Η στάση του Βυζαντίου απέναντι στην Α΄ Σταυροφορία
Γράφει ο Γεώργιος Ιωάννης Αντωνόπουλος*
Οι σταυροφορίες έχουν προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον στους λάτρεις και μη της μεσαιωνικής ιστορίας. Αρκετά ιστορικά βιβλία και άρθρα, μυθιστορήματα, καθώς επίσης και δημοφιλείς ταινίες έχουν γραφτεί για τις σταυροφορίες και τα κατορθώματα των σταυροφόρων. Επομένως, πιστεύω ότι ένα ακόμη άρθρο για τους θρησκευτικούς αυτούς πολέμους θα φαινόταν παράταιρο. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι αρκετοί Σταυροφόροι επέλεξαν να μεταβούν στην Παλαιστίνη μέσω της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το ενδιαφέρον ερώτημα είναι πως το Βυζάντιο αντιμετώπισε τις στρατιές αυτές. Ποια ήταν η αντίδραση του στο ξέσπασμα τους και ποια πολιτική ακολούθησε έναντι των χιλιάδων ξένων στρατιωτών, οι οποίοι πέρασαν μέσα από τα εδάφη της; Στο παρών άρθρο εξετάζεται η στάση του Βυζαντίου απέναντι στο κίνημα της πρώτης Σταυροφορίας, η οποία έπαιξε ρόλο κλειδί στην εξέλιξη τους.
Το ιστορικό πλαίσιο
Στα μέσα του 11ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε υποστεί μια σημαντική πολιτική κρίση με συχνά πραξικοπήματα και εναλλαγές αυτοκρατόρων με άμεσο αντίκτυπο στην άμυνα των συνόρων. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι γειτονικές ξένες δυνάμεις για να εισβάλλουν στην αυτοκρατορία. Στα Βαλκάνια, οι Πετσενέγοι, μια τουρκική ημινομαδική φυλή που κατοικούσε στον Δούναβη, πραγματοποιούσαν επιδρομές στη Βαλκανική, προκαλώντας προβλήματα στο εμπόριο και την οικονομία του επαρχιακού πληθυσμού. Στην Ανατολή, εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές αναταραχές, οι Σελτζούκοι Τούρκοι με αρχηγό τον Σουλειμάν Ιμπν Κουτλουμούς εισέβαλλαν στη Μικρά Ασία και την κατέλαβαν χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση, εκτός από μια μικρή περιοχή ανατολικά της Χαλκηδόνας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Παρόμοια περιστατικά συνέβησαν και στο δυτικό μέτωπο. Στη νότια Ιταλία, το έτος 1071, οι Νορμανδοί είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των βυζαντινών επαρχιών, ενώ 10 χρόνια αργότερα ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος με τον γιό του Βοημούνδο επιχείρησαν εισβολή στις βαλκανικές περιοχές της αυτοκρατορίας περνώντας την Αδριατική.
Έπειτα από την επιτυχή αντιμετώπιση των εχθρών στα Βαλκάνια (εκδίωξη των Νορμανδών το 1083, συντριπτική νίκη επί των Πετσενέγων στη μάχη στο Λεβούνιο το 1091), ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ έστρεψε ξανά την προσοχή του στην Ανατολή. Την εποχή εκείνη, οι συνθήκες ευνοούσαν την ανακατάληψη της. Μετά τον θάνατο του Σουλειμάν το 1086, ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες στο σουλτανάτο με αποτέλεσμα οι Σελτζούκοι να μην αποτελούν ιδιαίτερο κίνδυνο. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δεν επιχειρούσε καμία στρατιωτική εκστρατεία. Οι συνεχόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια προκάλεσαν σημαντικές ελλείψεις στο βυζαντινό στράτευμα. Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια ανακατάληψης της Μικράς Ασίας ήταν αδύνατη. Παρόλα αυτά, δεν εγκατέλειψε τον στόχο του και αναζήτησε λύση σε μια πρακτική, την οποία οι βυζαντινοί αυτοκράτορες εφάρμοζαν κατά κόρον, όταν αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα. Δηλαδή, χρησιμοποίησε τον πλούτο του για να μισθώσει άλλους να επιτεθούν στους εχθρούς του. Αυτή τη φορά, η κεντρική εξουσία στράφηκε προς τη Δύση. Η στρατολόγηση δυτικών στρατευμάτων δεν ήταν μια καινοτόμος δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, το βυζαντινό κράτος είχε δείξει μια ιδιαίτερη προτίμηση στους φράγκους ιππότες, τους οποίους θεωρούσε αξιόπιστους και πιο αποτελεσματικούς από τους τούρκους μισθοφόρους. Επίσης, την εποχή εκείνη αναπτύχθηκε ένα έντονο κύμα δυτικών προσκυνητών στο Βυζάντιο με κατεύθυνση την Ιερουσαλήμ, γεγονός το οποίο επέτρεψε στην αυτοκρατορία να προσκαλέσει όποιον προσκυνητή επιθυμούσε στον βυζαντινό στρατό.
