τέλος, η θρησκευτική δραστηριότητα φαίνεται πως συνεχίστηκε και μετά την εγκατάσταση των Γότθων στην αυτοκρατορία το έτος 382, χάρις τη θρησκευτική δραστηριότητα του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Αυτή τη φορά όμως στο θρόνο βρισκόταν ο οπαδός της ορθοδοξίας Θεοδόσιος Α΄, οπότε το επικρατέστερο δόγμα της αυτοκρατορίας ήταν το ορθόδοξο, αλλαγή που επέφερε και μεταβολή στην άσκηση της εξωτερικής θρησκευτικής πολιτικής. Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε έντονη αποστολική δράση στους κόλπους των Γότθων της Πρωτεύουσας προκειμένου να προστατέψει τους ορθόδοξους Γότθους και να μεταστρέψει στην ορθοδοξία τους αρειανούς ομοφύλους τους. Μάλιστα, την περίοδο που ο αρειανός γότθος αξιωματούχος Γαϊνάς απειλούσε με το στράτευμα του τη βυζαντινή πρωτεύουσα (399), ο Χρυσόστομος προσπάθησε μέσα από το ιεραποστολικό του έργο να προκαλέσει πολιτικό και θρησκευτικό ρήγμα στους κόλπους των ομοεθνών του, εγκατεστημένους στην Κωνσταντινούπολη. Η πολιτική της ένταξης των βαρβάρων στη χριστιανική οικουμένη και στη βυζαντινή κοινωνία, την οποία εφάρμοσε σε συστηματικό βαθμό ο Θεοδόσιος Α΄ μετά την εγκατάσταση των Γότθων στην αυτοκρατορία, μετρίασε κάπως τις αντιδράσεις των βυζαντινών στην αιματηρή εξέγερση του Αλάριχου με επακόλουθο την άλωση της Ρώμης το 410. Όπως φαίνεται μέσα από τα κείμενα της εποχής, υπάρχει μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια ευνοϊκότερη εικόνα με πολλά θετικά στοιχεία. Για παράδειγμα, στις πηγές οι Γότθοι παρουσιάζονται ως χριστιανοί, υποτελείς των βυζαντινών, ιδιότητες που απείχαν κατά πολύ από αυτές που αποδίδονταν στους άλλους αλλόθρησκους βαρβάρους.

Η θρησκευτική δραστηριότητα δεν περιορίστηκε μόνο στους Γότθους που ζούσαν εντός της αυτοκρατορίας, αλλά επεκτάθηκε και σε εκείνους που κατοικούσαν ακόμη εκτός του Βυζαντίου. Ταυτόχρονα με την ιεραποστολική δραστηριότητα του Χρυσοστόμου πραγματοποιείται ιεραποστολική δράση στη Γοτθία από δύο επισκοπές της Βαλκανικής: του Θεοτίμου, επισκόπου του Τόμεως της Μικράς Σκυθίας και του Νικήτα, επισκόπου της Ρεμεσιάνα της Μεσόγειας Δακίας, (σημ. Μπέλα Παλάνκα) στην περιοχή βόρεια του Δούναβη. Την ίδια εποχή, ιεραποστολική δράση ανέλαβαν και οι αρειανοί Γότθοι της βαλκανικής χερσονήσου. Η χρήση της γοτθικής γλώσσας στη διδασκαλία του Ευαγγελίου διευκόλυνε τη διάδοση του χριστιανισμού στις τάξεις των Γότθων. Το γεγονός ότι ορισμένοι γότθοι χριστιανοί ασπάστηκαν τον χριστιανισμό από ομοεθνείς τους, άποικους της Βαλκανικής επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων και από την σιωπή των εκκλησιαστικών συγγραφέων για οποιαδήποτε ανάμειξη βυζαντινών ιεραποστόλων στον προσηλυτισμό της γοτθικής ομάδας του Θεοδώριχου, η οποία είχε ασπασθεί το δόγμα του Αρείου προτού εισέλθει στην αυτοκρατορία στα τέλη του 5ου αιώνα.

Συμπερασματικά, η διάδοση του χριστιανισμού στους εκτός της αυτοκρατορίας λαούς, συνιστούσε μια μορφή αντιμετώπισης των βαρβαρικών φύλων που απειλούσαν την αυτοκρατορία. Το ιεραποστολικό έργο εντασσόταν πάντοτε στο πλαίσιο συνεργασίας Κράτους-Εκκλησίας. Η κεντρική εξουσία, χρησιμοποιώντας την κοινή θρησκεία σκόπευε να διατηρήσει ειρηνικές επαφές μαζί τους και μακροπρόθεσμα να διασπάσει και να αποδυναμώσει τη συνοχή τους.

* Απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας του ΕΚΠΑ

 

Πηγές και Βιβλιογραφία

Αμμιανός Μαρκελλίνος, Res Gestae : Ammianus Marcellinus, Res Gestae, έκδ. J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus, τ. Ι-ΙΙΙ (LCL), Λονδίνο/Κέιμπριτζ (Μασ.) 1935- 1939, ανατ. Αμπερντήν 1963-1964.

Αυξεντίου του Δοροστόλου: Αυξεντίου του Δοροστόλου επιστολή, έκδ. F. Kaufman, Dissertatio Maximini contra Ambrosium. Aus der Schule des Wulfila: auxenti Dorostorensis Epistula de fide vita et obitu Wulfilae : im Zusammenhang der Dissertatio Maximini contra Ambrosium, Στρασβούργο 1899.

Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καπαδοκίας, Ἐπιστολές: Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καπαδοκίας, Ἐπιστολές 155, έκδ. Y. Courtonne, τ. ΙΙ, Παρίσι 1961, σελ. 80-81.

Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου: Ευσέβιος, Εἱς τὸν βίον τοῦ μακαρίου βασιλέως Κωνσταντίνου, έκδ. F. Winkelmann, Eusebius, Über das Leben des Kaisers Kontantin, Eusebius Werke Η.1 (GCS), Βερολίνο 1975.

Θεμίστιος, Πολιτικοί Λόγοι: Downey, Themistii orationes quae supersunt, τ. I-II, Λειψία 1965.

Θεοδώρητος Κύρου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία : Θεοδωρὴτου ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, έκδ. L. Parmentier/ F. Scheidweiler, Theodorets Kirchengeschichte (GCS 44), Βερολίνο 1954.

Ιορδάνης, Getica: Iordanes, De origine actibusque Getarum, έκδ. T. Mommsen (MGH), AA, τ. V.I, Βερολίνο 1882, 53-138.

Ιορδάνης, Romana: Iordanes, De summa temporum vel origine actibusque gentis Romanorum, έκδ. T. Mommsen (MGH), AA, τ. V.I, Βερολίνο 1882, 1-52.

Ιουλιανός, Συμπόσιον: Ἰουλιανός Συμπόσιον ἢ Κρόνια, έκδ. C. Lacombrade, L’empereur Julien. Oeuvres complètes, τ. II.II (Discours de Julien César) (CUF), Παρίσι 1964, 155-199.

Σωκράτης, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία: Σωκράτους σχολαστικοῦ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, έκδ. R. Hussey, Socratis scholastici ecclesiastica Historia., Ολμ 1992.

Σωζομενός, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία: Σαλαμανοῦ Ἐρμεία Σωζομενοῦ σχολαστικοῦ λόγος πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιον καὶ ὑπόθεσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, έκδ. J. Bidez, Sozomenus Kirchengeschichte, Βερολίνο 1960.

Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία: Ζώσιμος, Νέα Ἱστορία, έκδ. F. Paschoud, Zosime, Histoire Nouvelle, τ. Ι-ΙΙΙ (CUF), Παρίσι 1971-1989.

Ι. Σαραντίδης, Η βυζαντινή πολιτική της ενσωμάτωσης ξένων λαών στη Χερσόνησο του Αίμου (450-491): προτάσεις ερμηνείας των αυτοκρατορικών πολιτικών στόχων, Βυζαντιακά 33 (2016) 37-54, ειδικά σ. 47, σημ. 24.

Ζώσιμος, Νέα Ιστορία, έκδ. F. Paschoud, Histoire Nouvelle, τ. I-ΙΙΙ [CUF], Paris 1971-1989, 2.15.1.

  1. Delehaye, Martyrs de l’église de Gothie, An. Boll 31 (1912)

Elton, Warfare in Roman Europe, AD 350-425, Oxford 1996

  1. W. G. Liebeschuetz, Barbariansand Bishops. Army, Church, and State in the Age of Arcadius and Chrysostom, Oxford 1990

Γ. Ι. Αντωνόπουλος, Η εγκατάσταση των Γότθων στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Oι επιπτώσεις στη βυζαντινή Πολιτεία και κοινωνία, Μεταπτυχιακή Διπλωματική εργασία του τμήματος Βυζαντινής Ιστορίας του ΕΚΠΑ. 2021.

Σ. Πατούρα-Σπανού, Χριστιανισμός και παγκοσμιότητα στο πρώιμο Βυζάντιο: από τη θεωρία στην πράξη [Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών. Μονογραφίες 10], Αθήνα 2008

Σ. Πατούρα-Σπανού, Η μεθόριος του Δούναβη και ο κόσμος της στην εποχή της μετανάστευσης των λαών (4ος-7ος αιώνας), Αθήνα 2008.

Ι. Σαραντίδης, Βαρβαρικοί λαοί και βυζαντινή εξωτερική πολιτική στον Δούναβη (450-491): μια νέα ερμηνευτική θεώρηση, Βυζαντινά 34 (2015-2016) 189-215

 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Don`t copy text!