Με βάση την πολιτική αυτή, ο Αλέξιος συνέταξε μια σειρά επιστολών, τις οποίες απέστειλε σε όλους τους πρίγκιπες της Δύσης. Στις επιστολές αυτές τόνισε ότι οι χριστιανοί της Ανατολής ταλαιπωρούνταν από τους μουσουλμάνους άρχοντες και ζητούσε μισθοφορικά στρατεύματα για μια εκστρατεία ανακατάληψης των χαμένων εδαφών του Βυζαντίου. Όπως είναι φυσικό, στην προσπάθεια του να πείσει τους ηγέτες να στείλουν στρατεύματα, φρόντισε να επικοινωνήσει και με τον πάπα Ουρβανό Β΄. Μάλιστα, του έστειλε βυζαντινή πρεσβεία, η οποία τον συνάντησε στη Σύνοδο της Πλακεντίας στη βόρεια Ιταλία το 1095. Βέβαια, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε. Ο Ουρβανός Β΄ θέλοντας να ενισχύσει τη θέση του έναντι των κοσμικών ηγετών, επανερμήνευσε την επιστολή του αυτοκράτορα και αντί να ζητήσει από τους ιππότες της Δύσης να βοηθήσουν το Βυζάντιο, τέθηκε επικεφαλής ενός ένοπλου προσκυνήματος που στόχο είχε την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους. Με λίγα λόγια είχε θέσει την εκστρατεία υπό την ηγεσία του και όχι του αυτοκράτορα, τονίζοντας ότι αυτός ήταν η ανώτερη αρχή του χριστιανικού κόσμου.
Ο πάπας επανέλαβε την έκκληση του για εκστρατεία στη σύνοδο του Κλερμόν το 1095. Υποσχέθηκε άφεση αμαρτιών σε όποιους ακολουθούσαν και παροχή χρημάτων για όποιον δεν μπορούσε να συμμετέχει οικονομικά. Με τη βοήθεια αρχιεπισκόπων, επισκόπων και κηρύκων το κάλεσμα του διαδόθηκε παντού στα φραγκικά εδάφη. Πολλοί από τους Δυτικούς ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρόταση του: άρχισαν να ράβουν σταυρούς στους δεξιούς ώμους και να ορκίζονται ότι θα ακολουθήσουν το ένοπλο προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ. Η πρόσκληση αυτή θα τους εξασφάλιζε την αιώνια σωτηρία και ταυτόχρονα θα βελτίωναν την οικονομική τους θέση. Σύμφωνα με το σχέδιο του κινήματος, οι εθελοντές θα οργανώνονταν σε ξεχωριστά τμήματα στρατού, τα οποία θα έφταναν από διαφορετικές κατευθύνσεις στην Κωνσταντινούπολη. Έπειτα, τα ενωμένα στρατεύματα θα περνούσαν μαζί στη Μικρά Ασία με κατεύθυνση την Ιερουσαλήμ. Η πρώτη σταυροφορία είχε ξεκινήσει.
Η Διέλευση της Α΄ Σταυροφορίας: α) Η σταυροφορία των χωρικών
Το έτος 1096, την εποχή που ο Αλέξιος Α΄ επιτηρούσε την κατασκευή ορισμένων οχυρωματικών έργων στην Ανατολή, ήρθε η είδηση στο Βυζάντιο ότι κατέφθαναν τα πρώτα σταυροφορικά στρατεύματα από την Ιταλία. Βέβαια, δεν επρόκειτο για μισθοφόρους στρατιώτες αλλά για ένα φτωχά εξοπλισμένο και απείθαρχο στρατό, απαρτιζόμενο από άνδρες και γυναίκες υπό την ηγεσία του Πέτρου του Ερημίτη. Η άφιξη τους προκάλεσε τρόμο στον αυτοκράτορα, διότι φοβόταν ότι θα έβλαπταν την αυτοκρατορία. Βέβαια, ο φόβος του δεν ήταν καθόλου παράξενος. Ένας πολυάριθμος στρατός απέξω από τα σύνορα, (περίπου 20.000 Σταυροφόροι) φάνταζε τρομακτικός. Για να αντιμετωπίσει αυτόν τον απείθαρχο όχλο, η κεντρική εξουσία κινήθηκε διπλωματικά. Ο αυτοκράτορας διέταξε να προμηθευτούν τα στρατεύματα με τα απαραίτητα, ενώ παρότρυνε τον Πέτρο να περιμένει στην Κωνσταντινούπολη μέχρι να φτάσουν και οι υπόλοιποι Σταυροφόροι. Σύντομα η πολιτική του Αλεξίου άλλαξε. Κατά την παραμονή τους στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, οι Σταυροφόροι άρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο. Ο αυτοκράτορας παρενέβη και τους μετέφερε κακήν κακώς απέναντι στη Μικρά Ασία. Κοντά στη Νίκαια, οι Σταυροφόροι συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στρατό και ξεκληρίστηκαν.
Β) Η σταυροφορία των βαρόνων
Το δεύτερο κύμα κατέφθασε σταδιακά στο Βυζάντιο σε ξεχωριστές ομάδες. Ήταν καλύτερα εξοπλισμένο και διέθετε εμπειροπόλεμους αρχηγούς, όπως τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον Ραϋμόνδο Δ΄ της Τουλούζης και τον Βοημούνδο του Τάραντα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο τελευταίος είχε επιχειρήσει με τον πατέρα του να καταλάβει τη βυζαντινή αυτοκρατορία το 1081, χωρίς επιτυχία. Ένας ορκισμένος εχθρός του αυτοκράτορα βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντίου με έναν εμπειροπόλεμο στρατό και ζητούσε να εισέλθει στην αυτοκρατορία για να πολεμήσει στο όνομα του Θεού. Ο Αλέξιος δεν μπορούσε να τους εμπιστευτεί. Από την άλλη πλευρά, όμως, έπρεπε να χειριστεί διπλωματικά τα αγήματα αυτά. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη του και το δικαίωμα αυτό θα του το προσέφεραν οι Σταυροφόροι.
Πρώτο μέλημα του αυτοκράτορα ήταν η ασφάλεια του βυζαντινού κράτους. Για τον σκοπό αυτό είχε στείλει βυζαντινά στρατεύματα στα βαλκανικά σύνορα με οδηγίες να υποδεχτούν τους σταυροφόρους και να τους παρέχουν τα απαραίτητα τρόφιμα. Ταυτόχρονα θα επέβλεπαν τις μετακινήσεις τους μέσα από τα βυζαντινά εδάφη και θα παρέμβαιναν εάν προέκυπταν περιστατικά λεηλασίας των αγροτικών επαρχιών. Από την άλλη πλευρά, ο βυζαντινός στόλος βρισκόταν αγκυροβολημένος στο λιμάνι του Δυρραχίου και πραγματοποιούσε συχνά αναγνωριστικές επιχειρήσεις, έτσι ώστε να αποτρέψει τους σταυροφόρους να επιχειρήσουν επιθέσεις στα νησιά. Δεν επιτράπηκε στους τελευταίους να εισέλθουν στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν υποχρεωμένοι να στρατοπεδεύσουν στα προάστια και σε απόσταση μεταξύ τους. Η κεντρική εξουσία φοβόταν οποιαδήποτε συνένωση των στρατευμάτων. Ο βυζαντινός στρατός συλλάμβανε τους δυτικούς αγγελιοφόρους που επιχειρούσαν να μεταβούν από το ένα άγημα στο άλλο.
Ταυτόχρονα, επιδίωξε το συντομότερο δυνατόν να αποσπάσει όρκο πίστης από κάθε ξένο ηγέτη. Ο όρκος περιλάμβανε την επιστροφή των βυζαντινών πόλεων ή φρουρίων που το Βυζάντιο είχε απωλέσει, καθώς επίσης την υποταγή των Λατίνων στη θέληση του αυτοκράτορα. Μετά την απόσπαση του όρκου, ο στρατός θα περνούσε τον Βόσπορο, όπου θα περίμενε τα υπόλοιπα αγήματα. Η επιμονή της κεντρικής εξουσίας να αποσπάσει όρκο πίστης προκάλεσε τη δυσαρέσκεια ορισμένων ηγετών. Ο Γοδεφρείδος στην αρχή αρνήθηκε να δηλώσει πίστη στον αυτοκράτορα και να περάσει απέναντι στη Μικρά Ασία. Μάλιστα, έδωσε κανονική μάχη με τα βυζαντινά στρατεύματα απέξω από την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ενδώσει στις επιταγές του αυτοκράτορα. Όταν όλοι δέχτηκαν την απαίτηση αυτή, ο αυτοκράτορας τους παραχώρησε μεγάλες ποσότητες χρυσού και ακριβών υφασμάτων, ενώ μερίμνησε για την τροφοδότηση τους στο ταξίδι τους για τους Αγίους Τόπους.
Μετά την ορκωμοσία τους, οι Σταυροφόροι με τη συνοδεία του αυτοκράτορα διέσχισαν τη Μικρά Ασία το 1097. Πρώτος τους στόχος ήταν η πόλη της Νίκαιας, η οποία βρισκόταν υπό τουρκικό έλεγχο από το 1078. Οι τελευταίοι πολιόρκησαν την πόλη από την ξηρά, ενώ ένας βυζαντινός στολίσκος αγκυροβολούσε από την πλευρά της λίμνης, αποκλείοντας τον ανεφοδιασμό της. Και στην περίπτωση αυτή φάνηκε η δυσπιστία των Βυζαντινών απέναντι στους Σταυροφόρους. Προτού πέσει η πόλη στα χέρια τους, ο Αλέξιος συμφώνησε μυστικά με την τουρκική φρουρά την παράδοσή της. Έτσι στις 19 Ιουνίου του 1097, η φρουρά παραδόθηκε στους Βυζαντινούς. Μάλιστα, οι τελευταίοι φρόντισαν να κλείσουν τις πύλες, έτσι ώστε να αποτρέψουν τους Σταυροφόρους να εισέλθουν μέσα στην πόλη και να επιδοθούν σε λεηλασίες. Παράλληλα, ζήτησε από τους βαρόνους να ανανεώσουν τους όρκους πίστης και υποταγής. Αν και τα γεγονότα αυτά δυσαρέστησαν μια μεγάλη μερίδα των ηγετών της σταυροφορίας, ωστόσο, δεν προκλήθηκε καμία γενικευμένη ρήξη στις σχέσεις τους με το Βυζάντιο. Μετά την ανακατάληψη της Νίκαιας συνέχισαν την πορεία τους προς την Ιερουσαλήμ. Τα σταυροφορικά αγήματα ακολούθησε μονάχα μια μικρή βυζαντινή φρουρά με επικεφαλής τον βυζαντινό στρατηγό Τατίκιο, του οποίου η αποστολή ήταν να συνοδεύσει τους Σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους και να παραλάβει από αυτούς όσες πόλεις απελευθερώνονταν. Στην περιοχή του Δορυλαίου (30 Ιουνίου του 1097) και κοντά στην Ηράκλεια απέκρουσαν με επιτυχία τον σελτζουκικό στρατό, πετυχαίνοντας σημαντικό πλήγμα στις τάξεις των Σελτζούκων. Τον επόμενο χρόνο ο Αλέξιος εκμεταλλεύτηκε την αναταραχή αυτή και διεξήγαγε επιτυχή στρατιωτική εκστρατεία επαναφέροντας τη βυζαντινή εξουσία στη δυτική Μικρά Ασία.
Οι πρώτες σοβαρές προστριβές των Σταυροφόρων με το Βυζάντιο προκλήθηκαν μετά την κατάληψη της Αντιόχειας το 1098. Η πολιορκία της Αντιόχειας ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1097. Σύντομα αποδείχτηκε μια δύσκολη υπόθεση. Η άμυνα της πόλης ήταν ισχυρή. Επιπροσθέτως, οι Σταυροφόροι είχαν ελλείψεις στις προμήθειες τους και υπέστησαν τρομερές απώλειες τον χειμώνα του 1097-1098. Έπειτα από εκκλήσεις των τελευταίων, ο Αλέξιος επιχείρησε να εκστρατεύσει ο ίδιος στην Παλαιστίνη για να τους βοηθήσει. Στα μισά της διαδρομής ήρθε σε επαφή με λατίνους λιποτάκτες, οι οποίοι τον πληροφόρησαν για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν οι Σταυροφόροι. Ακόμη, μαθεύτηκε ότι πλησίαζε ένας μεγάλος τουρκικός στρατός με σκοπό να εμποδίσει τον αυτοκράτορα να ενωθεί με τους χριστιανούς στην Αντιόχεια. Γνωρίζοντας αυτά, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να υποχωρήσει πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Η απόφαση του ήταν λογική και σύμφωνη με τα συμφέροντα της Οικουμένης, άφηνε όμως στη μοίρα τους Σταυροφόρους. Για κακή του τύχη τα νέα αποδείχτηκαν αναξιόπιστα και η πόλη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων στις 28 Ιουνίου του 1098. Μετά την κατάληψη της πόλης, ο αυτοκράτορας ζήτησε από τους τελευταίους την παράδοση της. Αυτή τη φορά οι ξένοι ηγέτες δεν ενέδωσαν στις επιταγές του. Κατηγορώντας τον Αλέξιο ότι δεν τους είχε βοηθήσει στην πολιορκία της Αντιόχειας, αρνήθηκαν να του παραχωρήσουν τα κλειδιά της πόλης. Αντίθετα, την παρέδωσαν ως φέουδο στον Βοημούνδο, ο οποίος δημιούργησε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Ο αυτοκράτορας θεωρώντας ότι η κίνηση αυτή ακύρωνε τη συμφωνία επιχείρησε να αποκαταστήσει τη βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή, εγκαινιάζοντας μια περίοδο συγκρούσεων με τους λατίνους πρίγκιπες. Παρά τις ανέλπιδες προσπάθειες του αυτοκράτορα να διατηρήσει επαφές με τους Σταυροφόρους, οι τελευταίοι διέκοψαν κάθε επαφή μαζί του. Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ τον Ιούλιο του 1099 πραγματοποιήθηκε χωρίς τη βοήθεια του Βυζαντίου.
Η τελευταία προσπάθεια του αυτοκράτορα να επιβεβαιώσει την εξουσία του επί των σταυροφόρων πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1101. Την εποχή εκείνη έφτασε ένα τρίτο κύμα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος φρόντισε να εκμεταλλευτεί το στράτευμα αυτό και τους ζήτησε να δώσουν τους ίδιους όρκους με εκείνους που είχαν δώσει οι ηγέτες του προηγούμενου κύματος. Μάλιστα, όρισε αρχηγό τον Ραϋμόνδο της Τουλούζης, ο οποίος ήταν πλέον σύμμαχος του αυτοκράτορα και φανατικός εχθρός του Βοημούνδου. Πιθανότατα, ήλπιζε ότι όταν οι Σταυροφόροι θα έφταναν στη Συρία, ο Ραϋμόνδος θα έδιωχνε τον νορμανδό ηγεμόνα και θα παραχωρούσε την πόλη πίσω στον αυτοκράτορα. Εντούτοις και η κίνηση αυτή αποδείχτηκε άκαρπη. Φαίνεται πως οι προηγούμενοι σταυροφόροι είχαν ενημερώσει τη δυτική Ευρώπη για την ελάχιστη βοήθεια που ο αυτοκράτορας τους είχε παρέχει. Έτσι, ο σταυροφορικός στρατός αγνόησε τις συμβουλές του Αλεξίου και κινήθηκε στη βόρεια Μικρά Ασία. Διασχίζοντας εντελώς ανοργάνωτα την περιοχή, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ισχυρή τουρκική αντίσταση στην περιοχή της Γάγγρας, όπου και διαλύθηκε. Τα απομεινάρια του στάλθηκαν στους Αγίους Τόπους.
Ο Απολογισμός της πρώτης Σταυροφορίας.
Ο απολογισμός της πρώτης Σταυροφορίας υπήρξε θετικός για τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Χάρις τους σταυροφόρους, ο Αλέξιος κατάφερε να απωθήσει τους Σελτζούκους στο οροπέδιο της Μικράς Ασίας και να αποκτήσει στην επικράτεια του τις πιο εύφορες πεδιάδες. Ωστόσο, οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε για να πετύχει τους στόχους αυτούς προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια των Σταυροφόρων, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι ο αυτοκράτορας δρούσε με βάση το προσωπικό του συμφέρον. Ο Βοημούνδος εκμεταλλεύτηκε τη στάση του τελευταίου στην πρώτη Σταυροφορία για να προπαγανδίσει στον δυτικό κόσμο την άσχημη συμπεριφορά του βυζαντινού αυτοκράτορα προς τους αδελφούς χριστιανούς της Δύσης. Μάλιστα, με την υποστήριξη του πάπα Πασχάλη Β΄ οργάνωσε εκστρατεία τον Οκτώβριο του 1107 κατά του Βυζαντίου, χωρίς επιτυχία. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Αλέξιος ετοιμάστηκε να αναλάβει στρατιωτική δράση κατά του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Έστειλε πρεσβεία στην πόλη, απαιτώντας την παράδοση της. Όταν το αίτημα αγνοήθηκε, στράφηκε προς τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, προσφέροντας του υψηλά χρηματικά ποσά με αντάλλαγμα τη στρατιωτική βοήθεια κατά των Νορμανδών της Αντιόχειας. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν πολύ και δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο Αλέξιος πέθανε το 1118 χωρίς να μπορέσει να ανατρέψει το καθεστώς της Αντιόχειας, το οποίο καθόρισε για αρκετά χρόνια τις σχέσεις των Βυζαντινών με το σταυροφορικό κίνημα και τα κράτη των Σταυροφόρων.
* Απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας του ΕΚΠΑ
Πηγές και Βιβλιογραφία
Ekkehard of Aura, Chronicon Universale, MGH, Scriptores, 6, (Αννόβερο 1844).
Gesta Francorum et aliorum Hierosolimitanorum, μτφρ. R, Hill, (Οξφόρδη 1962).
Κομνηνή Άννα, Ἀλεξιὰς, The Alexiad, μτφρ. Αλόη Σιδέρη, (Αθήνα 2005).
Σκουταριώτης Θεόδωρος, Σύνοψις χρονική, στο Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 7 τόμοι (Αθήνα, Βενετία και Παρίσι 1872-1894).
Ράνσιμαν Στίβεν, Η ιστορία των Σταυροφοριών. Η πρώτης Σταυροφορία και η ίδρυση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, τ. Α, μτφρ. Βλαβιανού Άγγυ, (Αθήνα 2006).
Τζόναθαν Χάρις, Το Βυζάντιο και οι Σταυροφόροι, μτφρ. Λεωνίδας Καρατζάς, (Αθήνα 2004).